Ἡ Ἑλληνική Ἐθνική Σχολή τῆς Βιέννης. Δύο αἰῶνες ἀδιάλειπτης προσφορᾶς εἰς τήν Παιδεία τοῦ Γένους

Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐθνικὴ Σχολὴ τῆς Βιέννης.  
Δύο αἰῶνες ἀδιάλειπτης προσφορᾶς εἰς τὴν Παιδεία τοῦ Γένους 
Μητροπολίτου Αύστρίας
Ὑπερτίμου καὶ Ἐξάρχου Οὑγγαρίας καὶ Μεσευρώπης 
κ.κ. Ἀρσενίου 


Ἡ Βιέννη[1], ἡ πρωτεύουσα τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Δημοκρατίας τῆς Αὐστρίας καὶ πολυπληθέστερη πόλη της, ἀποτελεῖ διαχρονικὰ σπουδαῖο πολιτιστικὸ καὶ πολιτικὸ κέντρο τῆς Εὐρώπης, καθὼς καὶ σημαντικὸ ἐκκλησιαστικό, ἐκπαιδευτικὸ καὶ πολιτιστικὸ κέντρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων.

 

Ἤδη ἀπὸ τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα μαρτυροῦνται οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἑλληνικῆς παρουσίας γενικότερα στὴν Αὐστρία ἀλλὰ καὶ εἰδικότερα στὴ Βιέννη. Ὡστόσο, ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ περίοδο, μὲ τὴ σύναψη γάμων μεταξὺ Αὐστριακῶν Ἡγεμόνων καὶ Βυζαντινῶν Πριγκιπισσῶν, ἑδραιώθηκε ἡ ἑλληνικὴ καὶ ὀρθόδοξη παρουσία στὴν περιοχὴ τῆς Αὐστρίας καὶ γενικότερα στὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 12ου καὶ 13ου αἰῶνα[2]. 

Μερικοὺς αἰῶνες ἀργότερα, μετὰ τὴ δεύτερη πολιορκία τῆς Βιέννης ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς (1683) καὶ τὶς ἐπακόλουθες συνθῆκες εἰρήνης τοῦ Κάρλοβιτς (1699), τοῦ Πασάροβιτς (1718) καὶ τοῦ Βελιγραδίου (1739), ἡ Βιέννη ἄρχισε νὰ ἀποτελεῖ πόλο ἕλξης τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν Ὀθωμανικὴ Αὐτοκρατορία γιὰ ἐμπορικούς καὶ οἰκονομικούς λόγους, διότι οἱ προαναφερθεῖσες συνθῆκες ἐξασφάλισαν τὸ ἄνοιγμα ἐμπορικῶν ὁδῶν μεταξὺ τῶν δύο αὐτοκρατοριῶν, δηλαδὴ μεταξὺ τῆς τότε Μοναρχίας τῶν Ἀψβούργων καὶ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας[3]. 

Ἡ Βιέννη, ἡ πρωτεύουσα τῆς τότε Ἀψβουργικής Αὐτοκρατορίας, ὑπῆρξε σπουδαῖο πνευματικὸ καὶ ἐμπορικὸ κέντρο καὶ ἀποτέλεσε σημαντικὸ πόλο ἕλξης γιὰ τοὺς ἑλληνόφωνους ὀρθόδοξους χριστιανούς ἐμπόρους τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, κυρίως ἀπὸ τόν 17ο αἰῶνα καὶ ἑξῆς, λόγῳ τῆς σύναψης τῶν προαναφερθεισῶν διπλωματικῶν συνθηκῶν ποὺ ὑπογράφηκαν μεταξὺ τῶν τότε Μεγάλων Δυνάμεων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης[4].

Γιὰ τοὺς ὀρθόδοξους Ἕλληνες, ποὺ ἐγκαταστάθηκαν καὶ ἀσχολοῦνταν ἐπαγγελματικὰ μὲ τὸ ἐμπόριο στὴν Ἀψβουργικὴ Αὐτοκρατορία, ἡ Βιέννη ἀναδείχθηκε σὲ σπουδαῖο οἰκονομικὸ καὶ ἐμπορικὸ κέντρο[5]. Ἀπὸ τὶς σημαντικότερες ἑλληνικὲς οἰκογένειες ποὺ διαβίωναν καὶ δραστηριοποιοῦνταν στὴν Ἀψβουργικὴ πρωτεύουσα ἦταν οἱ οἰκογένειες Δούμπα[6], Σίνα[7] καὶ πολλὲς ἄλλες, οἱ ὁποῖες κατάγονταν ἀπὸ διάφορες περιοχὲς τῆς Ἠπείρου, τῆς Θεσσαλίας, τῆς Μακεδονίας καὶ ἄλλες γεωγραφικὲς περιοχὲς τῆς Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης. 

Παράλληλα, ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα ἡ Βιέννη, ἀποτέλεσε ὄχι μόνο σπουδαῖο οἰκονομικὸ καὶ ἐμπορικὸ κέντρο τῶν Ἑλλήνων ποὺ δραστηριοποιοῦνταν στὴν πρωτεύουσα τῆς Ἀψβουργικῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλὰ καὶ σημαντικὴ κοιτίδα τῆς πνευματικῆς ἄνθησης τοῦ Ἑλληνισμοῦ ποὺ διαβίωνε στὰ ἐδάφη τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης. 

Ἡ πνευματικὴ ἄνθηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ἡ ἐπαφῇ του μὲ τὶς ἰδέες τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ[8], ἰδιαίτερα στὶς ἑλληνικὲς παροικίες ποὺ βρίσκονταν ἐκτὸς τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, διαμόρφωσε τὶς κατάλληλες συνθῆκες γιὰ τὴ δημιουργία ἑνὸς πνευματικοῦ κινήματος ποὺ ὀνομάστηκε Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός[9], ὁ ὁποῖος ἀναπτύχθηκε ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου μέχρι καὶ τὴν πρώτη δεκαετία τοῦ 19ου αἰῶνα σὲ διαφορετικὸ πολιτειακὸ καὶ θρησκευτικὸ πλαίσιο ἀπὸ ἐκεῖνο τῆς Εὐρώπης, μεταφέροντας τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ στὸν ἑλληνικὸ πνευματικὸ χῶρο. Ἀποτέλεσμα τῆς διάδοσης τῶν ἰδεῶν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἦταν ἡ στροφὴ τοῦ ἐνδιαφέροντος πρὸς τὰ θέματα τῆς ἀγωγῆς, τῆς προαγωγῆς τῶν ζωντανῶν γλωσσῶν, τῆς ἀνεξιθρησκίας, τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὀρθοῦ λόγου, τοῦ ἐλεύθερου στοχασμοῦ, τῶν ἐπιστημῶν κ.λπ.[10].  

Σ’ αὐτήν τὴν ἐποχῇ τῶν πνευματικῶν, πολιτικῶν καὶ κοινωνικῶν ζυμώσεων, ἡ Βιέννη ἀποτέλεσε μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες παροικίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ διαβίωνε ἐκτὸς τῶν ἐδαφῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ἕλληνες τῆς Βιέννης, ἀφοῦ κατάφεραν νὰ ἐξασφαλίσουν τὴ χορήγηση τῶν ἀπαραίτητων αὐτοκρατορικῶν προνομίων[11], ὀργανώθηκαν σὲ δύο ἑλληνικὲς ὀρθόδοξες ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες, στὴν κοινότητα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου[12] τῶν Ἑλλήνων Ὀθωμανῶν ὑπηκόων, μὲ κέντρο τόν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καθὼς καὶ στὴν κοινότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος[13] τῶν Ἑλλήνων καὶ Βλάχων καισαροβασιλικῶν Αὐστριακῶν ὑπηκόων, μὲ κέντρο τόν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδας. Οἱ δύο αὐτὲς κοινότητες ἀναδείχτηκαν σὲ πολὺ σύντομο χρονικὸ διάστημα σὲ σπουδαῖα κέντρα τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης τοῦ εὐρύτερου Ἑλληνισμοῦ ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα. 

Παράλληλα, μὲ τὴ δημιουργία τῶν δύο ἑλληνικῶν κοινοτήτων ἀναπτύχθηκε μιὰ ἔντονη πνευματικὴ δραστηριότητα[14] μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τὸ φωτισμὸ τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων, ὥστε αὐτοὶ νὰ διεκδικήσουν τὴν ἀπελευθέρωσή τους ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ κυριαρχία. Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε κυρίως μὲ τὴν τύπωση, ἔκδοση καὶ κυκλοφορία διαφόρων βιβλίων[15] καὶ ἐφημερίδων[16].  

Ἰδιαίτερο ρόλο διαδραμάτισαν στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα, ἡ ἵδρυση τυπογραφείων ἀπὸ τόν Γεώργιο Βεντότη ἢ ἀλλιῶς Βενδότη[17], καθὼς καὶ ἀπὸ τοὺς ἀδερφούς Μαρκίδες Πούλιου[18], οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν στενοὶ συνεργάτες τοῦ Ρήγα Βελεστινλή[19].  Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο τῶν πνευματικῶν διεργασιῶν γιὰ τὴν ἀνάπτυξη καὶ ἐνίσχυση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας μέσῳ τῶν ἰδεῶν Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, οἱ Ἕλληνες ἔμποροι τῆς Βιέννης μεριμνοῦσαν γιὰ τὴν ἐγκύκλια μόρφωση τῶν παιδιῶν τους καὶ προχωροῦσαν στὴν πρόσληψη Ἑλλήνων μορφωμένων διδασκάλων, ὥστε νὰ παραδίδουν κατ’ οἶκον μαθήματα ἑλληνικῆς γλώσσας, θρησκευτικῶν, γραφῆς, ἀνάγνωσης, μαθηματικῶν καὶ ἄλλων μαθημάτων στὰ παιδιὰ τους[20]. Μεταξὺ αὐτῶν τῶν λογίων ποὺ δίδαξαν ἰδιωτικὰ στὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα στὴ Βιέννη συγκαταλέγονται ὁ Γρηγόριος Κωνσταντάς[21], ὁ Πολυζώης Κοντός[22] καὶ πολλοὶ ἄλλοι. 

Ἐν τῷ μεταξύ, στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ πιὸ συγκεκριμένα τὸ ἔτος 1801, οἱ Ἕλληνες τῆς Βιέννης ἀποφάσισαν νὰ ἱδρύσουν ἑλληνικὸ σχολεῖο γιὰ τὴν μόρφωση τῶν παιδιῶν τους, τὰ ὁποῖα μέχρι ἐκείνη τὴν περίοδο διδάσκονταν τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὸ σπίτι τους. Εἰδικότερα, στὴ Γενικὴ Συνέλευση τῆς κοινότητας τῆς Ἁγίας Τριάδας, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὶς 10 Μαρτίου 1801, ἀποφασίστηκε ἡ ἵδρυση ἑλληνικοῦ σχολείου, τὸ ὁποῖο θὰ ἐνισχυόταν οἰκονομικὰ ἀπὸ διάφορες χορηγίες καὶ κληροδοτήματα προερχόμενα ἀπὸ εὔπορους Ἕλληνες τῆς Βιέννης[23].

