Ὁ Λόγος στὴν ἐποχὴ τοῦ παραλόγου

Μητροπολίτου Αὐστρίας Ὑπερτίμου καὶ
Ἐξάρχου Οὑγγαρίας 
καὶ Μεσευρώπης κ. κ. Ἀρσενίου

«Θεὸς Λόγος ἐπεφάνῃ ἐν σαρκὶ τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων»[1].

Γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγος Του κατεβαίνει ἀπὸ τοὺς Οὐρανούς, λαμβάνει δούλου μορφή, γίνεται ἄνθρωπος, ἐκτελεῖται τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ὁ Θεὸς Λόγος φανερώνεται «ἐν σαρκί», «διὰ γεννήσεως», ὅπως σημειώνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,[2] γιὰ τὴν ἀνάπλαση καὶ τὴ Σωτηρία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ἐκείνου ποὺ ἐξετράπη τῆς θεϊκῆς πορείας καὶ ὑπέπεσε σὲ παράβαση καὶ παρακοὴ.[3] Ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει στὸ ἀνθρώπινο γένος τὴ θεότητά Του σεσαρκωμένη, προκειμένου νὰ συντελέσει τὴν ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐπαναφορά του στὸ «κατ’ εἰκόνα»[4]. Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν ἀπὸ καταβολῆς καὶ μέχρις συντελείας τοῦ κόσμου ἀνθρωπότητα γίνεται ὁρατὸ μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ τῆς χάρισε τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορά, τὸ θάνατο καὶ τὴν τελεία καὶ πλήρη ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό,τὴ  θέωση.

 

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐκφράζουσα τὰ δόγματα ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐπισταμένως σχολίασαν καὶ ἑρμήνευσαν τὰ ἁγιογραφικὰ χωρία περὶ τοῦ σκοποῦ τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως. Τὸ θεμελιῶδες γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη θέμα διαπραγματεύθηκαν πολλοὶ θεολόγοι καὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς τῆς ἄνατολικῆς καὶ τῆς δυτικῆς χριστιανικῆς Παραδόσεως. Στὸ ἐρώτημα «Γιὰ ποιό σκοπὸ ἐνηνθρώπησεν ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ;» δίδεται συνήθως ὡς ἀπάντηση ἡ ἀναγκαιότητα ἐπανορθώσεως τῆς ἀρχικῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῆς σχέσεώς του μὲ τὸ Δημιουργό.

Ὁ Θεὸς διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως ἀποκαθιστᾷ τὴ διαταραγμένη σχέση Πλάστου – πλάσματος, τὸ ὁποῖο καὶ ἐπαναφέρει σὲ κοινωνία μαζί Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, κατὰ τὸ Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, ἑνώνεται σὲ μία ὑπόσταση ἡ σάρκα καὶ τὸ πνεῦμα. Ὅπως σημειώνει ὁ ἱερὸς πατήρ, «προελθὼν δὲ Θεὸς μετὰ τῆς προσλήψεως, ἓν ἐκ δύο τῶν ἐναντίων, τὸ μὲν ἐθέωσε τὸ δὲ ἐθεώθη. Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! Ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! Ὁ ὢν γίνεται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται, διὰ μέσης ψυχῆς νοερᾶς μεσιτευούσης θεότητι καὶ σαρκὸς παχύτητι»[5]. Μόνον ἔτσι καθίσταται δυνατὴ ἡ ἀποκατάσταση τῆς σχέσεως Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, διὰ τῆς λήψεως ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, πλὴν τῆς ἁμαρτίας. Κατὰ τὸν ἐπιφανῆ ὀρθόδοξο θεολόγο Γ.Φλωρόφσκυ ἡ κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τὸ κύριο νόημα τῆς Σωτηρίας καὶ εἶναι συνέπεια τοῦ ὅτι ὁ Λυτρωτὴς εἶναι ταυτόχρονα θεῖος καὶ ἀνθρώπινος, μετέχει τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως: «σκοπὸς καὶ ἀποτέλεσμα τῆς ἐνσαρκώσεως ὡρίσθηκαν ἀκριβῶς ἡ ἀπολύτρωσις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀποκατάστασίς του στὴν προπτωτικὴ κατάσταση ποὺ χάθηκε μὲ τὴν ἁμαρτία»[6].

Ὑποστηρίζεται συνήθως ὅτι οἱ Πατέρες προέβαλαν τὸ ἔργο τῆς Σωτηρίας ὡς μόνη αἰτία Ένσαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ μελέτη τῶν πατερικῶν κειμένων ἕως καὶ τὸν 5οαἰῶνα ἀποδεικνύει ὅτι τὸ ἐρώτημα τοῦ πρωταρχικοῦ κινήτρου τῆς ἐνανθρωπήσεως, τῆς σχέσεως δηλαδὴ τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐνσαρκώσεως καὶ τοῦ ἀρχικοῦ σκοποῦ τῆς Δημιουργίας δὲν συζητήθηκε ποτὲ ὡς αὐτόνομο κεφάλαιο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες. Κατὰ τὸν Γ. Φλωρόφσκυ «Ἡ λυτρωτικὴ ὄψις τῆς ἐνανθρωπήσεως καὶ ἡ περιχώρησις τῶν φύσεων τονίσθηκαν μὲ ἔμφασι ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Σὰν σκοπὸς καὶ ἀποτέλεσμα τῆς Ἐνσαρκώσεως ὡρίσθηκαν ἀκριβῶς ἡ Ἀπολύτρωσις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀποκατάστασίς του στὴν προπτωτικὴ κατάστασι ποὺ χάθηκε μὲ τὴν πτῶσι καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία τοῦ κόσμου καταργήθηκε καὶ διώχθηκε ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπήσαντα, ποὺ μόνο Αὐτός, ὄντας θεῖος συνάμα καὶ ἀνθρώπινος, μποροῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο. Ἀπὸ τ' ἄλλο μέρος, θά ΄ταν ἄδικο νὰ ἰσχυρισθεῖ κανεὶς ὅτι οἱ Πατέρες θεωροῦσαν τὸ λυτρωτικὸ αὐτὸ σκοπὸ σὰν τὴ μόνη αἰτία Ἐνσαρκώσεως, ἔτσι ποὺ ἡ Ἐνανθρώπησις νὰ μποροῦσε νὰ μὴν εἶχε γίνει ποτέ, ἂν δὲν εἶχε ἁμαρτήσει ὁ ἄνθρωπος.[7]

Κατὰ τὴ διαβεβαίωση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ «μᾶς διάλεξε πρὶν θεμελιώσει τὸν κόσμο, νὰ γίνουμε ἅγιοι καὶ ἄμωμοι ἐνώπιόν Του, προορίζοντάς μας γιὰ υἱοθεσία Του διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ θελήματός Του, πρὸς ἔπαινον τῆς δόξης τῆς χάριτος ποὺ μᾶς ἔδωσε διὰ τοῦ ἠγαπημένου Υἱοῦ Του ... Μᾶς ἔκανε γνωστὸ τὸ μυστήριο τοῦ θελήματός Του ποὺ προσχεδίασε πρὸς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ὥστε ὅλα νὰ ἀνακεφαλαιωθοῦν στὸ Χριστό... Μὲ τὸ Χριστὸ ἀποκτήσαμε μερίδιο κληρονομίας ἐπειδὴ προορισθήκαμε κατὰ τὴν πρόθεση Ἐκείνου ποὺ ἐνεργεῖ τὰ πάντα, σύμφωνα μὲ τὴν ἀπόφαση τοῦ θελήματός Του, ὥστε ἔχοντας τὴν ἐλπίδα μας ἐκ τῶν προτέρων στὸ Χριστό, νὰ εἴμαστε ἔπαινος τῆς δόξης Του»[8]

