Ἡ Θεολογία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὴν ἐποχή τους καὶ σήμερα

Μητροπολίτου Αὐστρίας Ὑπερτίμου καὶ
Ἐξάρχου Οὑγγαρίας 
καὶ Μεσευρώπης κ. κ. Ἀρσενίου

Ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τῶν τριῶν μεγάλων θεολόγων τοῦ 4ου αἰῶνα, τοῦ Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου τὴν 30η Ἰανουαρίου, ἀποτελεῖ, ὡς ἱστορικὸ γεγονὸς αὐτὸ καθ´ ἑαυτό, ἑορτὴ τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

 

Στὰ μέσα τοῦ 11ου μ.Χ. αἰ. μιὰ ἰδιότυπη ἀναταραχὴ ξεσπᾷ στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχοντας περάσει τὴν ὀδυνηρὴ ἐποχὴ τῶν μεγάλων αἱρέσεων καὶ τῶν θεολογικῶν ἐρίδων ποὺ συγκλόνισαν τὴν αὐτοκρατορία γιὰ πολλοὺς αἰῶνες, τὸ Βυζάντιο γνωρίζει μιὰ ἀναβίωση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος μέσα ἀπὸ δύο κυρίως διδασκάλους, τὸν Μιχαὴλ Ψελλὸ καὶ τὸν Ἰωάννη Ἰταλό. Οἱ ἰδέες αὐτῶν τῶν δύο φιλοσόφων ἔφεραν στὸ προσκήνιο τὴ σύνθεση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως αὐτὴ ἐμφανίζεται στὰ ἔργα τῶν δύο μεγάλων Καππαδοκῶν καὶ τοῦ Ἁγ. Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου. Κατὰ τὴ διάρκεια αὐτῆς τῆς σχετικὰ περιορισμένης ἀναταραχῆς, «ἀπολογούμενοι» οἱ πιστοὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἑρμήνευαν τὴν θεολογία ἑνὸς ἑκάστου τῶν μεγάλων θεολόγων μὲ τρόπο ἀποσπασματικὸ καὶ φατριαστικό, ὥστε «συμβαίνειν διαιρεθῆναι τὰ πλήθη καὶ τοὺς μὲν Ἰωαννίτας λέγεσθαι, τοὺς δὲ Βασιλείτας, Γρηγορίτας δὲ τοὺς λοιπούς»[1]. Οἱ Βασιλεῖτες ὑπερθεμάτιζαν τὴν ὑψηγορία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν ἰσάγγελο βίο του καὶ τὴν ἀπαράμιλλη σοφία του ἐξερεύνησε τὴν «φύσιν τῶν ὄντων». Οἱ Ἰωαννίτες ἐξύψωναν τὸν Χρυσορρήμονα Ἰωάννη «ὡς ἀνθρωπικώτερον»[2] ἐπειδὴ μὲ τὸν λόγο του μετέφερε ἄμεσα τὶς θεῖες ἀλήθειες καιροποιημένες στὴν ἀντίληψη τῶν πιστῶν καὶ δὲν δίσταζε νὰ χρησιμοποιεῖ τολμηρὲς «ἄγραφες»[3] διατυπώσεις ὡς ἄλλος Παύλος «τοῖς πᾶσι γενόμενος τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσει»[4]. Οἱ Γρηγορίτες τέλος ἐξῆραν τὴν εὐαισθησία, τὸ μυστικὸ βάθος καὶ τὴν ποιητικότητα τοῦ Θεολόγου Γρηγορίου.

