Ἐγώ εἰμι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ᾽ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»  (Ἰω η΄, 12)

Ὁμιλία
τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αὐστρίας Ὑπερτίμου καὶ Ἐξάρχου Οὑγγαρίας 
καὶ Μεσευρώπης κ. κ. Ἀρσενίου στὴν
11η Συνάντηση Πανορθοδόξου Νεολαίας
5η Ὀκτωβρίου 2024

Εἰσαγωγικά

Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τριετοῦς δημοσίας δράσεώς Του παρουσίασε ποικιλοτρόπως τὸν ἑαυτό Του στὶς διάφορες ὁμάδες τῶν Ἰουδαίων, τόσο αὐτῶν ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν γιατὶ πίστευαν σ΄Αὐτόν, ὅσο καὶ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι προσήρχοντο γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμά Του, μᾶλλον ἀπὸ περιέργεια παρὰ ἀπὸ ἐνδιαφέρον, προσπαθῶντας νὰ παγιδεύσουν «Αὐτὸν ἐν λόγῳ» [1]. Ὁ Κύριος εἶναι  «ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή»[2], «ἡ Ὁδός καὶ ἡ Ἀλήθεια»[3], εἶναι «ἡ ἄμπελος»[4] καὶ «ἡ θύρα»[5]. Στὸ ὄγδοο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου ὁ ἴδιος λέγει : «ἐγώ εἰμι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου», ὅποιος μὲ ἀκολουθήσει «οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ» ἀλλὰ θὰ ἔχει τὸ φῶς τῆς ζωῆς[6]. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ θὰ ἐπικεντρωθεῖ ὁ λόγος.

Τὸ νὰ ὁμιλεῖ κανεὶς περὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι πρᾶγμα δύσκολο! Πῶς ἐμεῖς δυνάμεθα νὰ περιγράψωμε τὸν Ἀπερίγραπτο; Πῶς ἐμεῖς δυνάμεθα νὰ ὁμιλήσωμε περὶ Αὐτοῦ τοῦ ὁποίου τὸ μέγεθος καὶ τὸ μεγαλεῖο ὑπερβαίνει κάθε μορφὴ ἱεροῦ ἀντικειμένου, προσώπου ἢ πράγματος; Μαζὶ μὲ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται συνάμα ἡ ἀδυναμία ἢ ἀκόμα καὶ ἡ μηδαμινότητα τοῦ πλάσματος τὸ ὁποῖο καλεῖται νὰ περιγράψει καὶ νὰ ὁμιλήσει περὶ τοῦ δημιουργοῦ καὶ πλάστη Θεοῦ. Ἄλλωστε, προϋπόθεση της προσεγγίσεως τοῦ ἀπρόσιτου καὶ ἀκατάληπτου Θεοῦ εἶναι ἡ ἀ-γνωσία, ἡ γνώση δηλαδὴ τῆς ἀδυναμίας μας νὰ προσεγγίσωμε καὶ νὰ γνωρίσωμε τὸν Θεὸ διὰ τῆς νοητικῆς ὁδοῦ. Μπροστὰ σ΄αὐτὴν τὴν πρόκληση λοιπὸν καλοῦμε τὸν Κύριο μας, ποὺ εἶναι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό, «τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον»[7] νὰ φωτίσει καὶ τὸ δικό μας σκοτάδι καὶ νὰ ἔλθει ἀρωγὸς στὴν προσπάθεια αὐτή, ἔτσι ὥστε ὅλα ὅσα ἀναφερθοῦν ἐδῶ νὰ ἀποβοῦν πρὸς πνευματικὴν οἰκοδομὴ καὶ πρόοδο ὅλων μας.

Φῶς : ἡ ἔννοια τῆς λέξεως  

Τὸ «φῶς» εἶναι τὸ αἴτιο ποὺ διεγείρει τὸ αἰσθητήριο τῆς ὁράσεως[8]. Δηλώνει κυριολεκτικῶς τὴν παροχὴ φωτὸς ὑλικοῦ, φυσικοῦ ἢ τεχνητοῦ ἀπὸ διάφορες φυσικὲς ἢ τεχνητὲς φωτιστικὲς πηγές, ὅπως ἀντιστοίχως ὁ ἥλιος ἢ ἡ σελήνη, τὰ κεριὰ ἢ οἱ λάμπες. Τὸ  «φῶς» ὅμως ὡς ἔννοια συναντᾶται ὄχι μόνον μὲ κυριολεκτικὴ ἀλλὰ καὶ μὲ μεταφορικὴ σημασία. Σὲ συνδυασμὸ με τὸ ρῆμα ποὺ συνοδεύει τὴ λέξη «φῶς» ἀποδίδεται περιφραστικῶς ἡ  ἔννοια τοῦ «γεννῶμαι» (=ἔρχομαι στὸ φῶς), τοῦ «ἀποκαλύπτω» (=φέρνω στὸ φῶς), τοῦ «ἐγκρίνω» (=δίδω τὸ πράσινο φῶς), τοῦ «συμβουλεύομαι» (ζητῶ τὰ φῶτα κάποιου). Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κυριολεκτικὴ καὶ τὴν μεταφορικὴ σημασία τῆς λέξεως «φῶς», ἐντοπίζεται καὶ συμβολικὴ ἔννοιά της στὴ θεολογία. Μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «φωτός» δηλώνεται ὁ φωτισμὸς τῆς διανοίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐπέρχεται μέσῳ τῆς ἐνέργειας τοῦ πνευματικοῦ φωτὸς ποὺ παρέχει ἡ Θεία Ἀποκάλυψη.