Σὲ μία δεύτερη συνεδρίαση τῆς συνέλευσης τῆς κοινότητας τῆς Ἁγίας Τριάδας στὶς 13 Μαρτίου 1801, ἀποφασίστηκε ὅτι οἱ Ἕλληνες χορηγοὶ ποὺ μερίμνησαν γιὰ τὴ δημιουργία καὶ ἐνίσχυση τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπηρετήσουν ὡς ἐπόπτες ἢ ἀλλιῶς ἔφοροι[24]. Ἐπιπρόσθετα, στὴ συγκεκριμένη γενικὴ συνέλευση ἀποφασίστηκε τὸ σχολεῖο νὰ στεγάζεται στὸ δεύτερο ὄροφο τοῦ κτιρίου τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Τριάδας[25]. 

Λίγο καιρὸ ἀργότερα, στὶς 19 Μαΐου 1804 ὁ Αὐτοκράτορας Φραγκίσκος Α΄ τῆς Αὐστρίας (1768-1835) χορήγησε ἐπίσημο αὐτοκρατορικὸ διάταγμα ποὺ ἀφοροῦσε τὴν Ἑλληνικὴ Ἐθνικὴ Σχολή, παραχωρῶντας αὐτοκρατορικὰ προνόμια[26] γιὰ τὴν ἵδρυση, ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς στὴ Βιέννη. 

Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Φραγκίσκος Α΄ παραχώρησε τὸ δικαίωμα στὴν ἑλληνικὴ κοινότητα τῆς Ἁγίας Τριάδας τῶν Αὐστριακῶν ὑπηκόων νὰ ἱδρύσει ἑλληνικὸ σχολεῖο, ἀποφασίστηκε ὅτι τὸ σχολεῖο αὐτὸ θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τῶν αὐστριακῶν κρατικῶν ἀρχῶν. Πιὸ συγκεκριμένα, σύμφωνα μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ διάταγμα ποὺ ἀφοροῦσε τὴν ἵδρυση καὶ λειτουργία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς, ἡ ἐποπτεία καὶ ἡ διοίκηση τοῦ σχολείου ἀνατέθηκε στὴν κοινότητα τῆς Ἁγίας Τριάδας, ἡ ὁποία μποροῦσε νὰ ἐκλέγει τρία μέλῃ ἀπὸ τὰ συμμετέχοντα μέλῃ της, τὰ ὁποῖα θὰ ἐνεργοῦσαν ὡς ἔφοροι τοῦ σχολείου, πάντοτε μὲ τὴ συνεργασία τῶν αὐστριακῶν κρατικῶν ἀρχῶν[27]. Ἐπιπρόσθετα, στὸ διάταγμα ἀναφέρονταν ὅτι τὸ σχολεῖο θὰ στεγαζόταν στὸ δεύτερο ὄροφο τοῦ κτιρίου τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Τριάδας, θὰ εἶχε φωτεινὲς καὶ εὐρύχωρες αἴθουσες καὶ θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργεῖ μέχρι τέσσερεις σχολικὲς τάξεις γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς διδασκαλίας τῶν μαθητῶν καὶ τῶν μαθητριῶν[28]. 

Οἱ μαθητὲς καὶ οἱ μαθήτριες τοῦ σχολείου θὰ διδάσκονταν θρησκευτικά, ἀνάγνωση, γραφῇ, ἀριθμητική, ἑλληνικὴ γλῶσσα, καθὼς καὶ ἄλλα μαθήματα, ἐνῶ οἱ δάσκαλοι τοῦ σχολείου θὰ ἔπρεπε νὰ διακρίνονται γιὰ τὶς ἠθικὲς ἀρχὲς καὶ ἀξίες τους, καθὼς καὶ νὰ ἐξετάζονται γιὰ κατάλληλες παιδαγωγικὲς δεξιότητες ἀπὸ τὴν ἁρμόδια ἀρχὴ πρίν ἀπὸ τὴν πρόσληψή τους[29]. Παράλληλα, οἱ ἐκπαιδευτικοὶ θὰ ἔπρεπε νὰ γνωρίζουν τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ γερμανικὴ γλῶσσα, ἐνῶ ἡ ἐνοριακὴ ἐπιτροπὴ τῆς Ἁγίας Τριάδας, ποὺ ἦταν ὑπεύθυνη γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴ λειτουργία τοῦ σχολείου, εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ προτείνει, νὰ δέχεται καὶ νὰ ἀπολύει δασκάλους μὲ τὴν τελικὴ ἀπὸ φαση νὰ ἀνήκει ὡστόσο στὶς ἁρμόδιες αὐστριακὲς κρατικὲς ἀρχές[30]. Τὰ σχολικὰ βιβλία ἔπρεπε νὰ εἶναι δίγλωσσα, δηλαδὴ νὰ περιέχουν ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ τὸ γερμανικὸ κείμενο καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὸ ἑλληνικὸ κείμενο, ὥστε νὰ καλλιεργεῖται παράλληλα ἡ ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς καὶ γερμανικῆς γλώσσας στοὺς μαθητὲς καὶ στὶς μαθήτριες τοῦ σχολείου[31]. 

Λίγα χρόνια ἀργότερα μετὰ τὴν ἐπίσημη λειτουργία τοῦ σχολείου, δημιουργήθηκε ξεχωριστὸ ἑλληνικὸ τμῆμα μέσα στὸ σχολεῖο, ὥστε νὰ καταστεῖ τὸ σχολεῖο ἑλκυστικὸ γιὰ τὰ ἑλληνόπουλα ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες καὶ γενικότερα ἀπὸ τὸ γεωγραφικὸ χῶρο τῆς Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης[32]. 

Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ προαναφερθεῖσα χορήγηση αὐτοκρατορικῶν προνομίων σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἐπίσημη κρατικὴ ἀναγνώριση καὶ ὑποστήριξη βοήθησε στὴν εὔρυθμη ὀργάνωση καὶ λειτουργία τοῦ σχολείου μέσα ἀπὸ τὴ στελέχωση τοῦ ἀπὸ κατάλληλους ἐκπαιδευτικούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὶς ἰδέες τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ὑπῆρξαν φορεῖς τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ.  

Μεταξὺ αὐτῶν τῶν λογίων ποὺ δίδαξαν κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰῶνα στὴν Ἑλληνικὴ Ἐθνικὴ Σχολὴ τῆς Βιέννης συγκαταλέγονται οἱ σπουδαῖοι διδάσκαλοι καὶ λόγιοι τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, ὁ Δημήτριος Νικολάου Δάρβαρης[33], Ἄνθιμος Γαζής[34], Νεόφυτος Δούκας[35], Θεόκλητος Φαρμακίδης[36], Μισαήλ Ἀποστολίδης[37], Βασίλειος Παπαευθυμίου[38], Κωνσταντῖνος Κούμας[39], Ἀθανάσιος Σταγειρίτης[40] καὶ πολλοὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν πλούσια συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δραστηριότητὰ τους, μετέφεραν τὶς ἰδέες τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ στὸν ἑλληνικὸ πνευματικὸ χῶρο, καθὼς καὶ στὶς παροικίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη καὶ στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες. 

Σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ 19ου αἰῶνα, ἡ Ἑλληνικὴ Ἐθνικὴ Σχολὴ λειτούργησε χωρὶς ἰδιαίτερα προβλήματα μὲ τὴ μέριμνα καὶ τὴν προστασία τῶν Ἑλλήνων κατοίκων τῆς Βιέννης, οἱ ὁποῖοι διακατέχονταν ἀπὸ μία φιλόμουση καὶ φιλεκπαιδευτικὴ δραστηριότητα[41]. 

Κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20ου αἰῶνα ἀναδιοργανώθηκε τὸ σχολικὸ σύστημα τοῦ σχολείου μέσῳ ὁρισμένων διατάξεων. Ὡστόσο, οἱ ἀναταραχὲς ποὺ προκλήθηκαν ὡς ἀποτέλεσμα τῶν πολιτικῶν καὶ στρατιωτικῶν γεγονότων τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918), ἐπηρέασαν σημαντικὰ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴ λειτουργία τοῦ σχολείου. Εἰδικότερα, στὶς 20 Ἰουλίου 1920, ἡ ἐνοριακὴ ἐπιτροπὴ τῆς κοινότητας τῆς Ἁγίας Τριάδας ἐνημέρωσε τόν τότε διευθυντὴ τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου, Δρ. Εὐγένιο Ζωμαρίδη, γιὰ τὸ γεγονός ὅτι σὲ συνεδρίαση ποὺ πραγματοποιήθηκε στὶς 7 Ἰουλίου 1920 εἶχε ἀποφασιστεῖ, ὅτι λόγῳ τῶν σημαντικῶν δυσκολιῶν καὶ τῆς ἔλλειψης μαθητῶν καὶ μαθητριῶν ἑλληνικῆς ὑπηκοότητας, θὰ ἔπρεπε νὰ κλείσει προσωρινὰ τὸ σχολεῖο γιὰ τὸ σχολικὸ ἔτος 1920-1921[42]. 

Λίγους μῆνες ἀργότερα, στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1920, ἡ κοινότητα τῆς Ἁγίας Τριάδας ἀνέφερε στὴν ἀνώτερη σχολικὴ ἀρχὴ ὅτι τὸ σχολεῖο δέν θὰ λειτουργοῦσε πλήρως ὡς δημοτικὸ σχολεῖο[43]. Ἔτσι, τὸ σχολεῖο συνέχισε νὰ λειτουργεῖ ὡς συμπληρωματικὸ ἀπογευματινὸ σχολεῖο καὶ ἡ λειτουργία τοῦ σχολείου περιορίστηκε στὴ διδασκαλία τῶν θρησκευτικῶν καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, καθὼς οἱ μαθητὲς καὶ οἱ μαθήτριες παρακολουθοῦσαν τὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση στὰ γενικὰ αὐστριακὰ δημοτικὰ σχολεῖα. 

Ὁρόσημο ἔτος ἀποτελεῖ τὸ 1936, διότι ἐκείνη τὴ χρονικὴ περίοδο τὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο ἐγγράφηκε ὡς γλωσσικὸ σχολεῖο στὴν ἕνωση ἰδιωτικῶν διδακτικῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων τοῦ Αὐστριακοῦ κράτους[44]. Ἐν τῷ μεταξύ, ἐκείνη τὴ χρονικὴ περίοδο ἀνέλαβε ἐφημεριακὰ καθήκοντα στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδας ὁ τότε Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσίτερ[45], κατὰ σάρκα ἀνεψιός τοῦ ἁγίου ἐθνοϊερομάρτυρα Χρυσοστόμου Καλαφάτη Μητροπολίτη Σμύρνης, ὁ ὁποῖος ἐργάστηκε μὲ ἀμείωτο ἐνδιαφέρον καὶ ἰδιαίτερο ἱεραποστολικὸ ζῆλο γιὰ τὴν εὔρυθμη ὀργάνωση καὶ λειτουργία τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μεσοπολέμου (1918-1939) καὶ τῶν δύσκολων ἐτῶν τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945)[46]. 