Στὴ Δύση ἡ θεολογικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα «γιατὶ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος» ἐπικράτησε ἡ δικανικὴ θεωρία περὶ ἱκανοποιήσεως σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γνωστὸς ἐκπρόσωπος τῆς ἀπόψεως αὐτῆς ἦταν ὁ ῎Ανσελμος Καντερβουρίας (1033–1109), μὲ τὸ ἔργο του Cur Deus Homo? Πρῶτο δεῖγμα διαφορετικῆς παρουσιάσεως τοῦ θέματος ἀποτελεῖ ὁ Ἀββᾶς Rupert τοῦ Deutz († 1129). Ἀξίζει νὰ προσέξωμε ὅτι ὁ πολυγραφότατος Rupert θεολογῶν κατὰ τὴν Ἁγία Γραφή (lectio divina) καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴ νέα γιὰ τὴν ἐποχή του τάση χρήσεως τῆς διαλεκτικῆς, ὁδηγήθηκε προοδευτικὰ στὴ διατύπωση τῆς θέσεως ὅτι ἡ ὑπόσχεση γιὰ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀνῆκε στὸ ἀρχικὸ σχέδιο τῆς δημιουργίας καὶ ἦταν ἑπομένως ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν «πτώση». Στὸ ἔργο του De glorificationeTrinitatis[9] προβάλλει τὴν κεντρικὴ σημασία τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ θείου Λόγου στὴν ἱστορία τῆς Σωτηρίας: Πρὸ τῶν αἰώνων, προτοῦ συμβεῖ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦθὰ ἐγίνετο καὶ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἑνώσει τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴ Δημιουργία μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα, σὲ μιὰ ἀέναο δοξολογία. Κατὰ τὸν ἴδιο, ἡ Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἦταν ἕνας αὐτοσκοπός, τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἀρχικοῦ σκοποῦ τῆς δημιουργίας καὶ ὄχι ἔνα ἁπλὸ φάρμακο τῆς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου. Σὲ διαφορετικὴ περίπτωση, ἐὰν δηλαδὴ ἡ ἐνσάρκωση δὲν ἀποτελοῦσε σκοπὸ τῆς δημιουργίας καὶ δὲν περιλαμβάνονταν στὸ ἀρχικὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, θὰ ἦταν ἐντελῶς τυχαία, περιπτωσιακὴ καὶ στὴν οὐσία ἡ πτώση τοῦ Ἀδὰμ θὰ ἦταν ἡ αἰτία ποὺ θὰ ἐξανάγκαζε τὸ Θεὸ νὰ ἐνανθρωπήσει[10]. Τὸ θέμα παρουσίασαν σειρὰ δυτικῶν θεολόγων ἀπὸ τὸν Duns Scotus (1266–1308) ἕως καὶ τοὺς Francois de Sales (1547–1622) καὶ Μalebranche (1638–1715). Ὁ τελευταῖος μάλιστα «ἐπέμενε σταθερὰ στὴ μεταφυσικὴ ἀναγκαιότητα τῆς Ἐνσαρκώσεως, ἐντελῶς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν Πτώσι· εἰ δ' ἄλλως, ὑπεστήριζε, δὲν θὰ ὑπῆρχε ἐπαρκὴς λόγος ἢ σκοπὸς γιὰ τὴν πράξη αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Δημιουργίας»[11]

Κατὰ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας ἡ ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στὴν προπτωτικὴ κατάσταση καὶ ἡ σωτηρία θὰ μποροῦσε νὰ συντελεσθεῖ μόνον μὲ τὴν «ἐν χρόνῳ» ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου[12]. Ὁ ἄνθρωπος «μετασκευάζεται» μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ[13]. Ὁ ἀχώρητος, ὁ ἀπερίγραπτος, ὁ ἀναλλοίωτος προαιώνιος Θεῖος Λόγος, ὁ ὁποῖος βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε ἔννοια χώρου καὶ χρόνου γεννᾶται κατὰ σάρκα ἐν χρόνῳ, γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία[14]

Τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε, λοιπόν, νὰ ἀποκαταστήσει ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ ἄνθρωπος παρήκουσε τὴν θεϊκὴ ἐντολὴ καὶ γεύθηκε τὸν θάνατο. Ἡ γεύση τῆς ἁμαρτίας εἶναι αὐτὴ ποὺ προκάλεσε τόσο τὴν ἀλλαγὴ τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας ὅσο καὶ τὴν μεταβολὴ τῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, ἀπὸ τὴν ἀθανασία γιὰ τὴν ὁποία πλάσθηκε, μετέπεσε στὴν κατάσταση τῆς θνητότητος.

Πλανώμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου ὁ ἄνθρωπος λησμόνησε τὸ Θεὸ καὶ τὶς εὐεργεσίες Του, ἐπινόησε καὶ λάτρεψε ἄλλους θεοὺς ὑλικοὺς καὶ ψεύτικους, προσκύνησε τὰ εἴδωλα, ἐμπλέχθηκε σὲ μαγεῖες, πολέμους, δολοφονίες, πορνεῖες, μοιχεῖες, παρὰ φύσιν ἁμαρτίες, παρανομίες καὶ ἄλλες παραβάσεις, οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν στή ἀπώλεια τοῦ λογικοῦ του[15]. Ὁ πλασμένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἄνθρωπος, νικημένος ἀπὸ τὶς πρόσκαιρες ἡδονὲς καὶ τὶς δαιμονικὲς φαντασιώσεις, ἀπώλεσε τὸ λογικό του, τὸ στοιχεῖο ποὺ τὸν διαφοροποιεῖ ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἄλογη κτίση καὶ μετετράπη σὲ ἄλογο ὄν, κυριαρχούμενο ἀπὸ κάθε παραλογισμὸ καὶ ἐπιθυμία βλαβερά. Ἔτσι, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου σκοτίσθηκε καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔπαψε νὰ ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ διακρίνει τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό.

Ὁ Θεὸς ὅμως ἦταν ἀδύνατον νὰ ἐγκαταλείψει τὸ πλάσμα Του ἕρμαιο τῆς δαιμονικῆς ἐπηρείας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐνηνθρώπησε, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει τὸν θάνατο καὶ μέσῳ τῆς παρουσίας Του νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴ μετάνοια[16]. Ὁ Θεῖος Λόγος, ἐκπληρώνοντας τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας, δέχθηκε νὰ κενωθεῖ ἀπὸ Θεός, ἀπὸ μεγάλος νὰ γίνει μικρός, ἀπὸ γενεσιουργὸς δύναμη ἕνα εὐπαθὲς γέννημα˙ ὁ τέλειος κατὰ τὴν φύσιν τῆς θεότητος ἀπέβη μείων «ἐν ἀνθρωπότητος μέρει», «ὑφειμένος διὰ τὸ ἀνθρώπινον»[17]

Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, μετὰ τὸν ἕνα Θεὸ Πατέρα ὁμολογοῦμε πίστη «καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν...τὸν δι΄ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα...». Μὲ αὐτὴ τὴν ἐπικυρωμένη ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁμολογία κάθε ὀρθόδοξος χριστιανὸς ἀποφεύγει τὴν κακοδοξία καὶ ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι καὶ ὁ ἴδιος ἀποδέκτης τῆς σωτηριώδους κινήσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἐκ τῶν οὐρανῶν πρὸς τὴν Παρθένον Μαρία ὅπου ἐκ Πνεύματος Ἁγίου σαρκώθηκε καὶ ἐνηνθρώπησεν.

 Δυστυχῶς ὅμως τὸ κτίσμα δὲν κινήθηκε πρὸς τὸν κτίστη καί, ὅπως σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἐνῷ ὁ Θεὸς κατοικοῦσε στὰ ὕψη, δὲν προσπάθησε νὰ Τὸν συναντήσει». Ἀκόμα καὶ ὅταν συγκατατέθηκε νὰ κατέλθει στὴ γῆ καὶ μὲ σάρκα νὰ ὁμιλήσει τὸ πλάσμα Του δὲν Τὸν παραδέχθηκε, ἀλλὰ ἔψαχνε καὶ ψάχνει ἀκόμη καὶ σήμερα νὰ βρεῖ τρόπο νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί Του[18].

