Χριστούγεννα γιὰ πάντα
Μητροπολίτου Αὐστρίας καὶ Ἐξάρχου Οὑγγαρίας Ἀρσενίου
«Χαρᾶς πεπλήρωνται, πάντα τὰ πέρατα· ἡ Θεοτόκος γάρ, γεννᾶν ἐπείγεται, τὸν Βασιλέα τοῦ παντός, ὦ θαύματος ἀνερμηνεύτου! ἄρχεται ὁ ἄναρχος, καὶ σαρκοῦται ὁ Ἄσαρκος, Σπήλαιον εἰσδέχεται, τὸν συνέχοντα ἅπαντα».[1]
Στὸ Μέγα καὶ Ἐστρωμένο Δεῖπνο τῆς παρουσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ[2], στὴ μόνη καὶ ἄπειρη χαρὰ τῆς Θείας Γέννας τοῦ Γιαχβέ, τοῦ παντοδυνάμου Δημιουργοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μᾶς καλεῖ «ἔτι καὶ ἔτι» ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία. Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ προσδοκοῦμε τὸν ἐρχομὸ καὶ τὴ σάρκωση στὴ δική μας προσωπικὴ διαδρομὴ τοῦ Βασιλέα τῶν Ὅλων, τοῦ Ἄρχοντα τῆς εἰρήνης, τοῦ Πατρὸς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος[3], τοῦ Ἐμμανουήλ.
Καλούμαστε νὰ ζήσουμε καὶ νὰ ἀναγεννηθοῦμε στοὺς κόλπους τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπου «συγκαταβαίνει ὁ Σωτήρ, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων»[4] καὶ γεννᾶται «σήμερον». Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ σαρκώνεται στὸν κάθε ἄνθρωπο, «νῦν», θεραπεύοντας «τὸν τῇ ψυχῇ τετρωμένον δρακοντείῳ δήγματι»[5] ἄνθρωπο, ἀθανατοποιῶντάς τον, προσφέροντάς του τὸ ἄκτιστο δικό Του «ἀεί». «Πᾶν εἶδος κακίας διὰ πάσης τῆς Ἁγίας αὐτοῦ πολιτείας ἐξιάσατο».[6]
Στὶς μέρες μας, ὅπου σχεδὸν ὅλα ἔχουν ἀνθρωπίνως εἰπωθεῖ, ἂς προσπαθήσουμε, μὲ δύο παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ μοναστικὴ παράδοση νὰ δοῦμε μιὰ ἄλλη δυναμική – στὴν ἁπλότητα τῆς ὁποίας γίνεται δυνατὴ ἡ ψηλάφηση τῆς Θείας Σαρκώσεως καὶ ἀφορμὴ οἰκείωσης τοῦ μυστηρίου τῶν Χριστουγέννων. Μιλῶ γιά «ἁπλότητα» ἐννοῶντας ὅτι γιὰ νὰ γιορτάσεις Χριστούγεννα πρέπει νὰ ἔχεις Χριστό. Καὶ ἀναφέρω τὴ λέξη «δυναμική», διότι συστατικὸ στοιχεῖο τῆς ἑορτῆς εἶναι οἱ ὠδῖνες μιᾶς γέννας, οἱ ὠδῖνες νὰ ἐπιτρέψεις στὸν ἑαυτό σου νὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστὸς στὸν παγερὰ ἀδιάφορο κόσμο σου!