Ἀργότερα, μετὰ τὸ τέλος τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[47] καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστρίας τὸ ἔτος 1963[48], ἡ Ἑλληνικὴ Ἐθνικὴ Σχολὴ συνέχισε νὰ βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ πρώτου ἐκλεγμένου Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Τσίτερ[49]. Ακολούθως, το 1991, μετὰ την οικειοθελὴ παραίτηση για λόγους υγείας του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Τσίτερ, τον διαδέχθηκε ο τότε επίσκοπος Χριστουπόλεως Μιχαήλ Στάϊκος[50], βοηθός Ἐπίσκοπος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστρίας, ὁ ὁποῖος διαποίμανε θεοφιλῶς το χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς ἐπαρχίας ἕως τὸ 2011, ἔτος τῆς ἐκδημίας του. 

Ὁ μακαριστός μητροπολίτης και προκάτοχός μας Μιχαήλ συνέχισε μὲ ἀμείωτο ἐνδιαφέρον καὶ ἔντονο ζῆλο νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ μόρφωση τῶν νέων ὁμογενῶν, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ὁμαλὴ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς. Ἡ προσωπική του μέριμνα γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς ἑλληνορθόδοξης παιδείας μέσῳ τῆς ἀπρόσκοπτης συνέχισης τῆς λειτουργίας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς στὴ μητροπολιτικὴ ἕδρα τῆς ἐπαρχίας ὑπῆρξε ἀδιαμφισβήτητο γεγονός[51]. Ὁ ἴδιος ὑπῆρξε ἄξιος συνεχιστής τοῦ ἔργου τοῦ ἀειμνήστου Χρυσοστόμου. 

Εἰδικότερα, οἱ μακαριστοὶ προκάτοχοὶ μας Χρυσόστομος καὶ Μιχαήλ, μὲ τὴ συμπαράσταση τοῦ αὐστριακοῦ κράτους και τὴ στήριξη τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, μερίμνησαν γιὰ τὴν ὁμαλὴ λειτουργία καὶ διοίκηση τοῦ σχολείου. Ἡ ἀνύστακτη μέριμνὰ τους γιὰ τὴν ὁμαλὴ λειτουργία καὶ συνέχιση τοῦ ἔργου τοῦ ἀρχαιότερου σὲ λειτουργία ἑλληνικοῦ σχολείου τῆς Διασπορᾶς μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μὲ κέντρο πάντοτε τὴ Μητρόπολη καὶ τὶς δύο ἑλληνικὲς κοινότητες στὴ Βιέννη, ἀποτελεῖ τὸ ἐπιστέγασμα τῆς μέριμνας καὶ τοῦ μόχθου τῶν προκατόχων μας. Ἐπιπρόσθετα, ἡ διδασκαλία τῶν ἑλληνικῶν ἐγκύκλιων μαθημάτων, ἡ ἐνίσχυση τῆς ἑλληνορθόδοξης συνείδησης καὶ ταυτότητας τῶν μαθητῶν καὶ μαθητριῶν, ἡ στελέχωση τοῦ σχολείου μὲ κατάλληλους ἐκπαιδευτικούς, ὁ σχεδιασμός καὶ ἡ πρακτικὴ ἐφαρμογὴ κατάλληλων προγραμμάτων σπουδῶν, ἡ ὀργάνωση καὶ ἡ διδασκαλία τῶν μαθημάτων, ἡ διοργάνωση σχολικῶν ἐκδηλώσεων καὶ ἄλλων δραστηριοτήτων ἀποτέλεσαν τοὺς βασικούς πυλῶνες γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς ἑλληνορθόδοξης συνείδησης καὶ ταυτότητας, καθὼς καὶ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἑλληνορθόδοξης παιδείας στοὺς μαθητὲς καὶ στὶς μαθήτριες. 

Μετὰ τὴν ἐκδημία τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου μας Μητροπολίτη Μιχαήλ Στάϊκου, ὁ γράφων ἐξελέγη Μητροπολίτης Αὐστρίας καὶ Ἔξαρχος Οὑγγαρίας καὶ Μεσευρώπης[52] ὡς διάδοχος τοῦ ἀειμνήστου Μιχαήλ. μὲ τὴν ἀνάληψη τῶν νέων ἀρχιερατικῶν καθηκόντων, ἀποφασίσαμε νὰ ξεκινήσει ἐπειγόντως μία ἀναγκαία ἀνακαίνιση τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου. Ὁ σχεδιασμός βάσει ἐπιστημονικῶν ἀναλύσεων ξεκίνησε τὸ 2012 σὲ συνεργασία μὲ τὴν Ὁμοσπονδιακὴ Ὑπηρεσία Μνημείων τῆς Αὐστρίας καὶ ἡ ἐκτέλεση τῶν ἔργων ἀνακαίνισης πραγματοποιήθηκαν τὸ ἔτος 2013. Εἰδικότερα, ἀντικαταστάθηκαν οἱ ἐγκαταστάσεις ὑγιεινῆς τοῦ σχολείου, ἐπεκτάθηκε τὸ σύστημα τῆς θέρμανσης (καλοριφέρ), ἀνανεώθηκαν τὰ πατώματα, ἀνακαινίστηκαν τὰ κουφώματα τῶν παραθύρων καὶ οἱ πόρτες ἀσφαλείας. Τὸ τότε ὑπάρχον μικρὸ διαμέρισμα ἐπισκεπτῶν παραχωρήθηκε καὶ στὴ θέσῃ του δημιουργήθηκε μία ἀκόμη εὐρύχωρη αἴθουσα γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς στέγασης τοῦ νηπιαγωγείου ποὺ λειτουργεῖ στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο[53].  

Τὸ παλαιότερο αὐτὸ ἐν ἐνεργείᾳ σχολεῖο τῆς Διασπορᾶς ἀποτελεῖ στὶς ἡμέρες μας συμπληρωματικὸ σχολεῖο προσχολικῆς, δημοτικῆς καὶ μέσης ἐκπαίδευσης[54]. Ὑπάγεται στὸ ἐκπαιδευτικὸ πρόγραμμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, ὡς τμῆμα ἑλληνικῆς γλώσσας, λειτουργεῖ σὲ ἀπογευματινὸ ὡράριο[55] καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ περίπου 300 μαθητὲς καὶ μαθήτριες. Οἱ ἑκατοντάδες μαθητὲς καὶ μαθήτριες διδάσκονται μαθήματα ἑλληνικῆς γλώσσας, ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἱστορίας καὶ θρησκευτικῶν. Στὸ σχολεῖο λειτουργεῖ Νηπιαγωγεῖο, Δημοτικό, Γυμνάσιο καὶ Λύκειο, ἐνῶ λειτουργεῖ καὶ εἰδικὸ τμῆμα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν[56].

Ἐπίσης, στὸ χῶρο τοῦ σχολείου μας, ὑπάρχει σχολικὴ βιβλιοθήκη, ἡ ὁποία λειτουργεῖ ὡς δανειστική, λειτουργεῖ τμῆμα χορωδίας, ἐνῶ ὑπάρχει καὶ ἡ δυνατότητα παροχῆς συμβουλευτικῆς ὑποστήριξης πρὸς τοὺς μαθητές, τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς ἐκπαιδευτικούς μὲ ἀντικείμενο κάθε πιθανὴ ἀπορία ἢ δυσκολία στὴ διαχείριση καὶ στὴν ἀντιμετώπιση ὅλων τῶν σταδίων καὶ τῶν τομέων τῆς ἀνάπτυξης τῶν παιδιῶν καὶ τῶν ἐφήβων μέσῳ ὑποστήριξης Παιδοψυχολόγου. Παράλληλα, λειτουργοῦν ἑλληνικὰ σχολεῖα στὶς πόλεις Γκράτς καὶ Σάλτσμπουργκ τῆς Αὐστρίας[57], ὡς παραρτήματα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς, μὲ κύριο στόχο τὴν ὁμαλὴ διεξαγωγὴ μαθημάτων τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας σὲ παιδιὰ σχολικῆς ἡλικίας.  

Συμπερασματικά, μποροῦμε νὰ τονίσουμε ὅτι ἡ Παιδεία ἀποτελεῖ τὴ σημαντικότερη παράμετρο γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἐθνικῆς, θρησκευτικῆς καὶ πολιτιστικῆς ταυτότητας ὄχι μόνο τῶν Ἑλλήνων ποὺ διαμένουν στὰ γεωγραφικὰ ὅρια τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς διασπορᾶς, ὁ ὁποῖος διατηρεῖ διαχρονικούς καὶ ἰσχυρούς δεσμούς μὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι ἀδιαμφησβήτητο λοιπόν, ὅτι οἱ δύο κύριοι πυλῶνες ποὺ ἑνώνουν τοὺς Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς εἶναι ἡ τήρηση τῶν δεσμῶν μὲ τὴ Μητέρα Ἑλλάδα καὶ ἡ πίστη στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σημαντικὸ ρόλο στὴν καλλιέργεια καὶ στὴ διατήρηση αὐτῶν τῶν δύο ἐνοποιητικῶν παραγόντων ἀποτελεῖ τὸ πολύπτυχο ἔργο τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων καὶ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σ’ ὅλη τὴν Οἰκουμένη. Ἕνα τέτοιο χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐθνικὴ Σχολή, ἡ ὁποία προσφέρει σημαντικὴ προσφορὰ στὴν Παιδεία τοῦ Γένους μας, μέσῳ τοῦ πολύπτυχου καὶ μοναδικοῦ ἔργου ποὺ ἐπιτελεῖ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Οἱ ἰδιαίτερες πνευματικὲς συνθῆκες ποὺ διαμορφώθηκαν στὴ Βιέννη καὶ καρποφόρησαν μὲ τὴν παρουσία τῶν Ἑλλήνων ἐμπόρων καὶ λογίων, τὴν ἵδρυση τῶν δύο ἑλληνικῶν κοινοτήτων καὶ τὴν ἵδρυση ἑλληνικῶν τυπογραφείων, βοήθησαν στὴν ἀνάπτυξη τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, ὁ ὁποῖος μεταφέρθηκε μέσῳ τῆς συγγραφικῆς καὶ ἐκδοτικῆς δραστηριότητας στὸν ἑλληνικὸ πνευματικὸ χῶρο. Ἔτσι, λοιπόν προέκυψε καὶ ἡ ἀνάγκη τῆς ἵδρυσης τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς Βιέννης, ἡ ὁποία ὡς καθίδρυμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, θὰ συνεχίσει νὰ κρατάει ἀναμμένο τὸ καντήλι τῆς ἀδιάλειπτης προσφορᾶς στὴν Παιδεία τοῦ Γένους μας. 


 

Σημειώσεις: 

[1] Γιὰ τὴν ἱστορία τῆς Βιέννης ἀπὸ τὴν προϊστορικὴ ἐποχῇ ἕως καὶ τὶς ἀρχές τοῦ 21ου αἰῶνα, βλ. ἐνδεικτικὰ τὸ τρίτομο ἔργο, Csendes Peter - Opll Ferdinand, Wien - Geschichte einer Stadt: Band 1: Von den Anfängen bis zur Ersten Türkenbelagerung, Böhlau Verlag Wien 2001. Csendes Peter - Opll Ferdinand, Wien - Geschichte einer Stadt: Band 2: Die frühneuzeitliche Residenz (16. bis 18. Jahrhundert), Böhlau Verlag Wien 2003. Csendes Peter - Opll Ferdinand, Wien - Geschichte einer Stadt: Band 3: Von 1790 bis zur Gegenwart, Böhlau Verlag Wien 2006.