Τὸ φυσικὸ φῶς ἀποτελεῖ κύριο παράγοντα τῆς ὑπάρξεως τῆς ζωῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ ὅλα σχεδὸν τὰ ἔμβια ὄντα. Τὸ γεγονὸς τῆς σπουδαιότητός του γιὰ κάθε ὕπαρξη ἐπὶ τοῦ πλανήτου μας συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν θεοποιὸ ἐνέργεια τῆς ὁποίας εἶναι ἀποτέλεσμα κατὰ τὴν «πρώτη ἡμέρα» τῆς Δημιουργίας τοῦ κόσμου: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς. Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους…»[9]. Ἀπὸ τὸ ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ἡ δημιουργικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται διὰ τοῦ Λόγου Του· δι’ Αὐτοῦ ποιεῖ τὰ πάντα. Κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο «Εἶπεν [ὁ Θεός] καὶ ἔγινε. Διέταξε καὶ τὸ μέν σκότος ἀπεμακρύνθη, τὸ δὲ φῶς παρήχθη. Καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους…»: ἔδωσε δηλαδὴ χωριστὸ τόπο στὸ καθένα, προσδιόρισε τὸν κατάλληλο χρόνο γιὰ νὰ συμβῆ αὐτὸ καὶ ὀνόμασε τὸ φῶς ἡμέρα καὶ τὸ σκοτάδι νύχτα. Ὅπως τὸ αἰσθητὸ αὐτὸ φῶς ἀπομάκρυνε τὸ σκοτάδι, ἀντιστοίχως καὶ τὸ νοητὸν Φῶς, ὁ Κύριός μας, ἀπομάκρυνε τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ ὁδήγησε τοὺς πλανωμένους στὴν Ἀλήθεια.[10]

Ὁ Θεὸς εἶναι «Φῶς»

Οἱ βιβλικὲς ἀναφορὲς στὸν φωτοδότη Θεό, «στὸ Φῶς», εἶναι πολλές: Κατὰ τὸν ψαλμῳδὸ Δαβίδ, ὁ Θεὸς εἶναι «φῶς καὶ σωτηρία»· ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε κίνδυνο καὶ τοῦ προσφέρει τὴ λύτρωση[11]. Σὲ ἄλλο Ψαλμὸ ταυτίζεται τὸ φῶς μὲ τὸ ἔνδυμα τοῦ Θεοῦ: «…ντύθηκες λαμπρότητα καὶ μεγαλοπρέπεια. Φόρεσες μανδύα σου τὸ φῶς».[12] Τὸ φῶς καὶ ὅ τι σχετίζεται μὲ αὐτὸ χαρακτηρίζουν τὴν θεϊκὴ παρουσία. Ὁ Προφήτης Ἀβακοὺμ περιγράφει τὴν λάμψη τοῦ Θεοῦ «ὡς τὸ φῶς τοῦ ἡλίου· ἀκτῖνες λαμπερὲς σκορπῶνται  ἀπὸ τὸ χέρι Του, ὅπου εἶναι κρυμμένη ἡ δύναμή Του»[13]. Ὁ οὐράνιος θόλος πάνω στὸν ὁποῖο στηρίζεται ὁ θρόνος Του εἶναι ἀστραφτερὸς ὅπως τὸ κρύσταλλο[14]. Ἄλλοτε πάλι ὁ Θεὸς παρουσιάζεται  περιβαλλόμενος ἀπὸ φωτιά: «ἡ δόξα τοῦ Κυρίου ἦλθε καὶ σκέπασε τὸ ὄρος Σινᾶ. Στὰ μάτια… φαινόταν ὡς φωτιὰ ποὺ λαμπάδιαζε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ»[15]. Ἐκτόξευσε τὶς ἀστραπὲς τῆς καταιγίδος «καὶ βρόντησε ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Κύριος…».[16]