Ὁ Θεὸς ἀπέστειλε τὸν Υἱό Του στὸν κόσμο, ὅταν ὅλοι εἶχαν παρεκκλίνει καὶ ἐξαχρειωθεῖ (Ψαλμ. 13, 3), ὅταν ἡ ἁμαρτία εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ (Ρωμ. 3, 10-20), ὅταν περίσσευε ἡ ἀνομία, ὅταν ὁ ζόφος τῆς κακίας ἔφτασε στὸ ἀκρότατο ὅριο. Τότε φάνηκε ἡ Χάρη, τότε ἀνέτειλε ἡ ἀκτίνα τοῦ ἀληθινοῦ Φωτὸς ἐπάνω μας. Τότε φάνηκε ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σὲ ἐκείνους ποὺ κάθονταν στὸ σκότος καὶ στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου (Ἡσ. 9, 1), τότε συνέθλασε τὶς πολλὲς κεφαλὲς τοῦ δράκοντα μὲ τὸ πόδι Του καί τὸν συνέτριψε καταπατῶντάς τον στὴ γῆ[19]

Ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (580-662) στὰ ἔργα του ἀναφέρεται ἐπανειλημμένως στὸ ὅτι «Θεὸς ἄνθρωπος γίνεται ἵνα σώσῃ τὸν ἀπολόμενον ἄνθρωπον... εἰς ἑαυτὸν ἀνακεφαλαιώσας τὰ πάντα, τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ᾧ καὶ ἐκτίσθησαν»[20]. Πολὺ ἐνωρίτερα ἀπὸ τοὺς θεολόγους τῆς Δύσεως ἐθεολόγησε τὴν Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ὡς «προηγούμενον» ὡς ἀπόλυτο καὶ πρωταρχικὸ σκοπὸ κατὰ τὴν Δημιουργία. Σχολιάζοντας τὸ χωρίο τῆς Α΄Ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου (1,19-20) ὅπου ὁ Χριστὸς, ὡς Ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, χαρακτηρίζεται «προεγνωσμένος ἀπὸ καταβολῆς κόσμου», ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὀνομάζει τὸν Σωτῆρα Χριστὸ «μακάριο τέλος» γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν τὰ πάντα καὶ «προεπινοούμενο» θεῖο σκοπὸ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων. Ἀποβλέποντας σ΄αὐτὸ τὸ «τέλος», ὁ Θεὸς δημιούργησε τὶς οὐσίες τῶν ὄντων. Εἶναι ἡ «ἀνακεφαλαίωσις» ὅλης τῆς Δημιουργίας, τὸ μυστήριο ποὺ φανερώνει τὴ μεγάλη Βουλὴ τοῦ Θεοῦ τῆς ὁποίας ἄγγελος /ἀγγελιαφόρος ἔγινε ὁ «κατ΄οὐσίαν Θεοῦ» Λόγος ὅταν ἐνηνθρώπησεν. Κάθε στοιχεῖο τῆς δημιουργίας, ἔχει ἀρχὴ καὶ πέρας τὸ Χριστό.[21]

Κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ «προηγούμενο» θεῖο θέλημα καὶ συνεπῶς εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ ὠφέλησε ἀκόμα καὶ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες κατὰ τὸν ὅσιο Νικήτα Στηθάτο ἦταν δυσκίνητες στὸ κακό, ἀλλὰ μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση καὶ ἰδίως μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔγιναν ἀκίνητες πρὸς τὸ κακό, οὐ φύσει ἀλλὰ χάριτι. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐλάμβανε τὴν θέωση κατὰ χάριν, ἔστω καὶ ἂν δὲν συνέβαινε ἡ πτώση[22]. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀνέπτυξε τὴ διδασκαλία τῆς θεώσεως ἀντιμετωπίζοντας τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μὲ τὴν κτιστὴ θεία χάρη. 

῾Η νεώτερη θεολογικὴ ἕρευνα καταλήγει στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ θέωση καὶ ὄχι ἡ λύτρωση εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως καὶ ὡς γνήσια ἔκφραση τοῦ ὀρθόδοξου χριστιανισμοῦ γνώρισε μεγάλη καὶ λαμπρὴ ἀνάπτυξη κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μὲ κύριο ἐκφραστὴ τὸν θεολόγο Νικόλαο Καβάσιλα: «῾Ο Καβάσιλας συμφώνησε ἀπόλυτα μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ἀλλὰ παράλληλα ξανάφερε στὸ θεολογικὸ προσκήνιο τὴν ὁρολογία τοῦ ᾿Αποστόλου Παύλου καί, προχωρῶντας στὴν κατεύθυνσή της, ἑρμήνευσε τὴ θέωση ὡς ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ «χριστοποίηση». ... Συνέδεσε τὸν ἀγῶνα γιὰ τὴ θέωση μὲ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς ᾿Εκκλησίας κι ἔδειξε ὅτι στὰ ὕψη τῆς θεώσεως μποροῦν νὰ φτάσουν ὅλοι οἱ πιστοί, στὴν ἔρημο ἢ στὸν κόσμο».[23]

 Ἔτσι φανερώθηκε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅπως σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης «ὅτι τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι’ Αὐτοῦ» (Α΄ Ἰω. 4, 9). Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε ὄχι γιὰ νὰ ἐξιλεώσει τὴ θεία δικαιοσύνη, ἀλλὰ γιὰ νὰ θεώσει τὴν ἀνθρωπίνη φύση, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸ πλάσμα Του στὴν ἀρχική του κατάσταση ἀπὸ ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία. Ἄποκαλύπτεται ἔτσι τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο «οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ’ ὅτι Αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν Υἱὸν Αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν» (Α΄ Ἰω. 4, 10). Δὲν θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει σὲ κοινωνία μὲ τὸ Θεό, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως στὸ Χριστό. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἑνωθεῖ τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ «καθ’ ὑπόστασιν» ἕνωση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖνο ποὺ προστέθηκε στὴ διαδικασία εἶναι τὰ Πάθη, ὁ Σταυρὸς καὶ ὁ Θάνατος τοῦ Χριστοῦ.[24]

Τὸ μυστήριο τῆς Θείας Σαρκώσεως χωρὶς προϋπόθεση τὴν παρακοὴ παρέμεινε καὶ μετέπειτα ὡς διδασκαλία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀναπτύσσεται τὸν 18ο αἰῶνα ἀπὸ τὸν θεολόγο καὶ ρήτοραἨλία Μηνιάτη ὡς ἑξῆς: «Τό μέγα μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας, καθὼς εἶναι τὸ ὑψηλότερον, τὸ εὐγενέστερον καὶ τελειότερον ἔργον τῆς δημιουργικῆς θείας σοφίας καὶ δυνάμεως, πρῶτον ἀπὸ κάθε ἄλλο ἐπρομελετήθη καὶ ἐπρογνωρίσθη ἀπὸ τὸν παντέφορον νοῦν τοῦ Θεοῦ. Πρὶν νὰ προορίσει ὁ Θεὸς τὴν πλάσιν ἢ τῶν Ἀγγέλων ἢ τῶν ἀνθρώπων ἤ τινος ἄλλου κτίσματος, προώρισεν εἰς τὴν ἀΐδιόν Του βουλὴν τὴν Σάρκωσιν τοῦ Θείου Λόγου. Ὅθεν ἡ Σάρκωσις τοῦ Θείου Λόγου εἰς τὰς θείας Γραφὰς λέγεται «ἀρχὴ τῶν ὁδῶν Κυρίου» καὶ αὐτὸς ὁ σαρκωθεὶς Θεῖος Λόγος «πρωτότοκος πάσης κτίσεως» κηρύττεται ... τὰ ὁποῖα ἐξηγοῦσι οἱ ἱεροὶ Διδάσκαλοι, πὼς ἐννοοῦνται διὰ τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, ὄχι κατὰ τὴν θεότητα, διατὶ ὡσὰν Θεὸς ὄντας ὁµοούσιος καὶ συναΐδιος µὲ τὸν Πατέρα οὔτε ἐκτίσθη ἀπὸ τὸν Θεὸν οὔτε εἶναι τὸ πρῶτον τῶν κτισµάτων, καθὼς ἐβλασφήµει ὁ Ἄρειος, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα (ἀνθρωπίνην φύσιν), τὴν ὁποίαν, πρὶν ἀπὸ κάθε πρᾶγμα, ἐπροεῖδεν ὁ Θεός ἀρχὴν τῶν θείων του ἀϊδίων ὁρισµῶν, πρῶτον πάντων τῶν ποιηµάτων …».[25]