[2] Χοτζάκογλου Χαράλαμπος, Οἱ ἑλληνορθόδοξοι ναοὶ καὶ ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Βιέννης: ἑλληνικὰ -γερμανικὰ = Die griechisch-orientalischen Wiener kirchen und die griechische Diaspora in Wien: Griechisch – Deutsch, Wien – Athen, 1998, 11, 47.

[3] Χοτζάκογλου, Οἱ ἑλληνορθόδοξοι ναοὶ καὶ ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Βιέννης, 11, 47.

[4] Δορδανάς Στράτος, «Ἡ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Σχολὴ τῆς Βιέννης», στὸν τόμο: Οἱ Μακεδόνες τῆς διασπορᾶς: 17ος, 18ος καὶ 19ος αἰῶνας, Ἰωάννης Σ. Κολιόπουλος -Ἰάκωβος Δ. Μιχαηλίδης (ἐπιμέλεια), Θεσσαλονίκη 2011, 155-156.

[5] Γιὰ τὴ μετανάστευση καὶ ἐγκατάσταση τῶν Ἑλλήνων ἐμπόρων στὴ Βιέννη ἀπὸ τὸν 18ο ἕως καὶ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα, βλ. ἐνδεικτικά, Σειρηνίδου Βάσω, Ἕλληνες στὴ Βιέννη (18ος – μέσα 19ου αἰῶνα), Ἀθήνα, 2011.

[6] Γιὰ τὴν οἰκογένεια Δούμπα, βλ. Konecny Elvira, Die Familie Dumba und ihre Bedeutung für Wien und Österreich, Wien 1986.

[7] Γιὰ τὴν οἰκογένεια Σίνα, βλ. Λάϊος Γεώργιος, Σίμων Σίνας, ἐν Ἀθήναις 1972. 

[8] Ὁ Διαφωτισμὸς ἦταν ἕνα πνευματικό, φιλοσοφικὸ καὶ ἰδεολογικὸ κίνημα τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐμφανίστηκε στὴν Εὐρώπη κατὰ τὸν 17ο καὶ τὸ 18ο αἰῶνα. Ὁ ἔγκριτος μελετητὴς καὶ ἐρευνητὴς τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, Κωνσταντῖνος Δημαράς ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸν Εὐρωπαϊκὸ Διαφωτισμό: «Ὁ εὐρωπαϊκὸς διαφωτισμὸς ἀναπτύχθηκε ὡς ἐπακόλουθο τῆς Ἀναγέννησης, κάτω ἀπὸ συγκεκριμένες πολιτειακές καὶ θρησκευτικές συνθῆκες. Δέν ἀποτελοῦσε ἑνιαῖο φιλοσοφικὸ σύστημα ἀλλὰ «τρόπο» σκέψης, ποὺ ἐκδηλώθηκε ὡς «πίστη στὴ δύναμη τοῦ ὀρθοῦ λόγου», στὴ «δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐξελίσσεται, νὰ προοδεύει, νὰ δημιουργεῖ συνθῆκες εὐημερίας, εὐμάρειας, εὐτυχίας». Ὁ εὐρωπαϊκὸς διαφωτισμὸς ἔδινε ἰδιαίτερη βαρύτητα στὴν ἀγωγή, στὴν προαγωγὴ τῶν ζωντανῶν γλωσσῶν, κήρυσσε τὴν ἀνεξιθρησκία, τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ὀρθὸς λόγος θεωρήθηκε ἰσχυρότερος ἀπὸ κάθε αὐθεντία. Περιεχόμενο τοῦ διαφωτισμοῦ ἦταν ὁ «στοχασμὸς ἀπαλλαγμένος ἀπὸ προλήψεις» καὶ οἱ «φυσικές ἐπιστῆμες». Βλ. σχετικά, Δημαράς Κ. Θ., Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός, Ἀθήνα 1980 (2η ἔκδοση), 5. 

[9] Ὁ Νεοελληνικὸς Διαφωτισμὸς διακρίνεται σέ τρεῖς περιόδους. Πιὸ συγκεκριμένα, ἡ πρώτη περίοδος ὀνομάζεται προδρομική. Κατὰ τὴν πρώτη αὐτὴ περίοδο, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα, σημειώνεται μεταφορὰ στὸν ἑλληνικὸ πνευματικὸ κὸς μο, τῶν νεότερων φιλοσοφικῶν ρευμάτων μέσῳ τῶν μεταφράσεων καὶ τῶν ἐκδὸς εων νεωτερικῶν ἔργων, κυρίως του Βολταίρου, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τῆς δυτικῆς διανόησης. Ἡ δεύτερη περίοδος τοῦ νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ, ἡ ὁποία διαρκεῖ ὡς τὰ τέλη τοῦ 18ου αἰῶνα, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἐπίδραση ποὺ ἀσκεῖ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἡ Γαλλικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, καὶ ὀνομάζεται περίοδος ἀνακαίνισης. Ἡ τρίτη καὶ τελευταία περίοδος τοῦ νεοελληνικοῦ διαφωτισμοῦ εἶναι ἡ περίοδος πρίν ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης. Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς περιόδου εἶναι ὅτι οἱ ἔμποροι καὶ οἱ λόγιοι ποὺ διαμένουν καὶ δραστηριοποιοῦνται στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες καὶ στὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὶς ἀρχές τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἰσότητας τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης καὶ ἔχουν μεταφράσει τὴν «Διακήρυξη τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου καὶ τοῦ Πολίτη», ἡ ὁποία εἶχε ψηφιστεῖ τὸ ἔτος 1789 ἀπὸ τὴν Ἐθνικὴ Συντακτικὴ Συνέλευση τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ γαλλικοῦ λαοῦ. Βλ. σχετικά, Δημαράς, Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός, 10-14. Ἐπίσης, γιὰ τὶς ἰδέες τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, βλ. Κιτρομηλίδης Πασχάλης, Νεοελληνικὸς διαφωτισμός: οἱ πολιτικές καὶ κοινωνικές ἰδέες, Ἀθήνα 2009 (3η ἀνατύπωση). 

[10] Κυριατζῆ Ἀντωνία, Πνεύµατικὴ κίνηση καὶ ἰδεολογικὰ ρεύµατα τοῦ γένους καὶ τοῦ ἑλληνισµοὺ στοὺς χρόνους τῆς ὀθωµανικής κυριαρχίας µέσα ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις τῶν φυλλαδίων, Θεσσαλονίκη 2009, 47-48. 

[11] Γιὰ τὸν πολιτικὸ βίο καὶ τὰ αὐτοκρατορικὰ προνόμια ποὺ δόθηκαν πρὸς τοὺς Ἕλληνες τῆς Βιέννης, βλ. Λουκάτος Σπυρίδων, «Ὁ πολιτικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων τῆς Βιέννης κατὰ τὴν Τουρκοκρατία καὶ τὰ αὐτοκρατορικὰ πρὸς αὐτοὺς προνόμια», Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος 15 (1961), 287-356. 

[12] Ἡ ἑλληνικὴ ὀρθόδοξη κοινότητα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου εἶναι ἡ παλαιότερη ἀπὸ τὶς δύο ἑλληνικές ὀρθόδοξες κοινότητες τῆς Βιέννης, ὅπου ἱδρύθηκε ἤδη ἀπὸ τὸ 1723. Γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ὀρθόδοξη κοινότητα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῆς Βιέννης, βλ. ἐνδεικτικά, Εὐστρατιάδης Σωφρόνιος (Μητροπολίτης Λεοντοπόλεως), Ὁ ἐν Βιέννῃ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ἡ κοινότης τῶν Ἑλλήνων Ὀθωμανῶν ὑπηκόων, ἐν Ἀλεξάνδρειᾳ 1912. Koimzoglu Michel, Geschichte der griechisch-orientalischen Kirchengemeindezum heil. Georg“ in Wien, Wien 1912. Λουκάτος, Ὁ πολιτικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων τῆς Βιέννης, 309-324. Παπαδέλλης Ἰγνάτιος, «Ἀνέκδοτα κατάστιχα καὶ τινα ἕτερα ἔγγραφα καὶ ἄρθρα ἀφορῶντα τὸν Ἱερόν Ναόν Ἁγίου Γεωργίου Βιέννης (Ἐκ τοῦ Ἀρχείου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αὐστρίας)», Στάχυς, τεύχη 12-13 (1968), 96-118. Χοτζάκογλου, Οἱ ἑλληνορθόδοξοι ναοὶ καὶ ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Βιέννης, 19-23. 53-56. Τσιγάρας Γεώργιος, Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Βιέννης: ἱστορία καὶ τέχνη, Θεσσαλονίκη 2005. Ransmayr Anna, Untertanen des Sultans oder des Kaisers: Struktur und Organisationsformen der beiden Wiener griechischen Gemeinden von den Anfängen im 18. Jahrhundert bis 1918, Göttingen 2018, 37-66, 112-115, 152-153, 156-161, 228-244. 

[13] Γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ὀρθόδοξη κοινότητα τῆς Ἁγίας Τριάδας τῆς Βιέννης, βλ., ἐνδεικτικά, Dudos Michael, Die griechisch-orientalische KirchenGemeinde zur Heiligen Dreifaltigkeit in Wien. Nach dem Gemeinde - Archiv, (Aνέκδοτη εργασία), Wien 1920. Λουκάτος, Ὁ πολιτικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων τῆς Βιέννης, 314-324. Eggert Klaus, «Ὁ ἐν Βιέννῃ καθεδρικὸς ἑλληνικὸς ναὸς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπί της Fleischmarkt)», Στάχυς, τεύχη 4-5 (1966), 35-60. Παπαδέλλης Ἰγνάτιος, «Καταστατικόν της Ἑλληνικῆς Κοινότητος τῆς Ἁγίας Τριάδος Βιέννης», Στάχυς, τεύχη 14-15 (1968), 63-79. Peyfuss Max Demeter, «Balkanorthodoxe Kaufleute in Wien. Soziale und nationale Differenzierungen im Spiegel der Privilegien fur die griechischorthodoxe Kirche zur heiligen Dreifaltigkeit», Österreichische Osthefte 17 (1975), 258-268. Χοτζάκογλου, Οἱ ἑλληνορθόδοξοι ναοὶ καὶ ὁ ἑλληνισμὸς τῆς Βιέννης, 12-18, 48-52. Στασινοπούλου Μαρία, «Ἀρχειακές πηγές γιὰ τὴν ἱστορία τῆς κοινότητας τῆς Ἁγίας Τριάδας τῆς Βιέννης. Νέες προoπτικές», Ἐώα καὶ ἑσπέρια 7 (2007), 401-408. Καρδαμίτση-Αδάμη Μάρω, «Ὁ Ἱερὸς Ναὸς τῆς Ἁγίας Τριάδας Βιέννης», στὸν τόμο: Σκεῦος εἰς τιμήν: ἀφιερωματικὸς τόμος ἐπί τῇ συμπληρώσει 25ετίας ἀπὸ τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας καὶ 20ετίας ἀπὸ τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Μητροπολίτου Αὐστρίας καὶ Ἐξάρχου Οὑγγαρίας καὶ Μεσεωρώπης κ. Μιχαήλ, Ἀθῆναι 2011, 381-396. Τσιγάρας Γεώργιος, «Τὸ τέμπλο του ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδας στὴ Βιέννη», στὸν τόμο: Τέμπλον. Ἅγιες μορφές, ἀόρατες πύλες πίστης, 20ὸς καὶ 21ος αἰῶνας, Ἀθήνα 2017, 229-234. Ransmayr, Untertanen des Sultans oder des Kaisers, 85-112, 115-152, 153-156, 176-185, 194-220. 

