Ἑρμηνεία τῆς εἰκόνος τῆς Γεννήσεως καὶ ὁ λόγος τῶν Πατέρων

Μητροπολίτου Αὐστρίας Ὑπερτίμου καὶ
Ἐξάρχου Οὑγγαρίας 
καὶ Μεσευρώπης κ. κ. Ἀρσενίου

Τὸ χαρμόσυνο γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Χριστοῦ τέμνει τὴν ἱστορία τῆς Δημιουργίας σὲ δύο μέρη: πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν. Αὐτὴ καὶ μόνο ἡ διαίρεση τοῦ χρόνου δείχνει ὅτι ἡ Γέννησή Του, ἄλλαξε τὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. Τὸ μοναδικὸ σὲ σημασία γεγονὸς ἔχει ἀποτυπωθεῖ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες σὲ πλῆθος εἰκόνες, πίνακες, ἀνάγλυφες καὶ τρισδιάστατες παραστάσεις. Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστική μας παράδοση καὶ  ζωὴ μάθαμε νὰ διακρίνομε τὴν ἱερὴ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου, ποὺ ὑπάρχει σὲ κάθε ἐκκλησία καὶ τὴν προσκυνοῦμε ἰδιαίτερα κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων. Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάριο τῆς ἡμέρας, τὴν 25η Δεκεμβρίου, τιμοῦμε καὶ ἑορτάζομε τὴν κατὰ σάρκα Γέννηση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν Προσκύνηση τῶν Μάγων καὶ τὴν μνήμη τῶν θεασαμένων τὸν Κύριον Ποιμένων.Τὰ γεγονότα αὐτὰ ἀποδίδονται στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία χωρὶς τὰ κοσμικὰ στοιχεῖα μὲ τὰ ὁποῖα τὰ φαντάζονται οἱ κατὰ κόσμον καλλιτέχνες.

 

Στὴν ὀρθόδοξο Ἐκκλησία οἱ ἱερὲς εἰκόνες ἀποτυπώνουν πάντοτε τὸ δόγμα, τὴν ἀπαράλλακτη θεία διδασκαλία, τὴν ὁποία πιστεύομε ὡς ἀλήθεια. Μία ἱερὴ εἰκόνα λοιπὸν δὲν εἶναι διακοσμητικὸ στοιχεῖο οὔτε ἁπλὴ εἰκονογράφηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς λειτουργικῆς πράξεως καὶ ἀποτελεῖ μέσο γιὰ νὰ γνωρίσωμε τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του. Ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, ὡς ναός, ἀντιπροσωπεύει στὸ χῶρο ὅ,τι ἡ εἰκόνα ἀντιπροσωπεύει στὸ χρόνο: τὴν ἀντανάκλαση τῆς θείας δόξης καὶ τὴν προθεωρία τῆς μεσσιανικῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Ὁ λόγος καὶ ἡ εἰκόνα στὴν λειτουργία σχηματίζουν μία ὁλότητα, διὰ μέσου τῆς ὁποίας ἡ Παράδοση καθιστᾷ ζωντανὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ εἰκόνα καθαγιάζει τὴν ὅραση διότι ὁ Χριστὸς καὶ οἱ Ἅγιοι δὲν γίνονται μόνο ἀκουστοὶ ἀλλὰ καὶ ὁρατοί.[1] Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ ἡ παραμικρὴ εἰκονιζομένη λεπτομέρεια ἐνέχει μεγάλη σπουδαιότητα.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τόνισαν ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τὴν χρησιμότητα τῶν εἰκόνων ὡς μέσου διδασκαλίας, γιὰ νὰ γίνει κατανοητὴ ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δέν μποροῦσαν εὔκολα νὰ κατανοήσουν τὸ περιεχόμενο τῶν ἱερῶν κειμένων. Ἀπὸ τότε ἕως σήμερα οἱ ἱερὲς Εἰκόνες καὶ ἡ προσκύνησή τους εἶναι ἀναπόσπαστο στοιχεῖο στὴν ἀντίληψη τῆς πίστεως. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος Α΄ στὰ μηνύματά του ἀναφέρεται στὴ σημασία τῶν εἰκόνων γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ τὴ συνδέει μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ: στὶς Εἰκόνες ἐκφράζεται «ἡ ἕνωση ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου», τὸ «ὅραμα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου»[2]. Γιὰ τὸν Πατριάρχη «ἡ ἐνανθρώπηση ὄχι μόνο δικαιολογεῖ ἀλλὰ ἀπαιτεῖ τὴν κατ’ἐξοχὴν εἰκόνα, τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ», διότι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἔρχεται σ’ἐμᾶς γιὰ νὰ νικήσει τὸ θάνατο καὶ νὰ μᾶς ἀνοίξει τοὺς δρόμους τῆς θεώσεως. «Τὸ ἀδιαπέραστο μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ», κατὰ τὴ θεολογικὴ σκέψη τοῦ Πατριάρχου, «φοβερὸ  καὶ ταυτόχρονα ἄξιο λατρείας, φέρνει νόημα, ἐλπίδα, ὑπέρβαση στὸ αἰώνια ἀνανεούμενο πάθος μιᾶς ἀνθρωπότητος ποὺ τὸ μηδὲν τὴ γοητεύει καὶ τὴν ἀγχώνει. Τὸ μυστήριο τῆς Σαρκώσεως κρίνει τὴ θεολογία μας διότι ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι ἕνα σύστημα ἀλλὰ Κάποιος».[3] Ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι ἐπιλέον ἕνα στοιχεῖο ποὺ ἑνώνει τὴν ἀνατολικὴ καὶ τὴ δυτικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση.[4]