Ἕνα ἀπὸ τὰ καίρια στοιχεῖα τοῦ μοναχικοῦ βίου εἶναι ἡ τακτικὴ ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν∙ ἡ κάθαρση δηλαδὴ τοῦ ἐσώτατου ἑαυτοῦ ἀπὸ τὴν ἰδιώτευση. Ὁ μοναχὸς ἀνοίγεται ἑκουσίως στὸ Θεῖο μὲ τὴν κατάθεση τῶν κακῶν ἢ καλῶν σκέψεών του στὸν πνευματικὸ πατέρα. Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια σὲ ἕνα ἱστορικὸ κοινόβιο τῆς ἁγιορείτικης πολιτείας συνέβη τὸ ἀκόλουθο περιστατικό. Μετὰ τὸν ἑσπερινό, κατὰ τὴν ὁρισμένη ὥρα ποὺ ὁ γέροντας δεχόταν τοὺς μοναχούς, φτάνει στὸ ἱερὸ τοῦ καθολικοῦ τῆς Μονῆς ἕνα ταπεινὸ γεροντάκι. Κυρτωμένο ἀπὸ τὴν πολύχρονη ἄσκηση ξεκινᾶ μὲ σπαστὴ φωνὴ τὴν κατάθεση τῶν λογισμῶν του ἀδυνατῶντας νὰ τελειώσει τὶς φράσεις του. Στὴν ἐρώτηση δὲ τοῦ Γέροντα γιὰ τὸ τί τοῦ συμβαίνει, ὁ καλόγερος ἀπαντᾶ πὼς ἡ σκέψη του ἔχει ἁλωθεῖ ἀπὸ τὴ μεγαλοσύνη τοῦ μυστηρίου τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ μοναχὸς δὲν ἑστίαζε στὴν καλοσύνη ἢ τὴν ἁμαρτία του, ἀλλὰ εἶχε ἀφεθεῖ εὐχαριστιακά, μὲ ὅλη του τὴν ὕπαρξη, στὴν κατανόηση τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἔνταση τῆς ἐνατένισης τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας οἰκονομίας ἀναδεικνύει τὸ γεγονὸς μιᾶς ἄλλης μυστικῆς «Χριστοῦ γέννας» στὴν καρδιὰ τοῦ πιστοῦ. Γιὰ τὸν χριστιανό, λοιπόν, ἡ ἐν σαρκὶ παρουσία τοῦ τά πάντα δημιουργήσαντος Θεοῦ «ἐν μορφῇ δούλου» ἀποτελεῖ τή Σωτηρία του. Ἡ Σάρκωση τοῦ Λόγου δὲν εἶναι μόνο ἡ φανέρωση τοῦ ἀπολύτου Μεγαλείου ἀλλὰ γίνεται καὶ ἡ ἀποκάλυψη τῆς προοπτικῆς τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος. Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς ἑνώνεται ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως, ἀτρέπτως καί ἀναλλοιώτως μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, σημαίνει ὅτι τὸ ὑλικὸ σῶμα – ψυχὴ εἶναι ἱκανὸ νὰ θεωθεῖ, δηλαδὴ νὰ γίνει ἕνα μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος δὲν βελτιώνεται ἠθικὰ, ἀλλὰ γίνεται θεοφόρος, ψυχῇ τε καὶ σώματι ∙ ὁρᾶ τὸν Θεὸν «καθὼς ἐστίν», «πρόσωπο πρὸς πρόσωπο», ὡς «φίλο» καὶ ἀπολαμβάνει τὴν σχέση μαζί Του, ἀντιπροσφέροντας διαρκῶς τὸν ἑαυτό του, ζῶντας εὐχαριστιακὰ τὸ «τὰ Σὰ ἐκ τῶν Σῶν». Ὁ Κύριος κενώνει ἑαυτόν καὶ ἐνδύεται «τὸ ἀνθρώπινον» ἀληθινὰ καὶ ὄχι κατὰ δόκηση. Ὡς δοῦλος βγαίνει «εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμούς»[7] προσκαλῶντας τοὺς πάντες στὴν πνευματικὴ ἑστίαση τοῦ Κυριακοῦ δείπνου[8] διατρανώνοντας τὴ δυνατότητα τοῦ κτιστοῦ νά ἐνδυθεῖ τὸ Ἄκτιστο.[9]
Τὸ γεγονὸς αὐτῆς τῆς σάρκωσης ὁ πιστὸς δέν τὸ ζεῖ ὡς ἀνάμνηση ἀλλὰ ὡς διαρκὲς παρόν. Δὲν περιμένει ἡμερολογιακὰ νὰ θυμηθεῖ ἐκεῖνο τὸ ἱστορικὸ γεγονὸς τῆς Βηθλεέμ, ἀλλὰ «ἐν τοῖς μυστηρίοις» χωρεῖ τὸν Ἀχώρητο. Δὲν ἀποκτᾶ μιὰ ἄποψη γιὰ τὰ πράγματα[10], οὔτε υἱοθετεῖ φαντασιακὰ μαρτυρίες ἢ ἀπόψεις ἄλλων γιὰ τὴν «ἐν χρόνῳ» παρουσία τοῦ Θεοῦ. Καλεῖται νὰ ἀναχθεῖ στὴ θεϊκὴ πραγματικότητα: «... καὶ ἐπάραντες τὸν νοῦν, ἐπὶ τὴν Βηθλεὲμ ἀναχθῶμεν τῇ διανοίᾳ, καὶ κατίδωμεν τὴν Παρθένον, τοῖς ψυχικοῖς λογισμοῖς, ἐπειγομένην τίκτειν ἐν Σπηλαίῳ, τὸν τῶν ὅλων Κύριον καὶ Θεὸν ἡμῶν»[11].