Ὅταν πιὰ ἡ κατάσταση ὁδηγήθηκε στὰ ἄκρα «ἐν Κωνσταντινουπόλει στάσις γέγονε παρὰ τῶν ἐλλογίμων καὶ ἐναρέτων ἀνδρῶν»[5]. Γιὰ νὰ ἀντιμετωπιστεῖ τὸ πρόβλημα αὐτό, ὁ μητροπολίτης Εὐχαΐτων Ἅγιος Ἰωάννης Μαυρόπους, ἐπὶ βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου (1042-1055), κατόπιν ἐπεμβάσεων τῶν ἰδίων τῶν Ἁγίων καθιέρωσε τὸν κοινὸ ἑορτασμό τους, ἐπιλέγοντας εὐφυῶς τὸν μῆνα Ἰανουάριο, καθότι αὐτὸς ἐμπεριέχει μεμονωμένες τὶς ἑορτὲς καὶ τῶν τριῶν.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τοῦ 11ου μ.Χ. αἰῶνα ὑπενθυμίζει σὲ κάθε ἐποχὴ τὴ βασικὴ ἀρχὴ τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ πράξης, τῆς ὁποίας οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες παραμένουν διαρκῆ καί ἀκραιφνῆ παραδείγματα, τὴν ἐκκλησιαστικότητα. Ἡ θεολογία τους εἶναι ξεκάθαρα ἐκκλησιαστική. Καὶ οἱ τρεῖς μὲ ἔνθεο πάθος πολέμησαν τὴν ἰδιώτευση τῆς ἀτομικῆς σκέψης καταθέτοντας τὸ εἶναι τους στὴν Ἐκκλησία – στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ διαρκώς «γίνεται». «Ἴδιον μέν, οὐδὲν ἠνέσχοντο κτήσασθαι, ἐν γῇ οἱ οὐρανόφρονες, φύλακες δ' ὤφθησαν, τοῦ κοινοῦ καὶ προστάται∙ κοινῶν οὖν καὶ τῶν ὕμνων, καταξιούσθωσαν».[6]

Ὑπῆρξαν ἐντελῶς διαφορετικὲς προσωπικότητες, δυναμικὲς καὶ ρηξικέλευθες, μὲ χαρακτῆρες συχνὰ ἀντικρουόμενους, ἀλλὰ μὲ κοινὸ πόθο τὴ συνάντηση μὲ τὸν Αἰώνιο Θεό. Στὴν πληθώρα τῶν διαφορετικῶν τους φωνῶν φανέρωσαν τήν «πολυποίκιλον σοφία τοῦ Θεοῦ»[7]. Δέν ἐξέφρασαν μιὰ ἀμυντική, ἀπολογητικὴ θεολογία. Καὶ οἱ τρεῖς μὲ τὸν ξεχωριστὰ χαρισματικὸ τρόπο τους σάρκωσαν τὸν δυναμικό, ζωογόνο καὶ διαρκῶς ἀνανεωτικὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχες ἡ Ἀλήθεια δὲν ταυτίζεται οὔτε κἂν μὲ τὴν πιὸ καίρια ἔκφρασή της, ἀλλὰ ἡ Ἴδια ἐνεργεῖ προσωπικὰ στὴν Ἐκκλησία στὴν Ὑπόσταση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Λόγου τοῦ Πατρός. Φανέρωσαν τὴν ἀγεφύρωτη ἀπόσταση «σημαίνοντος» καὶ «σημαινομένου», συμβόλου καὶ συμβολιζομένου. Στὴ σκέψη τους δὲν ὑπάρχει «ὁ μαθών» τὰ Θεῖα ἀλλὰ μόνο «ὁ παθών». Ἡ ἐν Ἐκκλησίᾳ ἐμπειρία προηγεῖται τῆς ἔκφρασης τῆς ἀλήθειας φανερώνοντας τὴ δεύτερη ὡς ἀπόρροια τῆς πρώτης. Ἡ ἀποφατικὴ αὐτὴ θέα τοῦ Θεοῦ τοὺς ἐμπνέει τὴν Ἐλευθερία τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἐνδιαφέρονται πρωτίστως μὲ κάθε κόστος γιὰ τὴν ἐνότητα τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ τολμοῦν νὰ θεωρήσουν ἀνεκτὲς διαφορὲς γιὰ ἐλάσσονος σημασίας θεολογικὰ ζητήματα, θέματα γιὰ τὴν ὕπαρξη λ.χ. αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἢ ἄλλων κόσμων, γιὰ τὴ φύση τῆς ὕλης, τῆς ψυχῆς, τῶν καλῶν ἢ κακῶν λογικῶν ὄντων. «Ἐν τούτοις γὰρ καὶ τὸ ἐπιτυγχάνειν οὐκ ἄχρηστον, καὶ τὸ διαμαρτάνειν ἀκίνδυνον»[8]