Τὸ φῶς τὸ συνδυαζόμενο μὲ τὴν θεϊκὴ παρουσία σχολιάσθηκε ἀπὸ πολλοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στὰ ἔργα τῶν ὁποίων ἐπιχειρεῖται προσέγγιση καὶ ἑρμηνεία τῶν σχετικῶν χωρίων. Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἐξηγεῖ ὅτι ὁ Θεὸς μόνον ὡς Φῶς μπορεῖ νὰ νοηθεῖ. Εἶναι Φῶς τὸ ὁποῖο φέγγει ἡμέρα καὶ νύχτα ἐντὸς τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων καὶ μεταβάλλει σὲ Φῶς ὅλους ὅσοι φωτίζονται ἀπὸ αὐτό. Ὡς Φῶς ἐφάνη ἐντὸς τοῦ κόσμου καὶ συνανεστράφη μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὡς Φῶς λαμβάνεται ἀπὸ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ Τὸν λάβουν. Τὸ Φῶς τῆς δόξης Του προπορεύεται ἔμπροσθέν Του καὶ συνοδεύει τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Προσώπου Του.[17] Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁρίζει τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ ὡς «φῶς ἄναρχον, φῶς ἄκτιστον, φῶς ἄφραστον εἰς ἅπαν». [18]

Ὁ κατ΄ἐξοχὴν ἐκπρόσωπος τῆς μυστικῆς Θεολογίας Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διακρίνει τρία εἴδη φωτός. Πραγματεύεται κατ΄ἀρχὴν τὰ περὶ τοῦ αἰσθητοῦ φωτός, τὸ ὁποῖο ἀντιλαμβανόμεθα μέσῳ τῶν αἰσθήσεων. Ὁμιλεῖ ἐν συνεχείᾳ περὶ τοῦ νοητοῦ ἢ διανοητικοῦ φωτός τῆς «ἐν νοήμασι κειμένης γνώσεως», ἡ ὁποία γίνεται ἀντιληπτὴ μέσῳ τοῦ νοῦ. Ἡ ὅραση καὶ ὁ νοῦς δὲν ἀντιλαμβάνονται λοιπὸν τὸ φῶς κατὰ τὸν αὐτὸ τρόπο, ἀλλὰ σὲ καθένα ἀπὸ αὐτὰ ἡ ἀντίληψη ἐνεργεῖται κατὰ τὴν ἰδίαν φύση καὶ ἐντὸς τῶν κατὰ φύση συνθηκῶν. 

Κατὰ τρίτον, Φῶς εἶναι τὸ Θεῖο Φῶς τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι οὔτε αἰσθητό, οὔτε νοητό. Τὸ Φῶς αὐτὸ ἀπολαμβάνουν οἱ ἄξιοι, ἐκεῖνοι ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ λάβουν πνευματικὴ καὶ ὑπὲρ λόγον χάρη καὶ δύναμη ὥστε μὲ τὴν αἴσθηση καὶ μὲ τὸ νοῦ νὰ βλέπουν ὅσα εἶναι ὑπεράνω αἰσθήσεως καὶ νοήσεως, μὲ τρόπο ποὺ «γνωρίζει μόνο ὁ Θεὸς κι’ ἐκεῖνοι ποὺ δέχονται αὐτὲς τὶς θεῖες ἐνέργειες»[19]. Τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ θεωρεῖται ὡς μία τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του, εἶναι δηλαδὴ «ἄκτιστον». Ἀπὸ πολλοὺς ἐκ τῶν ἐκφραστῶν τοῦ κινήματος τοῦ Ἡσυχασμοῦ ταυτίσθηκε μὲ τὸ Φῶς ποὺ παρουσιάσθηκε κατὰ τὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Τῆς θέας αὐτοῦ τοῦ Φωτὸς ἠξιώθησαν οἱ δύο Προφῆτες Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας καὶ οἱ παρόντες μαθητὲς τοῦ Κυρίου οἱ ὁποῖοι ἀδυνατοῦντες νὰ ἀντέξουν τὸ μέγεθος τῆς ἐλλάμψεως «ἔρριψαν ἑαυτοὺς ἐν τῷ ἐδάφει τῆς γῆς»[20]. Πολλοὶ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἀξιώθηκαν τῆς θέας τοῦ «ἀκτίστου Φωτός» καὶ βίωσαν μυστικῷ τῷ τρόπῳ τὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Θεό, μέσῳ τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Ὁ ἄνθρωπος ἐξ ἑαυτοῦ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό. Μόνον ὅταν ἐπιτρέψει ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος, γενόμενος κατὰ Χάριν θεός, βλέπει τὸν Θεό[21]. Βλέπει τὸ Φῶς μόνον ὅταν εἶναι μέσα στὸ ἄκτιστο Φῶς, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει μέσα στὸ Φῶς. Ταυτόχρονα βλέπει καὶ ὅλο τὸ φυσικὸ περιβάλλον γύρω του ὑπὸ τὸ πρίσμα αὐτοῦ τοῦ Φωτός, τὸ ὁποῖο περιλούζει, φωτίζει καὶ διαπερνᾷ τὰ πάντα. 

Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Δόξα, τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι ἄκτιστος καὶ πανταχοῦ παροῦσα. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, ἂν καὶ βρίσκεται μέσα σ’ αὐτήν, δὲν μετέχει σ’ αὐτήν. Μετέχει σ’ αὐτὴν μόνον κατὰ τὴν ἐμπειρία τοῦ φωτισμοῦ ἢ τῆς θεώσεως. Ἡ Δόξα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται σ΄αὐτὸν ἐὰν πληροῖ τὴν προϋπόθεση τῆς καθαρῆς καρδίας. Ἡ ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ ἡ ἀποκάλυψη τῆς Δόξης τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο.[22]

Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι Φῶς: «Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Λόγος, Φῶς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα», ἀναφέρει τὸ Ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς˙ Ὁ βεβαρυμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἄνθρωπος, ὁ εὑρισκόμενος «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου»  ἀπεστερεῖτο  τὸ Φῶς τὸ ὁποῖο ἀκτινοβολεῖ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν Ἀλήθεια.[23]Τὴν ἀποστέρηση τῆς ἁγιότητος καὶ τοῦ θείου Φωτὸς ἀπεκατέστησε ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο, «ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν».[24] Ὁ Θεὸς Λόγος, Φῶς καὶ αὐτός, ἔγινε τὸ ἐκ Φωτὸς Φῶς τὸ ὁποῖο ἔλαμψε στὸν κόσμο γιὰ νὰ τοῦ χαρίσει τὴν Σωτηρία.

Χριστός, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου

Ὅπως ἀναφέρθηκε, ὁ Κύριος εἶπε «Ἐγώ εἰμι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου», γιὰ νὰ δηλώσει ὅτι εἶναι τὸ Φῶς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ὄντως Ζωή, στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Μᾶς εἶπε ἐπίσης «γώ εμι  θύρα· δι' ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται»[25] καθὼς καὶ «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή»[26] καὶ ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι «... ἡνάστασις καὶ ἡ ζωή».[27] Συνδυάζοντας τὶς ρήσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μποροῦμε ἀνθρωπίνως νὰ διατυπώσωμε τὴν ἑξῆς ἰσότητα : Χριστός = «Φῶς» = «Ὁδός» = «Θύρα» = «Ἀλήθεια» = «Ἀνάσταση» = «Ζωή». Ἀπὸ τὴν παραπάνω σχέση συμπεραίνομε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὅλα τὰ παραπάνω καὶ ἀντιστοίχως κάθε θεῖος χαρακτηρισμὸς εἶναι Χριστός. Μὲ τὴν πεποίθηση αὐτὴ ζεῖ καὶ κινεῖται ὁ Χριστιανός, καθὼς κάθε μία ἀπὸ τὶς παραπάνω ἔννοιες συμβάλλει στὴν ἐν Χριστῷ ὁλοκλήρωσή του, ἤτοι στὴν Σωτηρία του. 

Ἡ αὐτοσυνειδησία τοῦ Ἰησοῦ ὡς «Φωτός» ἀπορρέει ἀπὸ τὴν θεϊκή του ἰδιότητα. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Ζωὴ καὶ Φῶς τῶν ἀνθρώπων. Τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο ἀρχίζει μὲ τὴν διαβεβαίωση : «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος… Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν».[28] Δηλαδή «Στὴν ἀρχὴ τῆς πνευματικῆς καὶ ὑλικῆς δημιουργίας ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχε. Καὶ ὁ Λόγος ἦταν πάντοτε ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Θεό, κοντὰ σ΄ Αὐτόν· καὶ ὁ Λόγος ἦταν Θεὸς ἀπειροτέλειος, ὅπως ὁ Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα… Σ΄ Αὐτὸν ὑπῆρχε ζωὴ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἦταν καὶ εἶναι ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς. Καὶ τὸ φῶς λάμπει μέσα στὸ σκοτάδι καὶ τὸ σκοτάδι δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ τὸ ἐπισκιάσει».

Στὸ παραπάνω χωρίο ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης χρησιμοποιεῖ τὸ ἀντιθετικὸ σχῆμα φῶς – σκοτάδι. Τὸ αὐτὸ σχῆμα χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος καὶ σὲ ἄλλα χωρία.[29]  Ἀρχίζει ὁ Ἰωάννης μὲ ἀναφορὰ στὴν δύναμη τοῦ φωτός, τὸ ὁποῖο κανεὶς δὲν δύναται νὰ ἐξουδετερώσει ἐξαιτίας τῆς ἰσχύος καὶ τῆς λαμπρότητός του. Στὸ ὄγδοο κεφάλαιο (η΄, 12) ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Κυρίου ἀκούγεται ἡ διαβεβαίωση : «Ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς», δηλαδή ἐκεῖνος ποὺ θὰ Τὸν ἀκολουθήσει, ποὺ θὰ Τὸν πιστέψει, ποὺ θὰ ποιήσει τὸ θέλημά Του δὲν θὰ περπατήσει ποτὲ στὸ σκοτάδι, δὲν κινδυνεύει ἀπὸ τὸ σκοτάδι διότι θὰ ἔχει πάντοτε μαζί του τὸ θεϊκὸ Φῶς. Προϋπόθεση τοῦ κατὰ Θεὸν φωτισμοῦ εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ θελήματός Του.

Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Φῶς γιὰ τὸν κόσμο[30]. Ἡ ἰδιότητά Του αὐτὴ ἀπορρέει ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι Θεός. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ἀληθινὸ Φῶς ποὺ φωτίζει κάθε νεογέννητο ἄνθρωπο. Ὁπως τὸ φυσικὸ φῶς εἶναι πηγὴ ζωῆς γιὰ τὰ ἔμβια ὄντα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς εἶναι «τὸ ἀληθινὸν Φῶς», ἡ πηγὴ ποὺ μεταδίδει τὴ ζωὴ καὶ φωτίζει κάθε λογικὴ ὕπαρξη. Αὐτὸ θέλει νὰ μεταφέρει καὶ ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἀποδίδοντας τὴν βασικὴ αὐτὴ ἀλήθεια τῆς Πίστεως μὲ τοὺς ἑξῆς λόγους: «Τὸ ἀληθινὸν Φῶς ἐπεφάνη καὶ πᾶσι τὸν φωτισμὸν δωρεῖται»[31]. Ὁ Χριστὸς ἦλθε στὴ γῆ γιὰ νὰ γίνει φῶς τοῦ κόσμου ὅλου, γιὰ νὰ σωθοῦν ὄχι μόνον μερικοί, ἀλλὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.

Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας σημειώνει ὅτι ὁ Χριστὸς αὐτοαποκαλεῖται Φῶς «ὄχι ξεχωριστὰ ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ». Στὸ ἴδιο πλαίσιο ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος συμπληρώνει « Φῶς ὄχι μόνον τῆς Γαλιλαίας, οὔτε τῆς Παλαιστίνης, οὔτε τῆς Ἰουδαίας», περιοχὲς τὶς ὁποῖες γνώριζε καὶ περιῆλθε ὁ Κύριος κατὰ τὴν δημόσια δράση Του, ἀλλὰ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος, ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ὅτι «σ΄  ἐμένα ὑπάρχει φῶς, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι τὸ Φῶς. Ἔτσι, ἀναδεικνύοντας τὸν Ἑαυτό Του ὡς Φῶς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὸς ἐμφανίζεται στοὺς Ἰσραηλίτες ὡς Θεὸς καὶ Μεσσίας, καθὼς αὐτοὶ φρονοῦσαν ὅτι ὁ Θεὸς ἦταν τὸ φῶς τους. Εἶναι ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, τὸ φῶς ποὺ θὰ φωτίσει τὰ ἔθνη, τὸ «φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν»[32]. Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, ὁ Κύριος φανερώνει ὅτι ἡ δόξα τῆς θεότητος εἶναι ἀπρόσιτη καὶ ὅτι μὲ τὴν λαμπρότητα τῆς γνώσεως φωτίζει ὅσους ἔχουν καθαρίσει τὸν ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς.[33] Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν θεία αὐτοσυνειδησία καὶ τὴν θεϊκὴ προέλευση δηλώνει καὶ τὸ «ἐγὼ εἰμί» φράση ποὺ χρησιμοποιεῖται ἐπανειλημμένως στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο.[34]

Ὅπως ἀναφέρθηκε τὸ φῶς ἀντιπαραβάλλεται μὲ τὸ σκοτάδι. Ὁ ἄνθρωπος, καθὼς βρίσκεται ἀνάμεσα στὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι, πρέπει νὰ ἐπιλέξει τὸν δρόμο του. Ὁ Χριστός προτρέπει τοὺς ἀκροατές Του ἀλλὰ καὶ τὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς: «Ἕως τὸ Φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τὸ Φῶς, ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε».[35] Πολλές φορὲς ὅμως οἱ ἄνθρωποι  ἐπιλέγουν, δυστυχῶς μὲ ἐπιμονή, νὰ παραμένουν στὸ σκοτάδι. Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ διετύπωσε ὁ Χριστὸς λέγοντας «τὸ Φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ Φῶς»[36].

Ποιός ἀγαπᾷ τὸ σκοτάδι; Καὶ πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει υἱός Φωτός; «Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ Φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ Φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὴν ἀλήθειαν ἔρχεται πρὸς τὸ Φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τὰ ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα».[37] Ὅποιος δηλαδὴ πράττει τὰ φαῦλα μισεῖ τὸ Φῶς καὶ δὲν ἔρχεται στὸ Φῶς, διότι φοβᾶται μήπως ἀποκαλυφθοῦν τὰ ἔργα του καὶ κριθεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ πράττει σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὸ Φῶς καὶ ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ πράξεις του ἔχουν γίνει ἀπὸ ὑπακοὴ στὸ Θεό.