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ πολυγραφότατος στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ εἰσηγητὴς τῆς «φιλοκαλικῆς» παραδόσεως, στηριζόμενος στὴν πατερικὴ διδασκαλία συμπεραίνει καὶ αὐτὸς ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ δὲν ἦταν συνέπεια τῆς πτώσεως ἀλλὰ ὁ ἀρχικὸς σκοπὸς τῆς δημιουργίας, καθὼς μέσα ἀπὸ αὐτὴν θὰ μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ φθάσει στὴ Θέωση. «Τὸ Μυστήριον αὐτὸ ἦτον», γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, «ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρός, τὸ προηγούμενον θέλημα τοῦ Θεοῦ,... πρώτιστον κινητικὸν αἴτιον ἔχον τὴν ἄπειρον καὶ οὐσιώδη καὶ ὑπεράγαθον ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, μᾶλλον δέ, αὐτὸν τὸν ἐνδότατον πυθμένα τῆς πατρικῆς ἀγαθότητος. Κατὰ δεύτερον δὲ λόγον, αὐτὸ ἦτον ἀναγκαῖον εἰς ὅλα τὰ κτίσματα, νοητὰ καὶ αἰσθητά, ὡς Ἀρχὴ αὐτῶν καὶ Μέσον, καὶ Τέλος. Καὶ Ἀρχὴ μὲν εἶναι πάντων τῶν κτισμάτων, καθ΄ ὅτι ἡ πρόγνωσις καὶ ὁ προορισμὸς τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ ἔγινεν ἀρχὴ καὶ αἰτία τοῦ νὰ προγνωσθοῦν καὶ νὰ προορισθοῦν καὶ νὰ κτισθοῦν πάντα τὰ κτίσματα, κατὰ τό «Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν Αὐτοῦ εἰς ἔργα Αὐτοῦ» (Παροιμ. ηʹ 22-25), ὡς καὶ τὸ «Πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολασ. αʹ,15 -20), περὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου εἰρημένον... »[26]

 Μὲ τὴν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες σταχυολόγηση τῶν θεοπνεύστων πατερικῶν καὶ θεολογικῶν ἐμβαθύνσεων, γίνεται περισσότερο σαφὲς γιὰ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδία μας ὅτι ὁ Θεὸς ταπεινώνεται ἐν χρόνῳ γιὰ νὰ καταστήσει τὸν ἄνθρωπο Θεὸ κατὰ χάριν. Ὅπως γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ Χριστὸς «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών» (Φιλ.2,7). Ἂν καὶ Θεός, δὲν θεωρεῖ τὴν θεότητά Του ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, ἀλλὰ τὰ ἀπαρνεῖται ὅλα, παίρνει δούλου μορφὴ καὶ γίνεται ἄνθρωπος. Παραθέτομε τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ Κυρίλλου: «Ἂν καὶ ὁ Λόγος παρέμεινε κατ’ οὐσίαν ἀμετάβλητος, ἐν τούτοις διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν οἰκειοῦται οἰκονομικῶς πάντα τὰ τοῦ ἀνθρώπου, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, λαμβάνει δούλου μορφὴν καὶ ταπεινώνεται, ὑποβάλλοντας ἑκουσίως τὸν ἑαυτό Του στὰ μέτρα τῆς ἀνθρωπότητος»[27]

Ἡ ὑλοποίηση τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας μαρτυρεῖ τὴν συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κτιστοῦ κόσμου ἀφ΄ἑνὸς καὶ ἀφ΄ἑτέρου τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία πραγματώνεται στὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ Παρθένος Μαρία μὲ ὅλη της τὴ δύναμη, μὲ ὅλη τὴ διάθεση τῆς καρδίας της καὶ μὲ ὅλη της τὴν θέληση ἀποδέχθηκε τὴν θεϊκὴ πρόσκληση νὰ γίνει ἡ μητέρα τοῦ σαρκωμένου Λόγου. Ἡ Ὑπεραγία Μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ προσφορὰ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους στὴν ὑλοποίηση τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας.[28] Ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Βηθλεέμ συγκατένευσε νὰ διακονήσει τὸ ὑπὲρ λόγον μυστήριο ταυτίζοντας τὸ δικό της θέλημα μὲ τὴν βουλὴ τοῦ Θεοῦ καὶ γενόμενη σκεῦος ἐκλογῆς, ὅπου ὁ Δημιουργὸς τῶν ὅλων Θεὸς εὐδόκησε νὰ κατασκευάσει γιὰ τὸν ἑαυτό Του ναὸ καὶ νὰ λάβει σάρκα ὁμοία μὲ ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν παρέδωσε τὴν σάρκα Του στὸ θάνατο, μὲ τὴ χάρη τῆς Ἀναστάσεως ἔλυσε τὸ νόμο τῆς φθορᾶς γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καθὼς ἦταν ὅλοι ὑπεύθυνοι γιὰ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου, κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο[29]. Ὅταν ἡ Παναγία ἀποδέχθηκε τὴ θεϊκὴ πρόταση, «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» (Ἰω. 1,14), σφραγίσθηκε ἡ συνεργασία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Σὲ σχόλιό του ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μεταφέροντας τὴν οὐσία τῆς πατερικῆς διδασκαλίας γράφει : «Συνάγεται λοιπὸν ...ὅτι ἐπειδὴ ὁ Θεὸς προώρισε τὴν Θεοτόκον κατὰ τὴν προαιώνιον Αὐτοῦ εὐδοκίαν ἥτις εἶναι οὐχὶ τὸ ἑπόμενον καὶ κατ΄ἐπακολούθησιν θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ προηγούμενον καὶ κύριον Αὐτοῦ θέλημα, ὡς τὸ ἑρμηνεύει ὁ μέγας Θεσσαλονίκης Γρηγόριος...ὅλος ὁ νοητὸς καὶ αἰσθητὸς κόσμος ἔγινε διὰ τὸ τέλος τοῦτο: ἤτοι διὰ τὴν Κυρίαν Θεοτόκον· καὶ πάλιν ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε διὰ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· καὶ οὕτως ἐτελειώθη ἡ ἀρχαία βουλὴ καὶ ὁ σκοπὸς ὁ πρῶτος τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ νὰ ἀνεκεφαλαιώθησαν τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ καὶ ἡνώθη ἡ κτίσις μὲ τὸν Κτίστην, οὐχὶ φυσικῶς, οὐχὶ προαιρετικῶς καὶ κατὰ χάριν, ἀλλὰ κατ΄αὐτὴν τὴν ὑπόστασιν ὅστις εἶναι ὁ ἀνώτατος βαθμὸς τῆς ἑνώσεως ...»[30].

Ἡ Παναγία ἀπέβαλε τὸ «ἴδιον θέλημα», ὁ Κύριος ἐνδύθηκε τὴν ταπείνωση, ἐνηνθρώπησε καὶ συναναστράφηκε μαζί μας. Γι’ αὐτὸ καί, κατὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησία μας, ὅποιος ἐνδύεται καὶ ἐγκολπώνεται τὸ ταπεινὸν φρόνημα, ἀφομοιώνεται μὲ Ἐκεῖνον, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅταν κατέβηκε ἀπὸ ψηλὰ κάλυψε τὴ λαμπρότητα τῆς μεγαλοσύνης Του καὶ σκέπασε τὴ δόξα Του μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη[31].

Πῶς γίνεται σήμερα ἀποδεκτὴ ὡς πρότυπο ζωῆς ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ὑπακοὴ τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας καὶ πῶς ἐντάσσεται στὴν καθημερινὴ πράξη ἡ «δι΄ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους» Ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου; 

Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ὂν λογικό· μέσῳ τοῦ χαρίσματος τῆς λογικῆς τὸν διαφοροποίησε ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη κτίση, τοῦ ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ σκέπτεται καὶ νὰ προοδεύει πρὸς τὸ ἀγαθό. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τὸν ὀρθολογισμὸ καὶ τὴν ἐπιστήμη στὴν καθημερινὴ ζωὴ γιὰ τὴν πρόοδό του, χωρὶς αὐτὸ νὰ εἶναι ἀπὸ μόνο του κακό. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὅμως, πολλὲς φορές, τίθεται στὸ περιθώριο γιατὶ κυριαρχεῖ ὁ κοῦφος λόγος γραπτὸς ἢ προφορικὸς καὶ ἡ λογική. Τὸ λογικὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἔχοντας ἐλεύθερη βούληση παρεκτρέπεται καί, ὅπως τότε στὸν Παράδεισο παρέβη τὴ θεϊκὴ ἔντολὴ καὶ ἁμάρτησε, ἔτσι καὶ σήμερα ἀγνοεῖ τὸν Λόγο, ἀγνοεῖ τὴν Θεία Σάρκωση ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴ χάρη τῆς Σωτηρίας. Δὲν λαμβάνει ὑπ΄ὄψη του τὶς συνέπειες τῆς παρακοῆς καὶ τῆς ἀποστασίας καὶ ἐμμένει στὴν πτωτικὴ κατάσταση, δέσμιος τῶν παθῶν, τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. 