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία «ὁ Χριστὸς συλλαμβάνεται, μορφοποιεῖται καί μεγαλώνει μέσα μας… Πρέπει καὶ ἐμεῖς νά γνωρίζωμε τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς δικῆς μας κυοφορίας, νὰ καταλαβαίνωμε ὅτι φέρομε μέσα μας τὸ Παιδίον τὸ Νέον, τὸν Χριστόν· ὅτι πραγματοποιοῦμε τὶς προφητεῖες τοῦ Ἡσαΐου καὶ τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων»[12]. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἀνάγνωση ἡ ἱστορία τῆς Βίβλου, οἱ ρήσεις τῶν προφητῶν, οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, τὰ γεγονότα τῆς Θείας Οἰκονομίας δέν ἀποτελοῦν παρελθοντικὲς ἀναφορὲς ἀλλὰ ἐσχατολογικὲς προσωπικὲς ἐπιβεβαιώσεις. Ὁ κάθε πιστὸς γίνεται μέτοχος τῶν Θείων! Ὁ ἄνθρωπος συναντᾶ τὸ σκοπὸ τῆς δημιουργίας του, ἐκπληρεῖ τὶς δυνατότητες του. Μεταλλάσσοντας τὰ λόγια τοῦ Wittgenstein[13] θὰ λέγαμε πῶς «ὁ ἄνθρωπος περιέχει τὴ δυνατότητα συνάντησης μὲ τὸ Θεό. Ἡ δυνατότητα αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια ἡ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου - ἡ οὐσία του». Ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶ τὸ Ὑποκείμενο τῆς ὕπαρξης καὶ ξεκινᾶ νὰ ὑπάρχει. Ὑπάρχει μόνο σὲ σχέση μὲ αὐτό.
Ὡς ἐκ τούτου «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν», ὅταν γίνει ἡ μόνη ἀλήθεια τῆς ζωῆς μας, τότε ὅλα ἀλλάζουν, μεταμορφώνονται, γίνονται θεϊκὰ καὶ ἡ Ζωή Του γίνεται ζωή μας· «τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ»[14]. Ὁ τρόπος τῆς ἀκατάληπτης θεϊκῆς κενώσεως γίνεται τρόπος ζωῆς. Κάθε σκιώδης ὀπτικὴ τῆς ὑπάρξεως φωτίζεται ἀπὸ τὴν δυναμικὴ τοῦ Θεϊκοῦ «ἀδειάσματος». Τὸ μυστήριο τῆς γεννήσεως τοῦ Λόγου ἀνοίγει τὰ μάτια ὡς «τῆς ἀληθείας φάος» μὲ σκοπὸ νὰ δοῦμε τοὺς «ἀφεγγεῖς τύπους» καὶ «τὰς σκιὰς τὰς παρηγμένας».[15]
Μιὰ ἐξαιρετικῆς σημασίας ἐρώτηση εἶναι τὸ πῶς θὰ γίνει πραγματικότητα αὐτὴ ἡ ἐπαγγελία τοῦ Κυρίου μας. Ἡ ἀπάντηση βρίσκεται διάσπαρτη στὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὰ βιβλικὰ καὶ πατερικά της κείμενα. Περιγράφοντάς την μὲ μιὰ λέξη θὰ ἔλεγα πὼς εἶναι ἡ ἀποταγή. Τὸ ἐρωτικὸ ἄφημα στὴ δική Του βούληση.