Ὁ Χριστιανὸς εἶναι φῶς στὸν κόσμο

Ὁ Χριστὸς δίδει τὴν ἐντολὴ στοὺς μαθητές Του νὰ εἶναι λυχνάρια καὶ φωστῆρες καὶ νὰ ξεχωρίζουν μὲ τὴ ζωή των ἐντὸς τοῦ κόσμου τούτου. Ἡ προτροπὴ ἰσχύει καὶ γιὰ ἐμᾶς τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Φιλιππησίους γράφει πρὸς τοὺς πιστούς: «ἵνα γένησθε ἄμεμπτοι καὶ ἀκέραιοι, τέκνα Θεοῦ ἀμώμητα ἐν μέσῳ γενεᾶς σκολιᾶς καὶ διεστραμμένης, ἐν οἷς φαίνεσθε ὡς φωστῆρες ἐν κόσμῳ»[38] δηλαδή νὰ γίνουν ἄψογοι καὶ ὁλοκληρωμένοι, παιδιὰ Θεοῦ ἁγνά, ἀστέρια ποὺ θὰ λάμπουν στὸν κόσμο. Κανένας δὲν πρέπει νὰ παραμείνει στὸ σκοτάδι γιατὶ ἦλθε στὸν κόσμο τὸ Φῶς, ὁ Χριστός˙ «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς».[39]Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀδιαφορήσει μπροστὰ σ΄ αὐτὴν τὴν αλήθεια; Τὸ Φῶς εἶναι ἡ ταυτότητα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ διαλύσει τὰ σκοτάδια τῆς ἀγνωσίας, νὰ ἐξαφανίσει τὸν ζόφο τοῦ μίσους, να ἐξολοθρεύσει τὴν καταχνιὰ τῆς κακίας. Ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ δικαίωση μέσῳ τοῦ Χριστοῦ, ἡ νίκη κατὰ τῆς διεφθαρμένης φύσεώς μας, ἡ προστασία καὶ καθοδήγηση ἀνάμεσα στὶς δυσκολίες καὶ τοὺς πνευματικοὺς κινδύνους, ἡ παρηγορία στὶς θλίψεις, ὁ θρίαμβος κατὰ τοῦ θανάτου ἀποτελοῦν τὴν κληρονομία τῶν ἀκολούθων τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς Φῶς ἀνέτειλε γιὰ μᾶς.

«Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός»[40] παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς τοὺς Ρωμαίους. Νύκτα καὶ σκότος ὑποδηλώνουν τὴν ἁμαρτία, ἀπὸ τὴν ὁποία καλεῖται νὰ ἀποκοπεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἡμέρα καὶ φῶς ὑποδηλώνουν τὴν ἀρετή, τὴν ὁποία καλεῖται νὰ κατακτήσει ὁ ἐν Χριστῷ ἀναμορφωμένος ἄνθρωπος καὶ νὰ ζήσει τὸν μέλλοντα βίο. Ὅπως τὸ φυσικὸ φῶς, ὅταν φωτίζει, γίνεται ὁρατὸ σὲ ὅλους, ἔτσι καὶ ὁ ἀληθινὸς Χριστιανὸς μὲ τὴ ζωή του γίνεται ὑπόδειγμα γιὰ ὅλους. Κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο,  ὅταν οἱ Χριστιανοὶ γίνουν «λύχνοι ἐπὶ τὴν λυχνίαν λάμποντες πᾶσι»[41], τότε οἱ ἄνθρωποι βλέποντας τὰ καλά των ἔργα θὰ δοξάζουν τὸν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνεται λυχνάρι γιὰ τὸν κόσμο ἐφαρμόζει τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς μαθητές Του, «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς»[42], καὶ γίνεται αἰτία δοξολογίας τοῦ Θεοῦ.

Τί σημαίνει ἀκολουθῶ τὸν Χριστό; Σημαίνει ὅτι προσκολλῶμαι σὲ Αὐτὸν μὲ πλήρη ἐμπιστοσύνη καὶ ἐλπίδα· ποιῶ τὸ θέλημά Του καὶ ὑποτάσσω τὸ δικό μου θέλημα στὸ δικό Του· συμμετέχω στὰ πάθηματά Του, συμπάσχω μὲ Αὐτόν, κοινωνῶ μαζί Του.

Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ ἀληθινὸ Φῶς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Σωτηρία. Tὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄδυτο, ὁ ἴδιος εἶναι προβολεὺς, ποὺ φωτίζει καὶ καθοδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὰ φῶτα ποὺ εὐαγγελίζεται ὁ σύγχρονος κόσμος. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ καμία συντήρηση καὶ τεχνικὴ ὑποστήριξη. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ  ἐπικαιροποίηση μὲ βάση τὰ σύγχρονα ἐπιστημονικὰ δεδομένα. Τὸ Φῶς αὐτὸ ἀνέτειλε πρὸ τῶν αἰώνων, διατηρεῖται ἄφθαρτο καὶ ἀνόθευτο νῦν καὶ ἀεί. Ἐφόσον πιστεύομε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου καὶ ἡ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα Του, εἶναι ἐξίσου Φῶς. Εἶναι ὁ χῶρος μέσα στὸν ὁποῖο βιώνεται ὁ φωτισμὸς τοῦ Χριστοῦ, ὄχι χαριστικὰ ἢ μαγικά, ἀλλὰ συνειδητὰ καὶ ὀντολογικὰ μὲ τὴν μετοχὴ στὰ Ἱερὰ Μυστήρια τὰ ἀναγεννῶντα καὶ μορφοποιοῦντα τοὺς πιστοὺς, τὰ συνάπτοντα αὐτοὺς ὑπερφυῶς μὲ τὸν Σωτῆρα.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      Στὴν Ἐκκλησία, ὑπὸ τὸ θεῖον Φῶς, βιώνεται ἡ προσευχή, ἡ μετάνοια, ἡ ἁγιότης μὲ κοινωνία στὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα καὶ στὰ ἔργα ἀγάπης καὶ ἐλέους.

Αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ Φῶς, τὸν Χριστό, κατὰ τὸν Ἅγιο Κύριλλο, δὲν θὰ παραμείνουν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης καὶ τῆς ἁμαρτίας, δὲν θὰ στερηθοῦν τὸν φωτισμὸ καὶ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση πρὸς τὴν ὁδὸ τῆς Ἀληθείας, ἀλλὰ θὰ ζήσουν αἰωνίως, θεατὲς καὶ κοινωνοὶ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος σημειώνει χαρακτηριστικά : «Θὰ τολμούσαμε, λοιπόν, νὰ διατυπώσουμε ὅτι μέσα στὴ συνείδηση τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἐνυπάρχει ἕνα φωτόνιο ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καὶ ἂν ἔχει σκοτισθεῖ ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀδιαφορία. Κάθε τι εὐγενικὸ καὶ ἀληθινὸ στὴ σκέψη, στὴ συμπεριφορά, στὴ θρησκευτικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἀποτελεῖ ἀνταύγεια ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ».[43]

Κατακλείδα

Προσεγγίζοντας ἑρμηνευτικὰ τὸ εὐαγγελικό  «Ἐγώ εἰμι τὸ Φῶς τοῦ κόσμου ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» ἐκθέσαμε ὀλίγα περὶ τῆς ἐννοίας τοῦ «Φωτός» στὴ Χριστιανικὴ Γραμματεία καὶ στὴν ὀρθόδοξο θεολογικὴ διανόηση. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὡς Φωτὸς στὸν κόσμο εἶναι γεγονὸς καθολικό, ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἀφορῶν στὸν κάθε ἄνθρωπο. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὡς Φωτὸς στὸν κόσμο εἶναι γεγονὸς καθολικό, ἀπὸ κτίσεως κόσμου, ἀφορῶν στὸν κάθε ἄνθρωπο καθὼς ὁ Θεός δίδει τὴν χάρη Του ἁπλόχερα πρὸς πάντας. Ἡ ἀποδοχὴ ὅμως τοῦ Φωτὸς καὶ ἡ ἁγιαστική του δύναμη δὲν ἐξαρτᾶται μόνον ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἐπιλογὴ πορείας καὶ στάσεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἂν στερεῖται τὸ θεῖο Φῶς, χρειάζεται νὰ ἀναζητήσει ἐντὸς καὶ ἐκτὸς αὐτοῦ τὶς αἰτίες ποὺ τὸν καθηλώνουν στὸ σκότος καὶ τὸν ἐμποδίζουν νὰ ἔχει τὴν ἐμπειρία τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Κύριο καὶ Δημιουργό του.[44] Ἡ ἄρνηση ὅμως τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ σὲ κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του τὸν ὁδηγεῖ κατ΄ἀνάγκη σὲ ἀπόρριψη τῆς ἐλπίδος τῆς ἐν Χριστῷ Σωτηρίας, σὲ ἀπαξίωση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τῶν ἄλλων συνανθρώπων τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακράν, μὲ ὀλέθρια ἀποτελέσματα γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ἀδικίες οἱ πόλεμοι, ἡ φτώχεια, ἡ ἀνασφάλεια καὶ ὅλες οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ταλαιπωρίες τῶν βροτῶν.  

Στὴν καθημερινὴ Δοξολογία πρὸς τὸν Κύριο καὶ Σωτῆρα ὁ προσευχόμενος πιστὸς ὁμολογεῖ: «Ὅτι παρὰ Σοὶ πηγὴ Ζωῆς, ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα Φῶς». Εἴθε τὸ Φῶς τοῦ θεανθρωπίνου προσώπου τοῦ Χριστοῦ νὰ σημειωθεῖ ἐπάνω στὸν κάθε πιστὸ γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ  τῆς θεάσεως τοῦ ἀπροσίτου Φωτός.[45] Ὁ σύγχρονος Χριστιανὸς ἔχει  εὐθύνη καὶ ὑποχρέωση ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἐπιλογὴ τοῦ δρόμου τοῦ Φωτὸς σὲ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς του, νὰ «πορευθεῖ » στὰ ἔθνη[46] καί, μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὸν λόγο του, νὰ «φωτίσει»  τοὺς ἐν τῇ σκοτίᾳ συνανθρώπους, δίδοντας τὴν ἐλπίδα τῆς ἐν Χριστῷ Σωτηρίας καὶ τῆς κληρονομίας τῆς Οὐρανίου Βασιλείας Του. 