[14] Γιὰ τὴν πνευματικὴ κίνηση τῶν Ἑλλήνων τῆς Βιέννης, βλ. ἐνδεικτικά, Ἐνεπεκίδης Πολυχρόνης, Συμβολαὶ εἰς τὴν μυστικὴν πνευματικὴν καὶ πολιτικὴν κίνησιν τῶν Ἑλλήνων τῆς Βιέννης πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως, Berlin 1960. 

[15] Γιὰ τὰ βιβλία ποὺ τυπώθηκαν κατὰ τὴν προεπαναστατικὴ περίοδο στὴ Βιέννη, Στάϊκος Κωνσταντῖνος, Τὰ τυπωμένα στὴ Βιέννη ἑλληνικὰ βιβλία: 1749-1800, Ἀθήνα 1995. 

[16] Γιὰ τὸν ἑλληνικὸ τύπο τῆς Βιέννης, βλ. ἐνδεικτικά, Λάϊος Γεώργιος, Ὁ ἑλληνικὸς τύπος τῆς Βιέννης: ἀπὸ τοῦ 1784 μέχρι τοῦ 1821, Ἀθῆναι 1961. 

[17] Γιὰ τὸν Γεώργιο Βεντότη ἤ ἀλλιῶς Βενδότη, βλ. ἐνδεικτικά, Λάϊος Γεώργιος, «Ὁ Γεώργιος Βεντότης, ὁ Ζακύνθιος καὶ ἡ πρώτη ἑλληνικὴ ἐφημερίδα (1784)», Ἐπιθεώρηση Τέχνης, ἔτος Α', τ.Β΄, 8 (Αὔγουστος 1955), 149-154. 

[18] Γιὰ τοὺς Ἕλληνες ἀδερφούς Μαρκίδες Πούλιου καὶ τοὺς συνεργάτες τους, βλ. ἐνδεικτικά, Βέης Νικόλαος, «Συμβολαί εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ καταστήματος τῶν Μαρκιδῶν Πούλιου ἐν Βιέννῃ», Νέοι Δρόμοι, ἔτος Ε' (1942), 51, 52-53, 54-55. Λάϊος, Γεώργιος, Οἱ ἀδελφοὶ Μαρκίδες Πούλιου, ὁ Γεώργιος Θεοχάρης καὶ οἱ ἄλλοι σύντροφοι τοῦ Ρήγα: ἀνέκδοτα ἔγγραφα ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα τῆς Βιέννης, Ἀθῆναι 1958. Χατζηγεωργίου Εὐγενία, Ὁ ἑλληνικὸς προεπαναστατικὸς Τύπος. Ἡ «Ἐφημερίς» τῶν Μαρκίδων Πούλιου, (Μεταπτυχιακὴ ἐργασία ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 2012. 

[19] Ὁ Ρήγας Βελεστινλής ὑπῆρξε σπουδαῖος λόγιος τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ σημαντικὴ δράσῃ στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες καὶ ἰδιαίτερα στὴ Βιέννη. Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1757 στὸ Βελεστίνο της Μαγνησίας. Ὁ νεαρὸς Ρήγας διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα στὸ Βελεστίνο καὶ ἀργότερα στὴ Ζαγόρα. Κατόπιν, ἀναχώρησε γιὰ τὰ Ἀμπελάκια γιὰ περαιτέρω μόρφωση. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του, διορίστηκε διδάσκαλος στὴν κοινότητα Κισσοῦ Πηλίου. Ἀργότερα, ταξίδεψε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Μονὴ Βατοπεδίου στὸ Ἅγιον Ὅρος, στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες. Μετὰ τὸν Ρωσοτουρκικὸ πόλεμο τῶν ἐτῶν 1787-1792 ἐγκαταστάθηκε στὴ Βιέννη, ὅπου ξεκίνησε τὴν περίφημη συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δράσῃ του. Ὁ Ρήγας ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὶς ἰδέες τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ προχώρησε στὴ συγγραφῇ τοῦ Θούριου, τὴ σύνταξη τῆς Χάρτας, καθώς καὶ ἄλλων σημαντικῶν βιβλίων στὴ Βιέννη. Ἐπίσης, στὴ Βιέννη συνδέθηκε μὲ μορφωμένους Ἕλληνες, τοὺς ὁποίους κατέστησε ὡς συνεργάτες στὴν πλούσια πνευματικὴ καὶ ἐκδοτική του δραστηριότητα. Λόγῳ τῶν ἔντονων ἐπαναστατικῶν του ἰδεῶν, ὁ Ρήγας συνελήφθη ἀπὸ τὴν αὐστριακὴ ἀστυνομία στὴν Τεργέστη καὶ στὴ συνέχεια παραδόθηκε στοὺς Ὀθωμανούς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τὸν θανάτωσαν στὸ Βελιγράδι. Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ πνευματικὸ ἔργο τοῦ σπουδαίου καὶ μεγάλου αὐτοῦ Ἕλληνα, βλ. ἐνδεικτικά, Περραιβὸς Χριστόφορος, Σύντομος βιογραφία τοῦ ἀοιδίμου Ρήγα Φεραίου του Θετταλοῦ, Ἀθήνα 1860. Legrand, Emile - Λάμπρος Σπυρίδων (Μεταφραστής), Ἀνέκδοτα ἔγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλὴ καὶ τῶν σύν αὐτῶ μαρτυρησάντων, Ἀθήνησιν 1891. Θεοφίλου Γεώργιος, Βιογραφία Ρήγα τοῦ Φεραίου, Ἀθήνα 1896. Ἄμαντος Κωνσταντῖνος, Ἀνέκδοτα ἔγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή, Ἀθήνα 1930. Καραθανάσης Ἀθανάσιος, «Μία ἑλληνικὴ μαρτυρία ἀπὸ τὴ Βιέννη γιὰ τὶς πρῶτες συλλήψεις τῶν συνεργατῶν τοῦ Ρήγα Βελεστινλή», Μακεδονικὰ 18 (1978), 92-102. Woodhouse C. M., Ρήγας Βελεστινλής. Ὁ πρωτομάρτυρας τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης, Ἀθήνα 1997. Σειρηνίδου Βάσω, «Κοσμοπολιτισμός, μοναρχία καὶ πολυεθνικὴ πραγματικότητα, Ἡ Βιέννη τῶν Ἑλλήνων καὶ τοῦ Ρήγα», Μνήμων 21 (1999), 189-200. [20] Ὁ ἔγκριτος ἐρευνητὴς τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Βιέννης Σπυρίδων Λουκάτος ἀναφέρει ὅτι στὴ Βιέννη ὑπῆρχε ἑλληνικὸ σχολεῖο, τὸ ὁποῖο λειτουργοῦσε ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα, χωρὶς ὡστὸς ο νὰ εἶναι δημὸς ιο καὶ κατάλληλα ὀργανωμένο. Βλ. σχετικά, Λουκάτος, Ὁ πολιτικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων τῆς Βιέννης, 324. 

[21] Ὁ Γρηγόριος Κωνσταντάς (1758-1844) συγκαταλέγεται στοὺς σπουδαίους Διδασκάλους τοῦ Γένους καὶ σημαντικούς ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ πλούσια συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δράσῃ. Γεννήθηκε στὶς Μηλιές Πηλίου τὸ ἔτος 1758. Διδάχθηκε τὰ πρῶτα γράμματα στὴ γενέτειρὰ του καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε στὸν πρῶτο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης στὴ Σκόπελο. Ἀργότερα, ἐπισκέφτηκε τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴ Χίο, τὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ Βουκουρέστι, τὴ Στεφανούπολη καὶ τελικὰ τὴ Βιέννη. Στὴ Βιέννη μελέτησε τὶς εὐρωπαϊκές γλῶσσες καὶ διορίστηκε ὡς ἰδιωτικὸς διδάσκαλος, παραδίδοντας μαθήματα σέ παιδιὰ πλουσίων ἐμπόρων ποὺ διέμεναν στὴ Βιέννη. Κατόπιν, σπούδασε στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Χάλλε στὴν Πρωσία καὶ ἐπιδόθηκε στὴ συγγραφῇ, ἐπιμέλεια καὶ ἔκδοση διαφόρων βιβλίων. Ὑπηρέτησε ὡς διδάσκαλος στὰ Ἀμπελάκια, στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὶς Μηλιές Πηλίου. Διετέλεσε στενὸς συνεργάτης τοῦ πρώτου Κυβερνήτη τοῦ νεοσύστατου ἑλληνικοῦ κράτους Ἰωάννη Καποδίστρια, ὑπηρετῶντας ὡς Ἔφορος τῆς Παιδείας (1824-1828), καθώς καὶ στὴ διοικοῦσα ἐπιτροπὴ τοῦ Ὀρφανοτροφείου τῆς Αἴγινας (1828-1834). Μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Ἰωάννη Καποδίστρια καὶ τὴ σύγκρουσὴ του μὲ τὸν Βασιλιᾶ Ὄθωνα, ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρὰ του, ὅπου δίδασκε ἀμισθί στὴ σχολὴ ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ. Ὁ σπουδαῖος λόγιος Γρηγόριος Κωνσταντάς ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ τὸ ἔτος 1844, προσφέροντας ἀνεκτίμητο καὶ μοναδικὸ ἔργο στὴν ἐκπαίδευση τοῦ Γένους. Γιὰ τὸν Γρηγόριο Κωνσταντά, βλ. ἐνδεικτικά, Καμηλάρις Ρήγας, Γρηγορίου Κωνσταντά, Βιογραφίαι - Λόγοι - Ἐπιστολαί, Ἀθήνα 1897. Μουρτζανὸς Θεμιστοκλῆς, Γρηγόριος Κωνσταντάς: βίος, ἔργο, (Διδακτορικὴ διατριβῇ ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 2009. 

[22] Ὁ Πολυζώης Κοντὸς (μέσα 18ου - ἀρχές 19ου αἰῶνα) συγκαταλέγεται στοὺς σπουδαίους Διδασκάλους τοῦ Γένους καὶ σημαντικούς ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ πλούσια συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δράσῃ. Καταγόταν ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα καὶ ὑπῆρξε λόγιος κληρικὸς του Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ σημαντικὴ δράσῃ στὴ Βενετία, τὸ Παρίσι, στὴν Πέστη καὶ στὶς Παραδουνάβιες Ἡγεμονίες. Γιὰ τὶς διαθέσιμες πληροφορίες ποὺ ἀφοροῦν τὸν βίο καὶ τὸ ἔργο του, βλ. σχετικά, Μπέττης Στέφ., «Συμβολὴ στὴ μελέτη τοῦ Ἠπειρωτικοῦ Διαφωτισμοῦ. IV. Πολυζώης Κοντός, ὁ φοιβόληπτος Γιαννιώτης παπαδάσκαλος», Ἠπειρωτικὴ Ἑστία, τεῦχος 203-204 (1969), 128-133. Μπέττης Στέφ., «Συμβολὴ στὴ μελέτη τοῦ Ἠπειρωτικοῦ Διαφωτισμοῦ. IV. Πολυζώης Κοντός, ὁ φοιβόληπτος Γιαννιώτης παπαδάσκαλος», Ἠπειρωτικὴ Ἑστία, τεῦχος 205-206 (1969), 204-214. 