Γνωρίζει πραγματικὰ ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τὸ μέγεθος τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Σαρκώσεως; Δέχεται ὅτι, μὲ τὴν Σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος καὶ ὁ ἄνθρωπος Θεός; Δύναται νὰ κατευθύνει τὴν ἐπίγειο δράση του βάσει τοῦ ὅτι ὁ ἄκτιστος Θεὸς λαμβάνει ὕλη καὶ ὁ κτιστὸς ἄνθρωπος μετέχει «κατὰ χάριν» τῆς Θεότητος;[32]

Ἀπὸ τὶς εἰδήσεις καὶ τὶς εἰκόνες τοῦ δημοσίου καὶ τοῦ ἰδιωτικοῦ χώρου διαπιστώνομε ὅτι ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ζεῖ σὲ ἕναν παραλογισμό, μέσα σ΄ἕνα κόσμο διαρκῶς μεταβαλλόμενο.Εὔκολα πείθεται ἀπὸ τὶς ἐξαγγελίες διαφόρων ψευδομεσιῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπαγγέλλονται καὶ συστήνουν ἀνθρώπινους καὶ φανταστικοὺς θεούς. Κλονίζεται, ἐπιλέγει συνειδητὰ νὰ ζήσει μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ κατὰ συνέπεια μακριὰ ἀπὸ τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς δωρέες Του. Τὸ ὑπέρμετρα ἐγωϊστικὸ πνεῦμά του δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθεῖ ὅτι τὸ πραγματικὸ συμφέρον γιὰ τὴν ὕπαρξή του δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴ Σωτηρία, τὴν ὁποία παρέχει μόνον ὁ δωρεοδότης Κύριος ὡς ἕνωση μὲ Ἐκεῖνον. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀποβάλλει τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴν καθημερινότητά του καὶ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸ μυστήριο τῆς Κενώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἡ περιστροφὴ γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του δὲν ἐπιτρέπει στὸν ἄνθρωπο, νὰ ἀφεθεῖ ὁλοκληρωτικὰ καὶ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὴν ὕπαρξή του στὸ Θεὸ Λυτρωτή. Στὴν προσπάθεια νὰ ἱκανοποιήσει τὶς ἐπιθυμίες του μὲ τὶς ἀνθρώπινες πεπερασμένες δυνάμεις του προτάσσει ἐγωιστικὰ τὸ προσωπικὸ του θέλημα. Ψάχνει παντοῦ τὴν ἐπιβεβαίωση καὶ τὴν ἱκανοποίηση τοῦ «ἐγώ» του, προκειμένου νὰ αἰσθανθεῖ συγκριτικὰ ἀνώτερος μεταξὺ τῶν συνανθρώπων του. Ἐπιδιώκει τρόπους πλουτισμοῦ ποὺ θὰ τὸν ἀναδείξουν σὲ οἰκονομικὰ ἰσχυρὸ κοινωνικὸ παράγοντα. Ὁ ἐγωιστὴς ὅμως ἄνθρωπος κενὸς καὶ ἀνικανοποίητος, ὁδηγεῖται σὲ ἄλλες ὁδούς, στενὲς καὶ τραχεῖες, ὅπου δὲν βρίσκει λύτρωση καὶ ἀνάπαυση. Παραμένει μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστὸ ἀλλὰ καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ συνάνθρωπό του, τὸν ὁποῖο ὑποβαθμίζει καθὼς οὐσιαστικὰ ἀδιαφορεῖ γι΄ αὐτόν. 

Ὅμως Ἐκεῖνος, ὡς στοργικὸς πατέρας, ἦλθε στὸν κόσμο «ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός» (Λκ. 19,10). Καλεῖ μέσῳ τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας σὲ ταπείνωση ὡς ἀντίδοτο στὸν ἐγωϊσμὸ. Οἱ ταπεινοὶ ἔχουν γνώση τῶν δυνατοτήτων τους ἀλλὰ καὶ τῶν ἀσθενειῶν τους. Τὶς πρῶτες μποροῦν νὰ τὶς ἀξιοποιήσουν καὶ τὶς δεύτερες νὰ τὶς ξεπεράσουν μόνο μὲ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου διότι ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς διαβεβαίωσε, «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθαι ποιεῖν οὐδέν» (Ἰω. 15,5). Κατὰ τὸν Ὅσιο Πορφύριο τὸν Καυσοκαλυβίτη, ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τοῦ ἀπολύτου Φωτός, ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον», καὶ τοῦ σκότους στὸ ὁποῖο θὰ εὑρίσκετο ὁ ἄνθρωπος ἐὰν δὲν τὸν ἐφώτιζε ὁ Θεός[33]. Αὐτὴν τὴ μετάβαση ἀπὸ τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας στὸ φῶς τῆς Σωτηρίας προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ὁ Κύριος μὲ τὴ Σάρκωσή Του, ταπεινούμενος, γενόμενος ἄνθρωπος καὶ ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ἔτσι, ἂν καὶ φαινομενικὰ ἡ ταπείνωση θεωρεῖται ἀδυναμία, ἀναδεικνύεται σὲ ἀρετὴ σωτηρίας, καθὼς ὁ ταπεινὸς ἔχει ἐπίγνωση ὅτι ἡ δύναμη ἀνήκει στὸ Θεὸ καὶ χαρίζεται στὸν ἄνθρωπο. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι τὸ μεγάλο πρότυπο ταπεινοῦ φρονήματος καὶ ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔγινε τὸ θεῖο ὄργανο γιὰ νὰ συντελεσθεῖ τὸ μυστήριο τῆς θείας Ἐνσαρκώσεως, τὸ προορισμένο νὰ ἑνώσει αἰωνίως τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἀπαρχὴ τοῦ σχεδίου γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ πλανηθέντος ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός «ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν· καὶ ὑπέμεινε τὴν παρ΄ ἀνθρώπων ὕβριν ἵνα ἡμεῖς ἀθανασίαν κληρονομήσωμεν»[34]. Ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ χρειάζεται νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας καὶ νὰ συνειδητοποιήσωμε τὸ μέγα μυστήριο, τὸ ὁποῖο βιώνομε καὶ προσκυνοῦμε τὰ Χριστούγεννα. Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, τὸ θεῖο βρέφος τῆς Βηθλεέμ βρίσκεται στὶς ἀγκάλες τῆς Παναγίας Μητέρας Του. Οἱ Ἄγγελοι ὑμνοῦν τὸν ἐν ὑψίστοις Θεό, τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρὸς ποὺ φανερώνεται στοὺς ἀνθρώπους, τὴν εἰρήνη ποὺ ἔρχεται στὴ γῆ. Γεμίζει φῶς ἡ κτίση γιατὶ ὑπάρχει τώρα ἡ δυνατότητα νὰ καταργηθεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ὁ θάνατος. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νὰ καταστεῖ Θεὸς «κατὰ χάριν», πολεμῶντας πρῶτα ἐντός του τὶς ἀδυναμίες καὶ τὴν κακία, ἀποδιώκοντας κάθε ἐπιθυμία βλαβερά. Γιὰ νὰ ζήσουμε τὰ θεῖα γεγονότα, ὁ νοῦς μας πρέπει νὰ εἶναι στραμμένος στὰ θεῖα νοήματα, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης[35]. Μόνον τότε μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ «μέγα καὶ παράδοξον θαῦμα» τῶν Χριστουγέννων καὶ νὰ μετέχωμε μὲ ὅλο τὸ εἶναι μας στὸ μεγάλο μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μας.   

 

[1] Μηναῖον Ἰανουαρίου, Ἁγ. Ἰωάννου Μελῳδοῦ, Θεοτοκίον Στιχηρῶν Ἑσπερινοῦ Συνάξεως Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου (7η Ἰανουαρίου): «Θεὸς Λόγος ἐπεφάνη ἐν σαρκί, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων· ἵστατο βαπτισθῆναι ἐν Ἰορδάνῃ, καὶ ἔλεγεν πρὸς Αὐτὸν ὁ Πρόδρομος· Πῶς ἐκτείνω χεῖρα, καὶ ἅψωμαι κορυφῆς κρατούσης τὰ σύμπαντα; Εἰ καὶ ἐκ Μαρίας ὑπάρχεις βρέφος, ἀλλ᾽ οἶδά Σε Θεὸν προαιώνιον, ἐπὶ γῆς βαδίζεις, ὁ ὑμνούμενος ὑπὸ τῶν Σεραφίμ, καὶ δοῦλος Δεσπότην βαπτίζειν οὐ μεμάθηκα· Ἀκατάληπτε Κύριε, δόξα Σοι». 