Γιὰ τὴν ἀποταγὴ αὐτὴ ἂς διαβάσουμε ἀπὸ τὴ γραφῖδα τοῦ ἀειμνήστου γέροντα Χερουβίμ, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, τὴν ἀκόλουθη ἱστορία:
«Ἐκεῖ στὸν Ἅγιο Βασίλειο συνέβη κι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ὄμορφα περιστατικὰ τῆς ἁγιορείτικης ζωῆς. Κάποιος Γέροντας δέχθηκε στήν ὑπακοή του ἕνα νέο ὁ ὁποῖος ἦλθε νὰ μονάση καὶ μάλιστα στὴν σκληρὴ ζωὴ τῆς ἐρήμου. Ὁ Γέροντας στὴν ἀρχὴ ἦταν διστακτικός, ἀργότερα ὅμως τὸν ἐκράτησε, παρ’ ὅλο ποὺ φαινόταν καλομαθημένος. Ὁ νέος ἄρχισε τὴ ζωή τοῦ ἀρχαρίου μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ὁ Γέροντας, βλέποντας τὴν προθυμία του, τὸν ἐβοηθοῦσε ἀναλόγως. Κάποια ἡμέρα ὅμως παρετήρησε, ὅτι ἀπὸ τὸν λαιμὸ τοῦ ὑποτακτικοῦ του κρεμόταν ἕνα ρολόι μεγάλης ἀξίας, μὲ μία πολύτιμη ἀλυσίδα. Ἄφησε νά περάση λίγος καιρὸς καὶ ὅταν ἔκρινε πὼς ἦλθε ἡ κατάλληλη στιγμή, τοῦ εἶπε: -Τί εἶναι, παιδί μου, αὐτὸ ποὺ κρέμεται στὸ στῆθός σου; -Εἶναι ἕνα ὁλόχρυσο ρολόι, ἐνθύμιο τοῦ πατέρα μου. Εἶναι ὁ μεγάλος μου θησαυρός, ἀπήντησε ὁ ὑποτακτικὸς συγκινημένος. -Ἄ, παιδί μου, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶσαι μοναχὸς καὶ νὰ ἔχεις ἐνθύμια ἀπὸ τὴν οἰκογένειά σου καὶ μάλιστα χρυσά! Ὁ ὑποτακτικὸς βρέθηκε σὲ ἀμηχανία. –Γιὰ νὰ ἐξακολουθήσης νὰ παραμένης ἐδῶ, συνέχισε ὁ Γέροντας, πρέπει χωρὶς ἄλλο νὰ καταστρέψης τὸ ἀναμνηστικὸ αὐτὸ δῶρο μὲ τὸ ὁποῖο τόσο δυνατὰ ἔχει συνδεθεῖ ἡ καρδιά σου. Ὁ ὑποτακτικὸς τὸν ἄκουγε ἀπολιθωμένος. –Γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ ρολογιοῦ θὰ χρησιμοποιήσης ἐκεῖνο τὸ μεγάλο γουδί, τὸ πέτρινο, συνεπλήρωσε ὁ Γέροντας.
Ὁ δόκιμος μοναχὸς ἀπέμεινε σὲ λίγο μόνος. Ἐπίθεση τοῦ διαβόλου, λογισμοί, ψυχολογικὲς ἀντιδράσεις, ἔπεσαν ὅλα μαζί…. Ἐγὼ τὰ ἀπαρνήθηκα ὅλα, ἔκοψα τοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν κόσμο καὶ τὴν οἰκογένειά μου ἅπαξ διαπαντός… Πρέπει λοιπὸν νὰ τὸ κοπανίσω καὶ αὐτὸ στὸ γουδὶ τῆς ἀποταγῆς; Μάχη σφοδρὴ μέσα του γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ὅταν ἔφθασε στὴν τέταρτη ἡμέρα πῆρε τὸ ρολόι, τὸ κατεφίλησε, ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἔλαβε τὴ μεγάλη ἀπόφαση.
-Γέροντα, ποῦ εἶναι τὸ γουδί; -Νά, ἐκεῖ παιδί μου. –Θὰ σὲ συντρίψω, εἶπε. Ὁ Χριστὸς μᾶς θέλει ὁλοκληρωτικὰ δοσμένους σ’ Αὐτόν. Δὲν θέλει νὰ συνδεόμαστε μὲ τὸν κόσμο οὔτε μὲ μιὰ κλωστή… !