[23] Ransmayr, Untertanen des Sultans oder des Kaisers, 127.[24] Ransmayr, ό.π., 127.[25] Ransmayr, ό.π., 127.

[26] Γιὰ τὰ αὐτοκρατορικὰ προνόμια ποὺ ἀφοροῦσαν τὴν ὀργάνωση καὶ τὴ λειτουργία τοῦ σχολείου, βλ. Λουκάτος, Ὁ πολιτικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων τῆς Βιέννης, 324-332, 347-350. Malli Katharina, Die griechische Nationalschule in Wien im 20. Jahrhundert (Μεταπτυχιακὴ ἐργασία ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βιέννης), Wien 2007, 26-29. Δορδανάς, Ἡ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Σχολὴ τῆς Βιέννης, 163-166. 

[27] Malli, Die griechische Nationalschule, 26-27. 

[28] Malli, ό.π., 27. 

[29] Ὅ.π., 28. 

[30] Ὅ.π., 28. 

[31] Ὅ.π., 28. 

[32] Ὅ.π., 29-30. 

[33] Ὁ Δημήτριος Νικολάου Δάρβαρης (1757-1823) συγκαταλέγεται στοὺς σπουδαίους Διδασκάλους τοῦ Γένους καὶ σημαντικούς ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ πλούσια συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δράσῃ. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος δάσκαλος τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς Βιέννης. Δίδαξε ἀμισθί ἀπὸ τὴν 1η Ὀκτωβρίου 1801 μέχρι τὶς 14 Ἀπριλίου 1802, δηλ. πρίν ἐγκριθεῖ ἀκόμη ἐπίσημα ἀπ’ τὶς ἀρχές ἡ ἵδρυσή της, μὲ δεύτερο δάσκαλο τὸν Βασίλειο Παπαευθυμίου. Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸν βίο καὶ καί τὸ ἔργο τοῦ συγκεκριμένου Ἕλληνα λογίου, βλ. ἐνδεικτικά, Γιομπλάκης Ἀθανάσιος, «Δημήτριος Νίκ. Δάρβαρης (1757-1823). Ὁ ἐκ Κλεισούρας τῆς Μακεδονίας διδάσκαλος τοῦ Γένους», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 54 (1971), 313-323, 403-409. 

[34] Ὁ Ἄνθιμος Γαζής (1764-1828) συγκαταλέγεται στοὺς σπουδαίους Διδασκάλους τοῦ Γένους καὶ σημαντικούς ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ πλούσια συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δράσῃ. Γεννήθηκε στὶς Μηλιές τοῦ Πηλίου τὸ 1764. Ἀφοῦ διδάχθηκε τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὴ γενέτειρὰ του, στὴ συνέχεια μετέβη στὴ Ζαγόρα καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Κατόπιν, τὸ 1796 μετέβη στὴ Βιέννη, ὅπου διορίστηκε ἐφημέριος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Στὴ Βιέννη ἀνέπτυξε ἀξιόλογη συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δραστηριότητα. Τὸ ἔτος 1811 ὑπῆρξε ὁ πρωτεργάτης γιὰ τὴν ἔκδοση καὶ τὴν κυκλοφορία τοῦ περιοδικοῦ μὲ τὴν ὀνομασία: «Λόγιος Ἑρμῆς». Ἐπίσης, τὸ 1814, σέ συνεργασία μὲ σημαντικούς Ἕλληνες διανοούμενους, ἵδρυσε τὴ Φιλόμουσο Ἑταιρεία τῆς Βιέννης. Μερίμνησε ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἵδρυση, ὀργάνωση καὶ λειτουργία σχολείου στὶς Μηλιές τοῦ Πηλίου. Ὁ ἴδιος, ὡς μυημένος στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία, βοήθησε στὴν ὀργάνωση τοῦ Ἐθνικοαπελευθερωτικοῦ Ἀγῶνα τοῦ 1821 μὲ τὴ συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δραστηριότητα του. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ἔνοπλου ἀγῶνα διορίστηκε μέλος τοῦ Ἀρείου Πάγου καὶ συμμετεῖχε στὴν Α΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἐπιδαύρου, στὴν Β΄ Ἐθνοσυνέλευση Ἄστρους καὶ στὴν Γ΄ Ἐθνοσυνέλευση τῆς Τροιζήνας. Ἀργότερα, διορίστηκε σχολάρχης στὴν Τῆνο καὶ τὴ Σῦρο. Ἀπεβίωσε πάμπτωχος τὸ ἔτος 1828. Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸν βίο καὶ καί τὸ ἔργο τοῦ συγκεκριμένου Ἕλληνα λογίου, βλ. ἐνδεικτικά, Εὐστρατιάδης, Ὁ ἐν Βιέννῃ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, 136-138, 143-149. Γριτσόπουλος Τάσος, «Ἡ Διαθήκη Ἄνθιμου Γαζή», Δελτίον τῆς Ἱστορικῆς καὶ Ἐθνολογικῆς Ἑταιρείας τῆς Ἑλλάδος 15 (1961), 351-355. Χατζηφώτης Ἰωάννης, Ἀνθιμος Γαζής (1758-1828): νέα θεώρηση τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου του μὲ ἐπιλογὴ κειμένων του καὶ δεκάξι πίνακες, [Ἀθήνα], 1969. Καραμπερόπουλος Δημήτριος, Γνώσεις ἀνατομίας καὶ φυσιολογίας τοῦ Θεσσαλοῦ Διδασκάλου τοῦ Γένους Ἀνθίμου Γαζή, Ἀθήνα 1993. Ζιοῦτος Γεώργιος, Ἄνθιμος Γαζής: ὁ ἀναγεννητὴς ἐθναπόστολος, ὁ κοινωνικὸς μεταρρυθμιστής, ὁ ἀγωνιστὴς δημοσιογράφος, Ἀθήνα 2000 (2η Ἔκδοση). Nikolitsis Ioannis, Der Archimandrit Anthimos Gazis als Pfarrer der Kirche zum heiligen Georg in Wien, (Μεταπτυχιακὴ ἐργασία ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βιέννης), Wien 2022. 

[35] Ὁ Νεόφυτος Δούκας (1760-1845) συγκαταλέγεται στοὺς σπουδαίους Διδασκάλους τοῦ Γένους καὶ σημαντικούς ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ πλούσια συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δράσῃ. Γεννήθηκε στὰ Ἄνω Σουδενὰ της περιοχῆς τοῦ Ζαγορίου στὴν Ἤπειρο. Σέ νεαρὴ ἡλικία ἐγκαταστάθηκε στὸ μοναστήρι τῆς Εὐαγγελίστριας. Χειροτονήθηκε διάκονος καὶ σέ ἡλικία μόλις 18 χρονῶν πρεσβύτερος. Φοίτησε στὰ σχολεῖα τῶν Ἰωαννίνων καὶ τοῦ Μετσόβου καὶ ἀργότερα στὴν Αὐθεντικὴ Σχολὴ τοῦ Βουκουρεστίου. Κατόπιν, τὸ 1803, διορίστηκε ἐφημέριος τῆς ἑλληνικῆς ὀρθόδοξης κοινότητας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴ Βιέννη, ὅπου παρέμεινε συνολικὰ γιὰ 12 χρόνια. Στὴ Βιέννη ἀνέπτυξε πλούσια ἐκκλησιαστική, ἐκπαιδευτική, συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δραστηριότητα. Τὸ 1815 ἐπέστρεψε στὸ Βουκουρέστι καὶ ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση τῆς σχολῆς. Τὸ 1820 μυήθηκε στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία καὶ ὅταν κηρύχτηκε ἡ Ἐπανάσταση, διέτρεξε ὅλη τὴν Τρανσυλβανία ὡς ἐθναπός τολος. Λίγα χρόνια ἀργότερα τὸ 1831, μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ πρώτου Κυβερνήτη τοῦ νεοσύστατου Ἑλληνικοῦ κράτους Ἰωάννη Καποδίστρια, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε συνδεθεῖ κατὰ τὴν παραμονὴ του στὴ Βιέννη καὶ πιὸ συγκεκριμένα, κατὰ τὴ σύσταση καὶ λειτουργία τῆς Φιλολογικῆς Ἑταιρείας Βιέννης, ἀποφασίζει νὰ κατέλθει καὶ ἐκεῖνος στὴν Αἴγινα, ὅπου ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση τοῦ Ὀρφανοτροφείου τῆς Αἴγινας. Διορίστηκε πρῶτος διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Σχολῆς ἀλλὰ δέν πρόφτασε νὰ ἀναλάβει τὰ καθήκοντα τοῦ λόγῳ γήρατος. Ἀπεβίωσε τὸ ἔτος 1845. Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸν βίο καὶ καί τὸ ἔργο τοῦ συγκεκριμένου Ἕλληνα λογίου, βλ. ἐνδεικτικά, Εὐστρατιάδης, Ὁ ἐν Βιέννῃ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, 138-141. Χαριλάου Νεόφυτος, Ὁ Νεόφυτος Δούκας καὶ ἡ συμβολὴ του στὸ νεοελληνικὸ Διαφωτισμό, Ἀθήνα 2003. Ζαμπακίδης Ἀριστοφάνης, Νεόφυτος Δούκας: Ὁ Ἠπειρώτης λόγιος ἱερομόναχος καὶ τὸ ἐκπαιδευτικό του ἔργο. Συμβολὴ στὴν Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Ἐκπαιδεύσεως, Θεσσαλονίκη 2005. 