Ὁ κάθε ἕνας μὲ τὸ προσωπικό του τάλαντο ἐξέφρασε λόγο γιὰ τὸν ζῶντα Θεό. Ἡ θεολογία ἦταν γι΄ αὐτοὺς προσευχὴ καὶ ὄχι εὐφυολόγημα: «εἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς, καὶ εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ»[9]. Ἄλλωστε «Θεολογία εἶναι νά ζοῦμε ἐν Θεῷ καὶ νὰ ἔχουμε τὸν Θεὸ νὰ ζεῖ μέσα μας»[10]. Δέχθηκαν τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μετέδωσαν ἀνόθευτη. Ἡ ζωὴ τοῦ Κυρίου ἔγινε «ὕδωρ ἁλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον» καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ἀτελείωτο νερὸ ὄχι μόνο ἄρδευσαν ἀλλὰ καὶ μέθυσαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀκροατῶν τους. «Σὺ τὴν πηγήν, τῶν σαυτοῦ χαρισμάτων, ἐκπιεῖν ὅλην, Φιλάνθρωπε δέδωκας τοῖς Ἁγίοις, ἐλαττωθεῖσαν οὐδαμῶς τῇ κενώσει, τὸν δὲ κόσμον πάντα μεθύσασαν, τοῖς ἐκ τῆς κοιλίας, αὐτῶν θείοις ῥεύμασι»[11]. Τό πατερικό τους φρόνημα σήμαινε «ἕναν μυστηριώδη τρόπο ἀσκητικοῦ κατορθώματος, μιὰν ὁδὸ μυστικῆς καὶ σιωπηλῆς ἄσκησης γιὰ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[12] ἀλλὰ παράλληλα καὶ μιὰ πύρωση γιὰ τὴ Σωτηρία «ὅλου τοῦ Ἀδάμ» καὶ τοῦ κόσμου. 

Οἱ τρεῖς Ἱεράρχες φανερώνουν μὲ τὴ θεολογία τους τὸ εὐαγγέλιο ὡς τὴν ζωὴ τοῦ κόσμου, ὡς ἄρτο ζωῆς καὶ ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Γι΄αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ἀσχολήθηκαν μὲ κάθε τομέα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὑπῆρξαν ποιητές, μυστικοὶ θεολόγοι, δραστήριοι ἡγέτες, κοινωνικοὶ ἐργάτες, τολμηροὶ ἐπικριτὲς τοῦ ψεύδους, φιλάνθρωποι πατέρες. Πρωτίστως δὲ ὑπῆρξαν φωτεινὰ πνεύματα παραδεδομένα ὁλοκληρωτικά, μὲ θεία ταπείνωση, στὸ πέλαγος τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ θεολογία τους δὲν ἦταν φιλοσοφικά, ρητορικὰ σχεδιάσματα ἀλλὰ πνευματικὴ τροφὴ γιὰ τοὺς πάντες. Ἐντυπωσιακὴ εἶναι ἡ προτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὸ ἐκκλησίασμα τῆς ἐπαρχίας του μὲ τὴν ὁποία καλεῖ κάθε χριστιανό, χωρὶς διάκριση ποιμένων καὶ ποιμενομένων, στὴν ἐνασχόληση μὲ τὶς Θεῖες Γραφές: «Τί λέγεις ἄνθρωπε; οὔκ ἐστι σὸν ἔργον Γραφαῖς προσέχειν, ἐπειδὴ μυρίαις περιέλκῃ φροντίσι; Σὸν μὲν μᾶλλόν ἐστιν ἢ ἐκείνων. Οὐ γὰρ οὕτως ἐκεῖνοι χρῄζουσιν τῆς ἀπὸ τῶν θείων Γραφῶν βοηθείας, ὡς οἱ ἐν μέσῳ στρεφόμενοι πραγμάτων πολλῶν…ἡμεῖς δὲ οἱ καθάπερ ἐν μέσῳ πελάγει σαλεύοντες, καὶ μυρίων ἁμαρτημάτων ἀνάγκας ἔχοντες συνεχοῦς καὶ διηνεκοῦς ἀεὶ δεόμεθα τῆς ἀπὸ τῶν Γραφῶν παρακλήσεως».[13]