-Τώρα παιδί μου κάνεις γιὰ μοναχός, εἶπε ὁ σοφὸς Γέροντας.»[16]
Ἡ ἀσκητικὴ αὐτὴ ἐμπειρία, μὲ τὴ φαινομενικὴ σκληρότητά της μᾶς ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο τῆς ἀποταγῆς ποὺ ὁδηγεῖ στὸν θεῖο ἔρωτα. Σὲ ἕναν ἔρωτα χωρὶς συμβατικότητες. Στὸν ἔρωτα τοῦ Ἀπολύτου. Ἡ λεβεντιὰ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀπελευθερώνει τὸν πιστὸ ὁ ὁποῖος ἑκουσίως λατρεύει τὸν Κτίσαντα παρὰ τὴν κτίση, τὸν Δωρεοδότη καὶ ὄχι τὸ δῶρο. Καθιστᾶ τὸν κάθε ἕνα ἀπὸ ἐμᾶς ἀπὸ δοῦλο καὶ ἐπαίτη, τέκνο Θεοῦ καὶ ἀπελεύθερο. Εἶναι ἴσως οἱ ὡδῖνες ἐκεῖνες ποὺ χρειάζονται γιὰ νὰ ἀποκοπεῖ ἡ νέα ζωὴ ἀπὸ τὴν παλαιά, εἶναι ἡ νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ καὶ ἡ ἀνάδυση τοῦ ἀνακαινισμένου: «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, … νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα… ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ' εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν …, ὅπου τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός.»[17]
Ἀποταγὴ σημαίνει τὸ ἐνθουσιῶδες καὶ μανικὸ δόσιμο τῆς ὕπαρξής μας στὸν Κύριο. Δίνουμε, ἀδελφοί, τὴ σάρκα μας στὸ Θεὸ μὲ τὴ θέλησή μας, ἀναγνωρίζοντας τὸν ἑαυτό μας, τὶς ἐλλείψεις μας, τὰ σκοτάδια καὶ τὶς ὑπαρξιακές μας ρωγμές. Μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν Του, μὲ τὴν ἀσκητική μας προσπάθεια, τὴν προσευχή, τὴ νηστεία, ἐγγίζουμε τὸν Κύριο καὶ Θεό μας, ὁ ὁποῖος σαρκώνεται μέσα μας, ὄχι ἐπειδὴ τὸ ἀξίζουμε, ἀλλὰ ἐπειδὴ Ἐκεῖνος τὸ ἐπιθυμεῖ.
Ἀποταγὴ σημαίνει ἐμπιστοσύνη στὸ γεγονὸς πὼς ὁ Θεός μου συμπάσχει μὲ τὴ δική μου ὀδυνηρὴ καθημερινότητα, μὲ τὶς δικές μου ἀπογοητεύσεις καὶ ἔχοντας καὶ Ἐκεῖνος «μετάσχει τῶν αὐτῶν»[18] σηκώνει μαζὶ μὲ ἐμένα τὸν σταυρό μου. Ὁ μέγας καὶ δίκαιος Ἰώβ, ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὴν ἀθλιότητά του φτάνει, πρὸς στιγμήν, στὴν ἐκφορὰ ἑνὸς ἔντονου παράπονου, λέγοντας: «οὐ γὰρ εἶ ἄνθρωπος κατ᾿ ἐμέ, ᾧ ἀντικρινοῦμαι, ἵνα ἔλθωμεν ὁμοθυμαδὸν εἰς κρίσιν. Εἴθε ἦν ὁ μεσίτης ἡμῶν καὶ ἐλέγχων καὶ διακούων ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων»[19].
Καὶ ὅμως ὁ Χριστός μας γίνεται ἄνθρωπος καὶ γίνεται μεσίτης ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στὸν Ἄνθρωπο, μετέχει στὴ δική μας ἀθλιότητα, ὑποφέρει, ραπίζεται, ἐξευτελίζεται, πονᾶ, παθαίνει, πεθαίνει καὶ ἀνίσταται ἀνακαινίζοντας καὶ ἀνανοηματοδοτῶντας τὰ πάντα. Κενώνεται ὁ Θεὸς καὶ Λόγος, ταπεινώνεται γιὰ νὰ μᾶς ἑνώσει μὲ τὴ Θεία Του Ζωή. Ἡ δική μας ἀνταπόκριση εἶναι τὸ ἄδειασμα ἀπὸ τὰ καλὰ καὶ τὰ ἄσχημά μας, ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς κακίες μας, ἡ δική μας ὑπαρξιακὴ ἠσυχία ποὺ θὰ Τοῦ ἐπιτρέψει νὰ κάνει σάρκα Του τὴ σάρκα μας.