[36] Ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης (1784-1860) συγκαταλέγεται στοὺς σπουδαίους Διδασκάλους τοῦ Γένους καὶ σημαντικούς ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ πλούσια συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δράσῃ. Γεννήθηκε στὴ Νίκαια τῆς Λάρισας τὸ ἔτος 1784. Τὸ ἔτος 1802, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἐγκύκλια μόρφωση στὴ γενέτειρὰ του καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Λάρισας, χειροτονήθηκε διάκονος καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεόκλητος. Κατόπιν, μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ φοίτησε στὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή. Ἀργότερα, φοίτησε στὴ σχολὴ τῶν Κυδωνιῶν καὶ στὴν Ἀκαδημία τοῦ Ἰασίου. Στὴ συνέχεια, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἔμεινε γιὰ μικρὸ διάστημα στὸ Βουκουρέστι. Μετὰ τὴν ἀποχώρηση τοῦ Ἄνθιμου Γαζὴ ἀπὸ τὴ Βιέννη, ὁ Θεόκλητος ἀνέλαβε τὸν ρόλο του ἀρχισυντάκτη στὸ περιοδικὸ μὲ τὴν ὀνομασία: «Λόγιος Ἑρμῆς». Στὸ συγκεκριμένο περιοδικὸ ὑπερασπίστηκε τὶς γλωσσικές ἀπὸ ψεις τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ. Μετὰ ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Βιέννη καὶ νὰ ἐγκατασταθεῖ στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Γκέτινγκεν στὴ Γερμανία. Τὸν Μάϊο τοῦ 1821 ἀποφάσισε νὰ ταξιδέψει στὴν ἐπαναστατημένη Ἑλλάδα, ὅπου ἔλαβε μέρος σέ ὅλες τὶς Ἐθνοσυνελεύσεις. Ὑπῆρξε ἐκδότης τῆς πρώτης ἑλληνικῆς ἐφημερίδας μὲ τὸν τίτλο: «Ἑλληνικὴ Σάλπιγξ», καὶ τὸ 1827 διορίστηκε ἀρχισυντάκτης τῆς Γενικῆς Ἐφημερίδος τῆς Ἑλλάδος. Συγκρούστηκε μὲ τὸν πρῶτο Κυβερνήτη Ἰωάννη Καποδίστρια καὶ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ ἀνήλικου Βασιλέα Ὄθωνα ὑπῆρξε στενὸς συνεργάτης τοῦ ἀντιβασιλέα Μάουρερ. Ἀπὸ τὴ θέσῃ αὐτὴ ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης πρότεινε στὸν Μάουρερ νὰ προχωρήσουν στὴν ἀνεξαρτησία τῆς ἑλλαδικῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Γιὰ τὸ σοβαρὸ αὐτὸ θέμα, συγκρούστηκε μὲ τὸν λόγιο κληρικὸ Κωνσταντῖνο Οἰκονόμο τὸν ἐξ Οἰκονόμων. Τὸ ἔτος 1833, πρωτοστάτησε στὴν ἀντικανονικὴ ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκέφαλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ στὴ συνέχεια, διορίστηκε Γραμματέας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης ὑπῆρξε ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἀπεβίωσε πάμφτωχος στὴν Ἀθήνα τὸ ἔτος 1860. Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸν βίο καὶ τὸ ἔργο τοῦ συγκεκριμένου Ἕλληνα λογίου, βλ. ἐνδεικτικά, Εὐστρατιάδης, Ὁ ἐν Βιέννῃ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, 149-152. Παπακωνσταντίνου Κωνσταντῖνος, Θεόκλητος Φαρμακίδης: 1784-1860, Λάρισα 1969. Δουρούκα Παναγιώτα - Δήμητρα, Ἡ συμβολὴ τοῦ Θεόκλητου Φαρμακίδη στὴν ἔκδοση πατερικῶν ἑρμηνευτικῶν Ὑπομνημάτων τῆς Καινῆς Διαθήκης στὴν ἐποχῇ του (Μεταπτυχιακὴ ἐργασία ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ Ἐθνικὸ καὶ Καποδιστριακὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν), Ἀθήνα 2017. 

[37] Ὁ Μισαήλ Ἀποστολίδης (1789-1862) συγκαταλέγεται στοὺς σπουδαίους Διδασκάλους τοῦ Γένους καὶ σημαντικούς ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ πλούσια συγγραφικὴ καὶ ἐκδοτικὴ δράσῃ. Ὁ Μισαήλ Ἀποστολίδης γεννήθηκε τὸ 1789 καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ Μελισουργιὸ Κισάμου τῆς Κρήτης. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Γωνιᾶς καὶ στὴ συνέχεια μετέβη γιὰ σπουδές στὴ Σμύρνη. Ἀργότερα, ἀποφάσισε νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴ Βιέννη, ὅπου χρημάτισε διδάσκαλος στὴν Ἑλληνικὴ Ἐθνικὴ Σχολή. Στὴ συνέχεια, ἐγκαταστάθηκε στὴν Τεργέστη καὶ τελικὰ στὸ Μόναχο, προσφέροντας σημαντικὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ ἐκπαιδευτικὸ ἔργο. Τὸ 1832, κατόπιν πρὸς κλησης τοῦ βασιλιᾶ τῆς Βαυαρίας Λουδοβίκου, δίδαξε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα στὸν ἐκλεγέντα βασιλιᾶ τῆς Ἑλλάδας Ὄθωνα, τὸν ὁποῖο συνόδευσε στὴν Ἑλλάδα τὸ ἔτος 1833. Τὸ 1837 μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ Ὀθωνείου Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν διορίστηκε ἀπὸ τοὺς πρώτους καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ συγχρόνως πρῶτος Σχολάρχης (Κοσμήτορας). Διετέλεσε πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου τῶν Ἀθηνῶν καὶ διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Σχολῆς. Στὸ ζήτημα τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀκολούθησε τὴ γραμμὴ τοῦ Θεόκλητου Φαρμακίδη, τὸν ὁποῖο διαδέχθηκε στὴ θέσῃ τοῦ Γραμματέα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἀπὸ τὸ 1852 ἕως καὶ τὸ 1861 διαποίμανε τὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Πατρῶν καὶ Ἠλεῖας. Τὸ ἔτος 1861 ἐξελέγη Μητροπολίτης Ἀθηνῶν. Ἀπεβίωσε τὸ ἔτος 1862. Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸν βίο καὶ καί τὸ ἔργο τοῦ συγκεκριμένου Ἕλληνα λογίου, βλ. ἐνδεικτικά, Φυτράκης Ἀνδρέας, «Μισαήλ Ἀποστολίδης ἐπί τῇ ἑκατονταετηρίδι ἀπὸ τοῦ θανάτου του (1862-1962)», Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 15 (1964), 767-805. Πετράκος Δαμασκηνὸς - Νικόλαος, Ἱερὰ Μητρόπολις Ἠλεῖας: ἱστορικὴ ἐξέλιξη - σημερινὴ κατάσταση (Διδακτορικὴ διατριβῇ ποὺ πραγματοποιήθηκε στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 2014, 196-197. 

[38] Ὁ Βασίλειος Παπαευθυμίου (μέσα 18ου - ἀρχές 19ου αἰῶνα) συγκαταλέγεται στοὺς σπουδαίους Διδασκάλους τοῦ Γένους καὶ σημαντικούς ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ σημαντικὸ καὶ ἀξιόλογο διδασκαλικό, συγγραφικό, μεταφραστικὸ καὶ ἐκδοτικὸ ἔργο. Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸν βίο καὶ καί τὸ ἔργο τοῦ συγκεκριμένου Ἕλληνα λογίου, βλ. ἐνδεικτικά, Βαρσαμίδης Ἀθανάσιος, Ὁ λόγιος Βασίλειος Παπαευθυμίου, μέσα 18ου - ἀρχές 19ου αἰ. καὶ ἡ συμβολή του στὸ νεοελληνικὸ διαφωτισμό, Θεσσαλονίκη 2014. 

[39] Ὁ Κωνσταντῖνος Κούμας (1777 – 1836) συγκαταλέγεται στοὺς σπουδαίους Διδασκάλους τοῦ Γένους καὶ σημαντικούς ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ σημαντικὸ καὶ ἀξιόλογο διδασκαλικό, συγγραφικό, μεταφραστικὸ καὶ ἐκδοτικὸ ἔργο. Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸν βίο καὶ τὴ δράσῃ τοῦ συγκεκριμένου Ἕλληνα λογίου, βλ. ἐνδεικτικά, Stassinopoulou Maria, Weltgeschichte im Denken eines griechischen Aufklärers. Konstantinos Michail Koumas als Historiograph, Frankfurt am Main - Berlin - Bern - New York - Paris - Wien 1992. Τσιρίκογλου - Λαγούδα Φωτεινή, Ὁ Θεσσαλὸς λόγιος - παιδαγωγὸς τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ Κωνσταντῖνος Μ. Κούμας: ἡ ζωὴ - τὸ ἔργο του - οἱ ἰδέες του, Θεσσαλονίκη 1997. 

[40] Ὁ Ἀθανάσιος Σταγειρίτης (1780-1840) συγκαταλέγεται στοὺς σπουδαίους Διδασκάλους τοῦ Γένους καὶ σημαντικούς ἐκπροσώπους τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ μὲ σημαντικὸ καὶ ἀξιόλογο διδασκαλικό, συγγραφικό, μεταφραστικὸ καὶ ἐκδοτικὸ ἔργο. Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὸ πρὸς ωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ συγκεκριμένου Ἕλληνα λογίου, βλ. σχετικά, http://dlab.phs.uoa.gr/index.php/hellinomnhmon/details/6/62 (Πραγματοποιήθηκε πρὸς βαση στὶς 15/07/2023). 

[41] Δορδανάς, Ἡ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Σχολὴ τῆς Βιέννης, 167. 

[42] Malli, Die griechische Nationalschule, 38. Δορδανάς, Ἡ Ἐθνικὴ τῶν Ἑλλήνων Σχολὴ τῆς Βιέννης, 176. 

[43] Malli, ό.π., 38. 

[44] Malli, ό.π., 39. 

[45] Ὁ Χρυσός τομος Τσίτερ, κατὰ κόσμον Ἡρακλῆς Τσίτερ, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1903 στὴν Τρίγλια τῆς Βιθυνίας. Ἡ μητέρα του Ἐριφύλη Τσίτερ, ἦταν κατὰ σάρκα ἀδελφὴ τοῦ ἐθνοϊερομάρτυρα Χρυσοστόμου Καλαφάτη Μητροπολίτη Σμύρνης. Φοίτησε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης καὶ στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου ἔλαβε τὸ πτυχίο του. Ἀφοῦ προηγουμένως χειροτονήθηκε καὶ ὑπηρέτησε ὡς ἱεροδιάκονος, τὸ 1936 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ στὴ συνέχεια διορίστηκε ἐφημέριος τοῦ ἑλληνορθόδοξου Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδας στὴ Βιέννη. Παράλληλα μὲ τὰ ποιμαντικὰ του καθήκοντα, σπούδασε φιλοσοφία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βιέννης, ὅπου ἔλαβε διδακτορικὸ δίπλωμα τὸ 1939. Ἐπίσης, ὁ Χρυσός τομος ἐργάστηκε ὡς λέκτορας τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βιέννης. Τὸ ἔτος 1955 χειροτονήθηκε στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίας Τριάδος Βιέννης τιτουλάριος Ἐπίσκοπος Θερμῶν, βοηθὸς Ἐπίσκοπος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας μὲ ἕδρα τὴν πόλη τῆς Βιέννης. Τὸ ἔτος 1963 ἐξελέγη πρῶτος Μητροπολίτης τῆς νεοσύστατης Μητροπόλεως Αὐστρίας καὶ Ἐξαρχίας Ἑλβετίας, Ἰταλίας καὶ Οὑγγαρίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. μὲ προσωπικές του ἐνέργειες ἀναγνωρίστηκε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Αὐστρίας ὡς Νομικὸ Πρὸς ωπο Δημοσίου Δικαίου μὲ Ὁμοσπονδιακὸ Νόμο τῆς τότε Αὐστριακῆς Κυβέρνησης. Ἐπιπρὸς θετα, διετέλεσε Πατριαρχικὸς Ἐπίτροπος στὴ Μητρόπολη Γερμανίας κατὰ τὴν περίοδο τῆς χηρείας τοῦ Θρόνου τῆς Μητρόπολης Γερμανίας κατὰ τὴν περίοδο 1968-1969. Τὸ ἔτος 1991 παραιτήθηκε γιὰ λόγους ὑγείας ὑπέρ τοῦ πνευματικοῦ του ἀναστήματος μακαριστοῦ Μητροπολίτη Μιχαήλ. Ἐκοιμήθη στὴ Βιέννη τὸ ἔτος 1995. Ὁ ἀοίδιμος προκάτοχὸς μας Χρυσός τομος ὑπῆρξε λόγιος Ἱεράρχης καὶ σπουδαία προσωπικότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου. Γιὰ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Χρυσόστομο Τσίτερ, βλ. ἐνδεικτικά, Στάϊκος Μιχαήλ, Μητροπολίτης Αὐστρίας, «Ἐπικήδειος Λόγος εἰς τὸν Μητροπολίτην πρ. Αὐστρίας Χρυσόστομον», Ἐκκλησία 72 (1995), 372-376. 