Οἱ τρεῖς Ἱεράρχες ἔζησαν σὲ μιὰ ἐποχὴ ἔντονων ἀναταραχῶν, μέσα  σέ ἕνα κόσμο ποὺ ἄλλαζε. Τὸ κοσμοείδωλο τοῦ ἀρχαίου κόσμου ἔσβηνε ἀλλὰ αὐτοὶ προσέλαβαν τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς τους ὡς εὐκαιρίες. Ἀνέπτυξαν ἕνα δημιουργικό, ἀλληλοπεριχωρούμενο διάλογο μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα ἐπιτυγχάνοντας μιὰ γόνιμη σύνθεση, χωρὶς νὰ προδώσουν τίποτε ἀπὸ τὴ βιωματικὴ ἀλήθεια τῆς πίστης τους. Χρησιμοποίησαν τὴν θύραθεν σοφία γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὸν Βιβλικὸ Θεό, ἀναδεικνύοντας τὴν  οἰκουμενικότητα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἀναζήτησης. Κήρυξαν τὸν σαρκωθέντα Λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν ἐποχή τους χρησιμοποιῶντας ὡς τέλειο ὄχημα τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία. Ἡ σύνθεση αὐτὴ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἕνα φιλοσοφικὸ συνονθύλευμα ἀλλὰ ἕνα ἔργο χαρισματικὰ ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν Θεία Σοφία  καὶ γι’ αὐτὸ ἦταν ἔργο δύσκολο.

Ὁ τρόπος τῆς οἰκουμενικῆς σκέψης τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ὑπενθυμίζει μὲ μοναδικὸ τρόπο στὴν ἐκκοσμικευμένη σημερινὴ θρησκευτικὴ πραγματικότητα τὴ λειτουργία τῆς χριστιανικῆς θεολογίας. Ὁ ὅρος «ἐκκοσμίκευση» ἐννοεῖται ἐδῶ ὡς ἡ ἐμμονικὴ ἀντίληψη τῆς μετανεοτερικότητας στὴν ἀτομικὴ θέαση τοῦ κόσμου καὶ τῶν πραγμάτων. Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια φαίνεται συχνὰ νὰ ἔχει προσβάλει καὶ τὴ νεότερη θεολογικὴ σκέψη,  ἡ ὁποία παραπαίει σὲ ἕνα παιχνίδι ἀνώφελης διελκυστίνδας ἀτομικῶν ὀπτικῶν, οἱ ὁποῖες διεκδικοῦν καθολικὸ κῦρος, παρακάμπτοντας τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία. Εὔκολα παρατηρεῖ κάποιος διαστάσεις τοῦ φαινομένου αὐτοῦ πού συχνὰ φτάνουν στὰ ὅρια τοῦ σχίσματος μεταξὺ (λεγομένων) παραδοσιακῶν καὶ ἀνανεωτῶν, τηρητῶν τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων καὶ ἐκφραστῶν τῆς ἄκρατης οἰκονομίας, γνήσιων ὀρθοδόξων καὶ οἰκουμενιστῶν. Στὴ χριστιανικὴ καθολικὴ παράδοση ὁ περὶ Θεοῦ λόγος ἀναπτύσσεται ὄχι ὡς συστηματική διατύπωση θέσεων - δογμάτων, ἀλλὰ ὡς κατάθεση κοινῆς ἐμπειρίας. Ἡ ἀληθὴς θεολογία δὲν εἶναι φοβική, δὲν κλείνεται στὸν ἑαυτό της, δὲν «τρέμει» τὸ δημόσιο χῶρο, εἶναι ἱκανὴ νὰ ἐνσωματώσει κάθε τι εἰλικρινὲς καὶ ἀληθινὸ ὅσο νέο κι ἂν φαίνεται.

Προτεραιότητα δὲν ἔχει ὁ τρόπος ἐκφορᾶς τῆς θεολογίας ἀλλὰ ἡ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ κοινὴ βίωσή της. Εἶναι παραδοσιακὸς ἐπειδὴ στοιχεῖ στὸ κοινὸ φρόνημα καὶ ὄχι ἐπειδὴ ἕλκει τὴν αὐθεντία του ἀπὸ τὸ παρελθόν. Ὁ χαρακτῆρας τῆς θεολογίας εἶναι ἐκκλησιαστικὸς ἐπειδὴ ἀντλεῖται ἀπὸ τὴν κοινότητα, ἐνῷ παράλληλα δομεῖ τὴν κοινότητα καὶ ἐγκαινιάζει ἕνα νέο τρόπο ζωῆς ὁ ὁποῖος δὲν ἐγκλωβίζεται στὶς βεβαιότητες καὶ στὴν αὐθεντία. Ἀληθεύει ὅσο γίνεται κοινωνητός, ὅσο τείνει πρὸς τὴν Προσωπική Αὐτοαλήθεια, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ ὅσο στοιχεῖ στὴν Παράδοση.