[2] Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄ εἰς τὰ Θεοφάνια εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, Γ΄, PG 36 313C : «Ἐφάνη γὰρ Θεὸς ἀνθρώποις διὰ γεννήσεως· τὸ μὲν ὤν, καὶ ἀεὶ ὢν ἐκ τοῦ ἀεὶ ὄντος, ὑπὲρ αἰτίαν καὶ λόγον (οὐδὲ γὰρ ἦν τοῦ Λόγου λόγος ἀνώτερος)· τὸ δὲ δι΄ἡμᾶς γενόμενος ὕστερον, ἵν΄ὁ τὸ εἶναι δούς, καὶ τὸ εὖ εἶναι χαρίσηται· μᾶλλον δέ, ῥεύσαντας ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ εὖ εἶναι διὰ κακίαν, πρὸς αὐτὸ πάλιν ἐπαναγάγῃ διὰ σαρκώσεως. Ὄνομα δέ, τῷ φανῆναι μὲν, Θεοφάνια· τῷ δὲ γεννᾶσθαι, Γενέθλια».

[3] Μηναῖον Δεκεμβρίου, Ὄρθρος 25ης Δεκεμβρίου, Ἁγ. Κοσμᾶ Μελῳδοῦ, α΄τροπάριο α΄ᾠδῆς Κανόνος Χριστουγέννων: «Ῥεύσαντα ἐκ παραβάσεως, Θεοῦ τὸν κατ᾿ εἰκόνα γενόμενον, ὅλον τῆς φθορᾶς ὑπάρξαντα, κρείττονος ἐπταικότα θείας ζωῆς, αὖθις ἀναπλάττει, ὁ σοφὸς Δημιουργός· ὅτι δεδόξασται».

[4] Μ. Ἀθανασίου, Λόγος περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς διὰ σώματος πρὸς ἡμᾶς Ἐπιφανείας Αὐτοῦ, 7, PG 25,108D : «Εἰ δὲ ἅπαξ προλαβούσης τῆς παραβάσεως, εἰς τὴν κατὰ φύσιν φθορὰν ἐκρατοῦντο οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὴν τοῦ κατ᾿ εἰκόνα χάριν ἀφαιρεθέντες ἦσαν, τί ἄλλο ἔδει γενέσθαι; ἢ τίνος ἦν χρεία πρὸς τὴν τοιαύτην χάριν καὶ ἀνάκλησιν, ἢ τοῦ καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος πεποιηκότος τὰ ὅλα τοῦ Θεοῦ Λόγου;». 

[5] Ἁγ.Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, «Λόγος ΛΗ΄», ὅ.π., 325BC.

[6] Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίαςμτφρ. Σταμάτης Χατζησταματίου, ἔκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, 33–42.

[7] Ὅ.π.

[8] «ἐξελέξατο ἡμᾶς ἐν Αὐτῷ πρὸ καταβολῆς κόσμου εἶναι ἡμᾶς ἁγίους καὶ ἀμώμους κατενώπιον Αὐτοῦ, ἐν ἀγάπῃ προορίσας ἡμᾶς εἰς υἱοθεσίαν διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς Αὐτόν, κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος Αὐτοῦ, εἰς ἔπαινον δόξης τῆς χάριτος Αὐτοῦ, ἐν ᾗ ἐχαρίτωσεν ἡμᾶς ἐν τῷ ἠγαπημένῳ,ἐν ᾧ ἔχομεν τὴν ἀπολύτρωσιν διὰ τοῦ αἵματος Αὐτοῦ,...γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος Αὐτοῦ κατὰ τὴν εὐδοκίαν Αὐτοῦ, ἣν προέθετο ἐν Αὐτῷ, εἰς οἰκονομίαν τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν, ἀνακεφαλαιώσασθαι τὰ πάντα ἐν τῷ Χριστῷ... ἐν ᾧ καὶ ἐκληρώθημεν προορισθέντες κατὰ πρόθεσιν τοῦ τὰ πάντα ἐνεργοῦντος κατὰ τὴν βούλησιν τοῦ θελήματος Αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς εἰς ἔπαινον δόξης Αὐτοῦ, τοὺς προηλπικότας ἐν Χριστῷ·...»(Ἐφ α΄4-6, 9-12).

Πρβλ. καὶ «... (ὁ Υἱὸς τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ) ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως, ὅτι ἐν Αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς... τὰ πάντα δι᾿ Αὐτοῦ καὶ εἰς Αὐτὸν ἔκτισται· καὶ Αὐτός ἐστι πρὸ πάντων, καὶ τὰ πάντα ἐν Αὐτῷ συνέστηκε, καὶ Αὐτός ἐστιν ἡ κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς ᾿Εκκλησίας ...»(Κολ α΄ 15 – 18) .

[9] PL 169, 18CD, 20CD, 58,75CD, 84-85. Rupert de Deutz, Les œuvres du Saint-Esprit, T. 1, Introduction par J. Gribomont, Les Éditions du Cerf, S C. 131, 33-39.

[10] ἹεροθέουΜητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, Τὸ ἀπροϋπόθετον τῆς Θείας Ἐνανθρωπήσεως, ἐν Οἱ Δεσποτικές ἑορτές, Θεολογική ἀνάλυση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἱερά Μονή Γενεθλίουτῆς Θεοτόκου (Πελαγίας),Λειβαδιὰ 2018 (5), 465-477, ἐδῶ 467.

[11] ΓΦλωρόφσκυ, ὅ.π.

[12] ἉγΚυρίλλου ἈλεξανδρείαςὍτι εἷς  Χριστός, PG 75, 1321C : «Ἦν οὖν ἀναγκαῖον ἀναμαθεῖν, πειρασμοῦ καταθέοντος τοὺς τῆς εἰς Θεὸν ἀγάπης ἕνεκα κινδυνεύοντας, ὁποίους τινας εἶναι χρὴ τοὺς τὴνεὐκλεᾶ καὶ ἐξαίρετον πολιτείαν καὶ ζωὴν κατορθοῦν ᾐρημένους...». 

[13] ΚΒΣκουτέρη«Μετεωροπορεῖν» καὶ «συμμετεωροπορεῖν» παρὰ τῷ ἁγίῳ Γρηγορίῳ Νύσσης», Θεολογία ΛΘ´, 1968, 425–439 : «Καὶ πάλιν δῆλα δὴ παρέχεται εἰς τὸν ἄνθρωπον ἡ δυνατότης νὰ«συμμετεωροπορῇ» τοῖς ἀγγέλοις καὶ τῷ Θεῷ», 430.

[14] ἉγΚυρίλλου ἈλεξανδρείαςΠερὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ ΜονογενοῦςΗ΄, PG 75, 1425CD :«Αὐτὸς γὰρ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ...τὴν ἀνθρωπείαν φύσιν ἀναλαμβάνει καὶ τὴν οἰκείαν εἰκόνα νεοποιεῖδιαφθαρεῖσαν... οὐ τὴν θείαν φύσιν εὶς ἀνθρωπείαν μεταβαλών, ἀλλὰ τῇ θείᾳ τὴν ἀνθρωπείαν συνάψας· μένωνγὰρ ὃ ἦν γέγονεν ὃ οὐκ ἦν... ».

[15] ΜἈθανασίουΛόγος περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ..., 8, PG 25,109 ΑΒ : «...Καὶ ἰδὼν τὸ λογικὸνἀπολλύμενον γένος καὶ τὸν θάνατον κατ΄αὐτῶν βασιλεύοντα τῇ φθορᾷ...ὁρῶν δὲ καὶ τὴν τῶν ἀνθρώπωνὑπερβάλλουσα κακίαν...».