«Καλὸν ἀεὶ σχολάζειν καὶ ζητεῖν τὸν Θεόν, ὡς προσετάγημεν. Κἂν γὰρ κατὰ τὴν παροῦσαν ζωὴν ζητοῦντες ἐπὶ τὸ πέρας ἐλθεῖν τοῦ βάθους τοῦ Θεοῦ οὐ δυνάμεθα, ἀλλ᾿ ἴσως καὶ ἐπ᾿ ὀλίγον τοῦ βάθους αὐτοῦ φθάνοντες, θεωροῦμεν ἁγίων ἁγιώτερα καὶ πνευματικῶν πνευματικώτερα.»[20]
Χριστούγεννα, λοιπόν, γιὰ πάντα ἀγαπητοί μου!
[1] «Καὶ νῦν» Μεσῳδίου Καθίσματος Ὄρθρου Κ’ Δεκεμβρίου, Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις, ἔκδ. Γ 2009, σελ. 366.
[2] Λουκ. 14,16-24.
[3] Ἡσ. 9,6.
[4] Στιχηρὸ Ἰδιόμελο τῆς Ἑορτῆς,Ἦχος πλ. δ', Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ, Ἑσπερινὸς Α’ Ἰανουαρίου, Μηναῖον Ἰανουαρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις, ἔκδ. Γ 2009, σελ. 8.
[5] Γ’ ᾨδή, Ὄρθρος Κυριακῆς, Ἦχος βαρύς.
[6] Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Περὶ τῶν καλουμένων ἐν τῷ δείπνῳ, κεφ. ΙΔ΄, P.G.123, 936C.
[7] Λουκ. 14,23.
[8] Εἶναι ἐδῶ ἐξαιρετικῆς θεολογικῆς σημασίας ἡ ἐπισήμανση τοῦ Θεοφυλάκτου Βουλγαρίας ὅτι ὁ ἀποστελλόμενος δοῦλος τῆς παραβολῆς τῶν κεκλημένων στὸ μεγάλο Δεῖπνο (Λουκ. 14,16-24) εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. P.G. 123, 936A.
[9] Ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Γαλ. 3, 27.
[10] Ὁ Edgar Allan Poe στὸν πρόλογο τῶν νεανικῶν του ποιημάτων, στὴν ἔκδοση τοῦ 1831, κάνει μιὰ θαυμάσια κριτικὴ τῶν ἀμύητων στὴν ποίηση ἀνθρώπων, ποὺ ἐπιμένουν νὰ ἔχουν εὔκολη ἄποψη γιὰ ὅλα, τοὺς ὁποίους ὀνομάζει ἠλιθίους ἐπειδή, μὴ ἔχοντας σταθεῖ στὶς κορυφὲς τῶν Ἄνδεων, κρίνουν ὑψιπέτες ἀετούς. Edgar Allan Poe, Ποιήματα τὰ νεανικά, GUTENBERG, 2015, σελ. 19.
[11] Προεόρτιο Στιχηρὸ Ἰδιόμελο τῆς Ἑορτῆς, Ἦχος α’, Ἑσπερινοῦ Κ’ Δεκεμβρίου, Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις, ἔκδ. Γ 2009, σελ. 357.
[12] Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ Σιμωνοπετρίτου, Λόγοι ἑόρτιοι μυσταγωγικοί, Ἴνδικτος 2014, σελ. 323.
[13] Ludwig Wittgenstein, Tractatus Logico Philosophicus, ἐκδόσεις Παπαζήση, 1978, σελ. 47.
[14] Κολ. 3,4.
[15] ᾨδὴ θ΄, Κανὼν Ἰαμβικὸς Ἰωάννου Μοναχοῦ, «Τύπους ἀφεγγεῖς καὶ σκιὰς παρηγμένας,/ Ὦ Μῆτερ ἁγνή, τοῦ Λόγου δεδορκότες,/Νέου φανέντος, ἐκ πύλης κεκλεισμένης,/Δοξούμενοί τε, τῆς ἀληθείας φάος,/ἐπαξίως σὴν εὐλογοῦμεν γαστέρα», Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἔκδ. Γ, ἐν Ἀθήναις 2009, σελ. 517.
[16] Ἀρχιμ. Χερουβίμ, Ἀπὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, Νοσταλγικὲς Ἀναμνήσεις, Ι. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός, 2000, σελ. 211-213.
[17] Κολ. 3, 5-11.
[18] Ἑβρ. 2,14.
[19] Ἰώβ, 9,33.
[20] Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, ἑκατοντὰς δευτέρα ιθ’, Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν, Ἱ. Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα, Ἀρκαδία 2012, τομ. Γ’, σελ. 234.