 Εἶναι ὀφθαλμοφανὲς πῶς ζοῦμε σὲ χρόνους ὅπου τὰ πάντα ἀλλάζουν καὶ ὡς πρὸς τοῦτο ὁμοιάζουν μὲ ἐκείνους τῶν τριῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἐποχή μας φαντάζει ὡς ἐποχὴ ποὺ κάτι ἰδιαίτερο ἐγκυμονεῖ. Ἡ ἀναστάτωση ὅμως τῆς ἀναμονῆς τῆς νέας γέννησης ἂς γίνει εὐκαιρία ἐμπιστοσύνης στὸν μόνο Κύριο τῆς ἱστορίας, ὁ ὁποῖος ἀναγεννᾷ συνεχῶς σὲ κάθε τόπο καὶ χρόνο τέκνα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἂν διψᾶμε γιὰ ζωὴ θὰ βροῦμε ζωή.  Ἂς μὴν ἀποκάμουμε λοιπόν. «Μὴ ἀποκνήσωμεν πρὸς τὴν ἔρευναν». Καὶ «ἐπειδὴ δυσθήρατος ἡ ἀλήθεια, πανταχόθεν ἡμῖν ἐξιχνευτέα»[14].


[1]Συναξάριον  τῆς Λ΄τοῦ μηνός Ἰανουαρίου, Μηναῖον  Ἰανουαρίου, Ἔκδοσις  τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις 1974, σελ. 251

[2] Συναξάριον τῆς Λ΄τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου, Μηναῖον Ἰανουαρίου, ὅπ.π. σελ. 251

[3] Ἐκφράσεις ποὺ δὲν ἐμπεριέχονται στὴν Ἁγία Γραφή.

[4] Α΄ Κορ. 9,22

[5] Συναξάριον τῆς Λ΄τοῦ μηνὸς Ἰανουαρίου, Μηναῖον Ἰανουαρίου, ὅπ.π. σελ. 251

[6]Ὠιδὴ α΄, Κανὼν τῶν Ἁγίων, Λ΄Ἰανουαρίου, Μηναῖον Ἰανουαρίου, Ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 1974, σελ. 246

[7] Ἐφεσ. 3,10

[8] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 27, Κατὰ Εὐνομιανῶν προδιάλεξις 10, PG 36, 25 A.

[9] Εὐαγρίου Ποντικοῦ, Περὶ προσευχῆς 60, PG 79, 1180B

[10] Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Οἰκοδομῶντας τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ στοὺς ἀδελφούς μας, Ἱ. Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2013, τόμ. Α , σ. 57

[11] ᾨδὴ ε', Κανὼν β' τῶν Ἁγίων, Λ΄Ιανουαρίου, ὅπ.π. σελ. 249

[12] George Florovsky, Waysof Russian Theology, vol.2, The Collected Worksof George Florovsky, vol.6, Vaduz: Buchervertriebsanstalt, 1987, σελ.308

[13] Ἁγίου Ἰωἀννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία γ´, Εἰς τὸν πτωχὸν Λάζαρον β´, PG 48, 992

[14] Μεγάλου Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, PG 32, 69B

Ἡ συμβολή σας


Μέ τήν ἱστορική γιά τόν Ἑλληνισμό στήν Αὐστρία σημασία καί τή πλούσια δραστηριότητα στό φιλαν-θρωπικό, ἀνθρωπιστικό καί πολιτιστικό ἐπίπεδο, ἡ Μη- τρόπολη Αὐστρίας στρέφε- ται σέ ἐσᾶς ἀναζητώντας ἐνίσχυση στό ἔργο της. 

Ἐνημερωθεῖτε!

Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογεῖ

Ἀκολουθίες


 Ἀγαπητοὶ ἐπισκέπτες!

Γιὰ τὸ πρόγραμμα ἀκολουθιῶν ἐπισκεφθεῖτε τὴ σελίδα τῶν ἐνοριῶν στὴν πόλη σας

- Βιέννη

- Graz

- Salzburg

- Linz

- Innsbruck

- Klagenfurt

Κοινωνικὰ δίκτυα


Facebook

- YouTube

Legetøj og BørnetøjTurtle