[16] Ὅ.π. : «...λαμβάνει ἑαυτῷ σῶμα καὶ τοῦτο οὐκ ἀλλότριον τοῦ ἡμετέρου», 

[17] ἉγΚυρίλλου ἈλεξανδρείαςΠερὶ τῆς ἐν Πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καὶ λατρείαςΛόγος θ΄, PG 68, 636CD : « ... Χριστός, τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἔρεισμα, τὸ τῆς ἀληθείας ἑδραίωμα ... ὡς τέλειοςκατὰ φύσιν θεότητος, μείων δὲ αὖ, ὡς ἐν ἀνθρωπίνοις μέτροις ὑποσημαίνεται ... παντέλειος μὲν ... Χριστός, ἐπεί τοι Θεός ἐστιν κατὰ φύσιν... ὑφειμένος διὰ τὸ ἀνθρώπινον». Πρβλ. τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἡσαΐαν, ΙΙ, Α΄11, PG 70, 312D, 313C :«Ὅταν τοίνυν ὁ προφήτης αἰνιγματωδῶς τὸ τοῦ Χριστοῦ μυστήριον ὑποφαίνων...τοῖς τῆς διανοίας ὄμμασιν Αὐτὸν μονογενῆ τοῦ Θεοῦ Λόγον , τὸν δι΄οὗ τὰ πάντα καὶ ἐν ᾧ τὰ πάντα, σεσαρκωμένον τε καὶ ἐνανθρωπήσαντα θεωρῶν, καὶ εἰς ἑκούσιον ἑαυτὸν καθέντα κένωσιν, καὶ τὴν δι΄ἡμᾶς οἰκονομικὴν ἀνατλάντα γέννησιν, φημὶ γὰρ τὴν κατὰ σάρκα καὶ ἐκ γυναικός... Εἶτα γέγονεν ἄνθρωπος ὁ μονογενὴς τοῦ Θεοῦ Λόγος, καίτοι τὸ εἶναι Θεὸς οὐ μεθείς. Ἐπειδὴ δὲ καίτοι γεγονὼς καθ΄ἡμᾶς, ἀνάλωτος ἦν ἁμαρτίαις, ἐπανεπαύσατο τῇ ἀνθρώπου φύσει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὡς ἐν Αὐτῷ καὶ πρώτῳ, καὶ ὡς ἐν ἀπαρχῇ τοῦ γένους δευτέρᾳ, ἵνα καὶ ἡμῖν ἐπαναπαύηται, καὶ μένῃ λοιπὸν ταῖς τῶν πιστευόντων διανοίαις ἐμφιλοχωροῦν». Τοῦ ἰδίου, Περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, PG 75, 1229A : Ὅτε τοίνυν ὁ συναΐδιος τῷ Πατρὶ καὶ πρὸ παντὸς αἰῶνος Υἱὸς καὶ Μονογενὴς ἐν ἐσχάτοις τοῦ αἰῶνος καιροῖς γέγονεν ἄνθρωπος, γεγέννηται δὲ διὰ γυναικός, καὶ ὡρίσθη μὲν υἱός, κεχρημάτικε δὲ καὶ πρωτότοκος ...».

[18] Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία εἰς τὴν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, 3, PG 31, 1461CD -1464Α : «Τί σοι ποιήσομεν, ἄνθρωπε; Μένοντα ἐν τῷ ὕψει τὸν Θεὸν οὐκ ἐπεζήτησας, συγκαταβαίνοντά σοι καὶ διὰ σαρκὸς ὁμιλοῦντα οὐχ ὑποδέχῃ· ἀλλὰ πῶς οἰκειωθῇς τῷ Θεῷ ἐπιζητεῖς τὴν αἰτίαν. Μάνθανε, ὅτι διὰ τοῦτο Θεὸς ἐν σαρκί, ἐπειδὴ ἔδει τὴν καταραθεῖσαν σάρκα ταύτην ἁγιασθῆναι...».

[19] Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ, PG 46, 1132 CD : «... ἐπὶ τῶν ἐσχάτων ἡμερῶν παραγίνεται, ὅτε οὐκ ἦν ὁ συνίων καὶ ἐκζητῶν τὸν θεὸν, ὅτε πάντες ἐξέκλιναν ἅμαἠχρειώθησαν, ὅτε συνεκλείσθη τὰ πάντα εἰς ἁμαρτίαν, ὅτε ἐπλεόνασεν ἡ ἀνομία, ὅτε πρὸς τὸ ἀκρότατον μέτρον ὁ τῆς κακίας ζόφος ηὔξησε, τότε ἐπεφάνη ἡ χάρις, τότε ἡ τοῦ ἀληθινοῦ φωτὸς ἀκτὶς ἐπανέτειλε, τότε ἐπέφανε ὁ τῆς δικαιοσύνης ἥλιοςτοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τότε τὰς πολλὰς κεφαλὰς τοῦ δράκοντος συνέθλασεν ἐπιβὰς τῷ ποδὶ διὰ τῆς ἀνθρωπίνης σαρκὸς καὶ τῇ γῇ προσθλάσας καὶ καταπατήσας».

[20]Ἁγ. Μαξίμου, Περὶ διαφόρων ἀποριῶν...,    εἰς τό, " Καινοτομοῦνται φύσεις, καί Θεός ἄνθρωπος γίνεται"ΡG 91 1308D «... καὶ Θεὸς ἄνθρωπος γίνεται, ἵνα σώσῃ τὸν ἀπολόμενον ἄνθρωπον καὶ τῆς κατὰ τὸ πᾶν καθόλου φύσεως δι’ἑαυτοῦ τὰ κατὰ φύσιν ἑνώσας ρήγματα, καὶ τοὺς καθόλου τῶν ἐπὶ μέρους προφερομένους λόγους, οἷς ἡ τῶν διῃρημένων γίνεσθαι πέφυκεν ἕνωσις, δείξας τὴν μεγάλην βουλὴν πληρώσῃ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς, εἰς ἑαυτὸν ἀνακεφαλαιώσας τὰ πάντα, τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐν ᾧ καὶ ἐκτίσθησαν».

[21] Πρὸς Θαλάσσιον, περὶ διαφόρων ἀποριῶν τῆς Θείας Γραφῆς, Ἐρώτησις ξ ΄ / Ἀπόκρισις, Ρ G 90 620CD, 621AB : «Τὸ τοῦ Χριστοῦ μυστήριον Χριστὸν ὁ τῆς γραφῆς ὠνόμασε λόγος, καὶ μαρτυρεῖ σαφῶς οὑτωσὶ φάσκων ὁ μέγας Ἀπόστολος· τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν νῦν ἐφανερώθη, ταὐτὸν λέγων δηλαδὴ τῷ Χριστῷ τὸ κατὰ Χριστὸν μυστήριον. Φάσκων ὁ μέγας ἀπόστολος· τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν νῦν ἐφανερώθη, ταὐτὸν λέγων δηλαδὴ τῷ Χριστῷ τὸ κατὰ Χριστὸν μυστήριον... Τοῦτό ἐστι τὸ μέγα καὶ ἀπόκρυφον μυστήριον. Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον δι’ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος. Τοῦτό ἐστιν ὁ τῆς ἀρχῆς τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὃν ὁρίζοντες εἶναί φαμεν προεπινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μὲν τὰ πάντα, αὐτὸ δὲ οὐδενὸς ἕνεκεν· πρὸς τοῦτο τὸ τέλος ἀφορῶν τὰς τῶν ὄντων ὁ Θεὸς παρήγαγεν οὐσίας. Τοῦτο κυρίως ἐστὶ τὸ τῆς προνοίας καὶ τῶν προνοουμένων πέρας, καθ’ ὃ εἰς τὸν Θεὸν ἡ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ πεποιημένων ἐστὶν ἀνακεφαλαίωσις. Τοῦτό ἐστι τὸ πάντας περιγράφον τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὑπεράπειρον καὶ ἀπειράκις ἀπείρως προϋπάρχουσαν τῶν αἰώνων μεγάλην τοῦ Θεοῦ βουλὴν ἐκφαῖνον μυστήριον, ἧς γέγονεν ἄγγελος αὐτὸς ὁ κατ’ οὐσίαν τοῦ Θεοῦ Λόγος, γενόμενος ἄνθρωπος... Διὰ γὰρ τὸν Χριστόν, ἤγουν τὸ κατὰ Χριστόν μυστήριον, πάντες οἱ αἰῶνες, καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς τοῖς αἰῶσιν, ἐν Χριστῷ τὴν ἀρχὴν τοῦ εἶναι καὶ τὸ τέλος εἰλήφασιν. Ἕνωσις γὰρ προϋπενοήθη τῶν αἰώνων, ὅρου καὶ ἀοριστίας, καὶ μέτρου καὶ ἀμετρίας, καὶ πέρατος καὶ ἀπειρίας, καὶ κτιστοῦ καὶ κτίσεως, καὶ στάσεως καὶ κινήσεως· ἥτις ἐν Χριστῷ ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων φανερωθέντι γέγονεν...». Βλ. καὶ Ἱερομ. Ἀρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς, Τὸ Μυστήριον τῆς Σωτηρίας κατὰ τὸν Ἅγιον Μάξιμον τὸν Ὁμολογητήν, Κεφάλαιον Τρίτον, «Ἡ Θέωσις ὡς τὸ Τέλος καὶ τὸ Πλήρωμα τῆς Σωτηρίας»: Διατριβὴ Ε.Κ.ΠΑ, Ἀθῆναι 1975. 

[22] Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, ὅ.π.