[46] Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὴ λειτουργία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Μεσοπολέμου (1918-1939) καὶ τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945), βλ. Malli, Die griechische Nationalschule, 39-44. 

[47] Ἀξιοσημείωτο ἀποτελεῖ ὅτι μετὰ τὸν Β΄ Παγκὸς μιο πόλεμο τὸ σχολεῖο ἀκολουθεῖ τὴν ἑλληνικὴ κρατικὴ ἐκπαιδευτικὴ πολιτική, ὑποστηριζόμενο ποικιλοτρόπως ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ κράτος. 

[48] Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Αὐστρίας ἱδρύθηκε μὲ Πατριαρχικὸ καὶ Συνοδικὸ Τόμο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ ἔτος 1963, ἐπί Πατριαρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ὡστὸς ο, μερικές δεκαετίες πρίν ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Μητροπόλεως Αὐστρίας εἶχε ἱδρυθεῖ ἡ Μητρόπολη Οὑγγαρίας καὶ Ἐξαρχία Κεντρώας Εὐρώπης, ἡ ὁποία μετονομάστηκε ἀργότερα σέ Μητρόπολη Κεντρώας Εὐρώπης, μὲ πρῶτο καὶ μοναδικὸ ποιμενάρχη τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἀμασείας Γερμανὸ Καραβαγγέλη. μὲ τὴν ἵδρυσή της, τὸ ἔτος 1963, ἡ Μητρόπολη Αὐστρίας περιλάμβανε ὑπὸ τὴν πνευματική της δικαιοδοσία τὶς χῶρες τῆς Αὐστρίας, Οὑγγαρίας, Ἑλβετίας καὶ Ἰταλίας στὸ γεωγραφικὸ χῶρο τῆς Κεντρικῆς καὶ Νότιας Εὐρώπης. Ὡστὸς ο, μὲ τὸ πέρασμα τῶν ἐτῶν καὶ τὴν ἵδρυση νέων ἐκκλησιαστικῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στὸ γεωγραφικὸ χῶρο τῆς Κεντρικῆς καὶ Νότιας Εὐρώπης, ἡ Μητρόπολη Αὐστρίας ἔχει μόνο ὑπὸ τὴν πνευματικὴ δικαιοδοσία της, τὶς χῶρες τῆς Αὐστρίας καὶ τῆς Οὑγγαρίας. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο ὁ πλήρης τίτλος της εἶναι: «Ἱερὰ Μητρόπολις Αὐστρίας καὶ Ἐξαρχία Οὑγγαρίας καὶ Μεσευρώπης». Γιὰ μία παρουσίαση τῆς ἐξέλιξης τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν καὶ τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς μητρόπολης, βλ. σχετικά, Plöchl Willibald, Die Wiener orthodoxen Griechen. Eine Studie zur Rechts- und Kulturgeschichte der Kirchengemeinden zum Hl. Georg und zur Hl. Dreifaltigkeit und zur Errichtung der Metropolis von Austria, Wien 1983. Στάϊκος Μιχαὴλ (Μητροπολίτης Αὐστρίας καὶ Ἔξαρχος Οὑγγαρίας καὶ Μεσευρώπης), Γερμανὸς Καραβαγγέλης, Μητροπολίτης Ἀμάσειας καὶ Ἔξαρχος Κεντρώας Εὐρώπης (1924-1935), Θεσσαλονίκη 1998. 

[49] Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὴ λειτουργία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς ἐκείνη τὴ περίοδο καὶ τὴ μέριμνα τοῦ ἀοιδίμου μητροπολίτη Χρυσοστόμου Τσίτερ, βλ. Malli, Die griechische Nationalschule, 40-50. 

[50] Ὁ Μιχαὴλ Στάϊκος γεννήθηκε τὸ ἔτος 1946 στὴν Ἀθήνα. Τὸ ἔτος 1964, μετὰ τὸ πέρας τῶν γυμνασιακῶν του σπουδῶν, ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴ Βιέννη, ὅπου προσλήφθηκε ὡς γραμματέας στὴ Μητρόπολη Αὐστρίας. Χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος τὸ ἔτος 1977. Κατόπιν, ἀνέλαβε καθήκοντα Πρωτοσυγκέλλου καὶ Ἱερατικοῦ Προϊσταμένου στὴ Βιέννῃ, καθώς καὶ Διευθυντὴς τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς Βιέννης. Τὸ ἔτος 1985 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Χριστουπόλεως, βοηθὸς Ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως Αὐστρίας. Τὸ Νοέμβριο τοῦ 1991 ἐξελέγη παμψηφεί Μητροπολίτης Αὐστρίας καὶ Ἔξαρχος Οὑγγαρίας καὶ Μεσευρώπης. Σπούδασε Θεολογία στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἀνακηρύχθηκε Διδάκτωρ Θεολογίας τοῦ ἰδίου Πανεπιστημίου μὲ θέμα διδακτορικῆς διατριβῆς: «Ὁ Μητροπολίτης Ἀμασείας Γερμανὸς Καραβαγγέλης ὡς Ἔξαρχος Κεντρώας Εὐρώπης (1924-1935)». Διετέλεσε Πανεπιστημιακὸς Λέκτωρ γιὰ τὴ Νεοελληνικὴ Γλῶσσα καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βιέννης. Τιμήθηκε μὲ διάφορα κρατικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ παράσημα γιὰ τὸ πολύπτυχο ἔργο του, μεταξὺ αὐτῶν καὶ μὲ τὶς ἀνώτατες διακρίσεις τῆς Ἑλλάδας καὶ τῆς Αὐστρίας. Ἐκοιμήθη στὶς 18 Ὀκτωβρίου 2011. Ὁ ἀοίδιμος προκάτοχὸς μας Μιχαὴλ ὑπῆρξε λόγιος Ἱεράρχης καὶ σπουδαία προσωπικότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου. Γιὰ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Μιχαὴλ Στάϊκο, βλ. ἐνδεικτικά, Τσιγάρας Γεώργιος, «Ὁ Μητροπολίτης Αὐστρίας καὶ Ἔξαρχος Οὑγγαρίας καὶ Μεσευρώπης κ. Μιχαήλ», στὸν τόμο: Σκεῦος εἰς τιμήν: ἀφιερωματικὸς τόμος ἐπί τῇ συμπληρώσει 25ετίας ἀπὸ τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας καὶ 20ετίας ἀπὸ τῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Μητροπολίτου Αὐστρίας καὶ Ἐξάρχου Οὑγγαρίας καὶ Μεσεωρώπης κ. Μιχαήλ, Αθήναι 2011, XLV-L. 

[51] Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὴ λειτουργία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀρχιερατείας τοῦ ἀοιδίμου μητροπολίτη Μιχαὴλ Στάϊκου, βλ. Malli, Die griechische Nationalschule, 59-113. 

[52] Ὁ γράφων ἐξελέγη Μητροπολίτης Αὐστρίας ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὶς 3 Νοεμβρίου 2011. Ἀκολούθως, στὶς 30 Νοεμβρίου 2011, χειροτονήθηκε στὸν τρίτο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης ἀπὸ τὸν Παναγιώτατο Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ χορεία Ἱεραρχῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στὸν Πάνσεπτο Πατριαρχικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Φανάρι. Ἐνθρονίστηκε στὸν Ἱερὸ Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδας Βιέννης στὶς 4 Δεκεμβρίου 2011. 

[53] Γιὰ τὶς σχετικές πληροφορίες τῶν οἰκοδομικῶν ἔργων ποὺ πραγματοποιήθηκαν στὰ πλαίσια τῆς ἀνακαίνισης τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς ἐκείνη τὴν περίοδο, βλ. σχετικά, http://www.iaad.at/die-griechische-schule-in-wien/ (Πραγματοποιήθηκε πρὸς βαση στὶς 15/07/2023). 

[54] Γιὰ περισσότερες πληροφορίες σχετικὰ μὲ τὴ σημερινὴ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς, βλ. σχετικά, https://teg-es-viennis-new.europe.sch.gr/ (Πραγματοποιήθηκε πρὸς βαση στὶς 15/07/2023).  

[55] Τὸ πρόγραμμα καὶ ἐν γένει τὸ μοντέλο ὀργάνωσης ποὺ υἱοθέτησε ἡ σχολὴ κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20ου αἰῶνα καὶ τὸ ὁποῖο καθιερώθηκε ἐπίσημα τὸ ἔτος 1955, μετὰ τὸ τέλος τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τῆς ἀπελευθέρωσης τῆς Αὐστρίας, ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο Θερμῶν καὶ μετέπειτα πρῶτο Μητροπολίτη Αὐστρίας μακαριστὸ Χρυσόστομο Τσίτερ, διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα. Στὸ σχολεῖο μας λειτουργοῦν ἀπογευματινὰ τμήματα ἀπὸ Τρίτη ἕως καὶ Παρασκευὴ καθώς καὶ πρωινὰ τμήματα τὸ Σάββατο. 

[56] Στὸ σχολεῖο μας δίνεται ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας τοῦ Αὐστριακοῦ κράτους και τὴ Διεύθυνση Ἐκπαίδευσης τοῦ νομοῦ τῆς Βιέννης ἡ δυνατότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ὀρθοδόξου μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, τὸ ὁποῖο ἔχει ὁμολογιακὸ χαρακτῆρα. Οἱ μαθητές καὶ οἱ μαθήτριες βαθμολογοῦνται γιὰ τὴν τακτικὴ συμμετοχὴ καὶ τὶς ἐπιδὸς εις τους, ἀπὸ τὸ σχολεῖο μας στὸ αὐστριακό τους σχολεῖο στὸ ὁποῖο καὶ λαμβάνουν ἀπὸ τὸν ὑπεύθυνο τῆς τάξῃς τὸν βαθμὸ γιὰ τὴν ἐξαμηνιαία καὶ ἐτήσια βαθμολογία. Τὸ μάθημα ἀνήκει στὰ ὑποχρεωτικὰ μαθήματα τοῦ προγράμματος σπουδῶν τοῦ αὐστριακοῦ σχολείου καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ συνεχῆ παρακολούθησὴ του μέχρι τὸ Λύκειο (Oberstufe) εἶναι καὶ ἐξετάσιμο γιὰ τὶς τελικές προφορικές ἐξετάσεις γιὰ τὸ Ἀπολυτήριο Λυκείου (Matura-Reifeprüfung). 

[57] Ἀξιοσημείωτο ἀποτελεῖ ὅτι καὶ τὰ δύο παραρτήματα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐθνικῆς Σχολῆς στὶς πόλεις Γκράτς καὶ Σάλτσμπουργκ τῆς Αὐστρίας, ὑποστηρίζονται ποικιλοτρόπως ἀπὸ τὸ αὐστριακὸ καὶ τὸ ἑλληνικὸ κράτος.