 

[1] Μτ  κβ΄,15.

[2] Ἰω ια΄, 25.

[3] Ἰω ιδ΄, 6.

[4] Ἰω ιε΄, 1.

[5] Ἰω ι΄, 9.

[6] Ἰω η΄, 12.

[7] Εὐχὴ α΄ Ὥρας.

[8] Βλ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, 20022, λ.«φως», σ. 1918 και Δ. Δημητράκος, Νέον Λεξικόν, σ. 1290.

[9] Γεν α’, 3-4.

[10] Ἰ. Χρυσόστομος, «Εἰς τὴν Γένεσιν ὁμιλίαι Α΄-Ζ΄», Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ),τ. 41, Ὁμιλία Γ΄, 40-42.

[11] Ψλ κϚ΄, 1.

[12] Ψλ ργ΄, 1-2: «...Ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω. Ἀναβαλλόμενος φῶς  ὡς ἱμάτιον.».

[13] Ἀβ γ΄, 4.

[14] Ἔξ κδ΄, 10. 

[15] Ἔξ κδ΄, 16-17 καὶ 19, 18.

[16] Ψλ ιζ΄, 14-15.

[17] PG 120, 660 Β· 661C. (κ.105 – 106).

[18]Πρβλ. Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, «Λόγος Η΄ Περὶ Θεολογίας», 290.

[19] Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, «Προς τη σεμνοτάτη μοναχή Ξένη», Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Μεταφρασμένη στη νεοελληνική γλώσσα,τ. Δ΄, Θεσσαλονίκη, 1986, (ἄνευ σελίδων).

[20] Δοξαστικὸν Ἑσπερινοῦ τῆς Μεταμορφώσεως. Κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ περιγραφὴ ἡ φωτεινότης τῆς νεφέλης συνδυάζεται μὲ τὴν ἐξ αὐτῆς φωνὴ τὴν ὁποία ἤκουσαν οἱ Μαθητὲς καὶ ἔπεσαν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους: «...ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· Αὐτοῦ ἀκούετε. Καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα» (Μτθ ιζ΄6)

[21] Ψλ 35, 10.

[22] Βλ. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «Περὶ Θεώσεως», Πατερικὴ Θεολογία, (Κείμενο των απομαγνητοφωνημένων παραδόσεων, επ' αμφιθεάτρω, της Ορθοδόξου Πατερικής Δογματικής διδασκαλίας του μακαριστού καθηγητού πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης κατά την διδακτική περίοδο του Α΄ εξαμήνου του έτους 1983.-Πρόλογος: Γεώργιος Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Επιμέλεια: Μοναχός Δαμασκηνός Αγιορείτης), Εκδόσεις Παρακαταθήκη, Αύγουστος 2004,157

[23] Μτ  δ΄, 16.                                                     

[24] PG 25, 97C.

[25] Ἰω ι΄ 7-9.

[26] Ἰω ιδ΄ 6.

[27] Ἰω ια΄ 25.

[28] Ἰω α΄ 4-5.

[29] Βλ. Ἰω η΄, 12

[30] Ἰω θ΄ 5.

[31] Στιχηρὸν Αἴνων Θεοφανείων.

[32] Λκ β΄, 32.

[33] Πρβλ. Παναγιώτης Τρεμπέλας, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, Σχόλια στὸ η΄12.

[34] E. Schweizer, «Ego Eimi», Vandenhoeck & Ruprecht, Göttingen 19652, σ. 108, 138, 167.

[35] Ἰω ιβ΄, 36.

[36] Ἰω γ΄, 20.

[37] Ἰω γ΄, 21.

[38] Φιλ β΄, 15.

[39] Μτ ε΄, 16.

[40] Ρωμ ιγ΄, 12.

[41] PG 36, 412C: «...φωτίσωμεν ἑαυτοὺς φῶς γνώσεως·...ἵνα τά τε ἄλλα καὶ τοῦτο μάθωμεν τί μὲν τὸ ἀληθινὸν φῶς, τί δὲ τὸψευδόμενον...Γενώμεθα φῶς, ὥσπερ...γενώμεθα φωστῆρες ἐν κόσμῳ, λόγον ζωῆς ἐπέχοντες. Λαβώμεθα θεότητος, λαβώμεθα τοῦ πρώτου καὶ ἀκραιφνεστάτου Φωτός... ».

[42] Μτ δ΄, 16.

[43] Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος, «Ο Χριστός, το Φως του κόσμου», Η Καθημερινή, 25-12-2009.

[44] Βλ. Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, «Ὁ κόσμος ὡς «κόσμος» στὸ Δ΄ Εὐαγγέλιο», Δελτίο Βιβλικῶν Μελετῶν, τ. 20 (2001), σσ. 16-17.

[45] Εὐχὴ α΄ Ὥρας,βλ. σημ. 7.

[46] Μτθ κη΄, 19.