[23] Παναγιώτου Νέλλα, Λύτρωση ἢ θέωση; Τὸ ἐρώτημα τοῦ Ἀνσέλμου «γιατί ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος» καὶ ὁ Νικόλαος Καβάσιλας, Σύναξη 6/1983, 17-36.

[24] Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, ὅ.π.

[25] Ἠλία Μηνιάτη Ἐπισκόπου Κερνίτσης καὶ Καλαβρύτων, Λόγος εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ. Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως (Ματθ. α΄ 1-25) ἐν Ἠλία Μηνιάτη, Διδαχαὶ καὶ Λόγοι (1716), ἐκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Ἀθήνα 2006, 231–239.

[26] Νικοδήμου Ἀγιορείτου, Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ Ἀοράτου Πολέμου κειμένου σημειώματος, περὶ τῆς Κυρίας ἡμῶν ΘεοτόκουΣυμβουλευτικὸν ἐγχειρίδιον, ἤτοι περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αἰσθήσεων, τυπ. Σ.Ν.Σχοινᾶ, Βόλος 1969, 213-214. Βλ.τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς Ἑπτὰ Καθολικὰς Ἐπιστολάς, Ἑνετίησιν 1806,88 καθὼς καὶ Β. Καλλιακμάνη, Θεολογικά ρεύματα στην Τουρκοκρατία, Θεσσαλονίκη 2009, 273-287.

[27] «Οὐκοῦν, παντέλειος μὲν καὶ ἀπροσδεὴς παντὸς ὁτουοῦν, καὶ γοῦν αὐξήσεως, ὡς Θεός, ὁ ἐκ Πατρὸς Λόγος. Οἰκειοῦταί γε μὴν τὰ ἡμῶν, ἐπεί τοι γέγονε καθ’ ἡμᾶς, ἀλλ’ ἴσμεν ὄντα αὐτὸν καὶ οὕτως ὑπὲρ ἡμᾶς ὡς Θεόν. Τολμᾷ γοῦν ὁ Παῦλος, καίπερ εἰδὼς ὅτι γέγονε σάρξ, ταῖς τῆς θεότητος ὑπεροχαῖς ἐνορῶν, ἔσθ’ ὅτε, οὐδὲ ἄνθρωπον αὐτὸν εἶναι ἐνιαχοῦ λέγειν· ἐπιστέλλει γοῦν τοῖς ἐκ Γαλατίας· «Παῦλος ἀπόστολος οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι’ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ.» Καὶ μὴν καὶ ἑτέρωθι· «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν τὸ Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ, ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον. Οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὐδὲ ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ.» Quod unus sit Christus Dialog., Theol. G.-M. de Durand, Cyrille d'Alexandrie. Deux dialogues christologiques [Sources chrétiennes 97. Paris: Éditions du Cerf, 1964: 302-514. Βλ. Θεοδώρου Χριστολογικὴ ὁρολογία καὶ διδασκαλία Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶΘεοδωρήτου Κύρου, Διδακτορικὴ Διατριβή, Ἀθῆναι 1955, 79.

[28] Μηναῖον Δεκεμβρίου, «Τί Σοι προσενέγκωμεν Χριστέ… Ἡμεῖς δὲ μητέρα Παρθένον…». Ἰδιόμελο Ἑσπερινοῦ τῶν Χριστουγέννων.

[29] Μ. Ἀθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς διὰ σώματος Ἐπιφανείας Αὐτοῦ, 8, PG 25, 109 CD : «...Οὐ γὰρ ἁπλῶς ἠθέλησεν ἐν σώματι γενέσθαι, οὐδὲ μόνον ἤθελε φανῆναι· ἐδύνατο γάρ, εἰ μόνον ἤθελε φανῆναι, καὶ δι’ ἑτέρου κρείττονος τὴν θεοφάνειαν αὐτοῦ ποιήσασθαι· ἀλλὰ λαμβάνει τὸ ἡμέτερον, καὶ τοῦτο οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ’ ἐξ ἀχράντου καὶ ἀμιάντου, ἀνδρὸς ἀπείρου παρθένου, καθαρὸν καὶ ὄντως ἀμιγὲς τῆς ἀνδρῶν συνουσίας. Αὐτὸς γὰρ δυνατὸς ὢν καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων, ἐν τῇ Παρθένῳ κατασκευάζει ἑαυτῷ ναὸν τὸ σῶμα, καὶ ἰδιοποιεῖται τοῦτο ὥσπερ ὄργανον, ἐν αὐτῷ γνωριζόμενος καὶ ἐνοικῶν· καὶ οὕτως ἀπὸ τῶν ἡμετέρων τὸ ὅμοιον λαβών, διὰ τὸ πάντας ὑπευθύνους εἶναι τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ, ἀντὶ πάντων αὐτὸ θανάτῳ παραδιδούς, προσῆγε τῷ Πατρί, καὶ τοῦτο φιλανθρώπως ποιῶν, ἵνα, ὡς μὲν πάντων ἀποθανόντων ἐν αὐτῷ λυθῇ ὁ κατὰ τῆς φθορᾶς τῶν ἀνθρώπων νόμος, ἅτε δὴ πληρωθείσης τῆς ἐξουσίας ἐν τῷ κυριακῷ σώματι, καὶ μηκέτι χώραν ἔχοντος κατὰ τῶν ὁμοίων ἀνθρώπων· ὡς δὲ εἰς φθορὰν ἀναστρέψας τοὺς ἀνθρώπους πάλιν εἰς τὴν ἀφθαρσίαν ἐπιστρέψῃ καὶ ζωοποιήσῃ τούτους ἀπὸ τοῦ θανάτου». 

[30]Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Βιβλίον ψυχωφελέστατον καλούμενον Ἀόρατος Πόλεμος», ἐκδ. Φῶς, Ἀθῆναι 1977, Κεφ. μθ΄ Τρόπος προσευχῆς διὰ μέσου τῆς Θεοτόκου Μαρίας, 174-175. Στὴ διατύπωσή του Ἁγίου Νικοδήμου γιὰ τὴν ἀποστολὴ τῆς Παναγίας ἀσκήθηκε πολεμικὴ ἀπὸ τὸν ἅγιο ἱεροδιδάσκαλο Ἀθανάσιο Πάριο στὴν ὁποία ὁ συγγραφεὺς ἀπήντησε μὲ τὸ προαναφερθὲν (βλ. σημ. 26) ἔργο του «Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ Ἀοράτου Πολέμου κειμένου σημειώματος, περὶ τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου». Βλ. καὶ Ἱεροθέου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου, ὅ.π.

[31] Ἁγ. Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, Μετ. στὰ Νεοελληνικὰ Γ. Πινακούλας καὶ Δ. Κουτσούγερας, ἐκδ. Ἐν Πλῷ, Ἀθήνα 2019,403 : Λόγος ΞΗ΄, «Πόσο μεγάλη τιμὴ ἔχει ἡ ταπεινοφροσύνη, καὶ πόσο ἀνώτερος εἶναι ὁ βαθμός της».

[32] Βλ. Antony Bloom, Ο Ευάλωτος Θεός. Το μυστήριο της Γέννησης του Σωτήρα, Ἐκδ. «Ἐν πλῷ», Αθήνα, 2008, 32.

[33] Ἱ. Γ. Ἡσυχαστήριον «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Ἀπὸ τὸ σημειωματάριο ἑνὸς ὑποτακτικοῦ, 2016.

[34]Μ. Ἀθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς διὰ σώματος Ἐπιφανείας Αὐτοῦ, 54, PG 25, 192Β.

[35]Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Περὶ προσευχῆςΣουρωτὴ Θεσσαλονίκης, 2012, 195-196.

Ἐπὶ τὰς πηγάς /
Zu den Quellen


24. März 2024: Erster Fastensonntag

Schriftlesungsarchiv

Previous MonthNext Month
Μάρτιος 2021
Δευ Τρι Τετ Πεμ Παρ Σαβ Κυρ
1
2
3
4
5
6
7
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
31

Ἡ συμβολή σας


Μέ τήν ἱστορική γιά τόν Ἑλληνισμό στήν Αὐστρία σημασία καί τή πλούσια δραστηριότητα στό φιλαν-θρωπικό, ἀνθρωπιστικό καί πολιτιστικό ἐπίπεδο, ἡ Μη- τρόπολη Αὐστρίας στρέφε- ται σέ ἐσᾶς ἀναζητώντας ἐνίσχυση στό ἔργο της. 

Ἐνημερωθεῖτε!

Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογεῖ

Legetøj og BørnetøjTurtle