1109991437.jpegΓιὰ νὰ ἐννοήσωμε τὸ στενὸ σύνδεσμο μεταξὺ εἰκόνος, λατρείας καὶ θεολογίας ἀξίζει, βλέποντας τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, νὰ ψάλωμε τὸ γνωστὸ Κάθισμα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων: “Δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός· ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετὰ τῶν Μάγων, Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων. Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἀκαταπαύστως ἐκεῖ· ποιμένες ἀγραυλοῦσιν ὠδὴν ἐπάξιον. Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι ἐκ τῆς Παρθένου καὶ Θεοτόκου ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας”.[5] Εἶναι φανερὸ ὅτι τόσο ἡ εἰκόνα ὅσο καὶ ὁ ὕμνος μεταδίδουν ὑψηλὰ νοήματα τῆς πίστεως μὲ διαφορετικὰ ἐκφραστικὰ μέσα.

Ἀξίζει λοιπὸν νὰ ἀσχοληθοῦμε ἰδιαιτέρως μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς εἰκόνος τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, θέμα ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν πατερικὴ διδασκαλία γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου.

Ἡ εἰκονικὴ παράσταση τῆς Γεννήσεως χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας γιὰ νὰ παρουσιάζεται καὶ νὰ βιώνεται ἀδιάλειπτα τὸ γεγονός τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως ὡς συνεχὲς παρόν. Τὸ κεντρικὸ θέμα τῆς εἰκόνος εἶναι ἀναμφισβήτητα τὸ Σπήλαιο μὲ τὸ θεῖο Βρέφος. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, ἡ Παναγία μεταβαίνουσα  μὲ τὸν Ἰωσὴφ στὴ Βηθλεέμ, γιὰ τὴν ἀπογραφή, “ἔτεκεν τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι[6]. Κατέφυγαν λοιπὸν στὸν τόπο τῶν ἀλόγων ζώων διότι δὲν ὑπῆρχε τόπος γι΄ αὐτοὺς στὸ πανδοχεῖο καὶ ἐκεῖ στὴ «φάτνη» κοιμήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἐσπαργανωμένο θεῖο Βρέφος.

«Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ζωγραφίζεται στὰ βυζαντινὰ εἰκονίσματα μὲ τὴν πνευματικὴ ἁγιότητα ποὺ εἶναι ἱστορημένη μέσα στὸ Εὐαγγέλιο. Δηλαδὴ παριστάνεται τὸ μυστήριο [...] μὲ ἁπλὸν καὶ βαθὺ τρόπο χωρὶς ἐπιτηδευμένα στολίσματα καὶ μάταιες αἰσθηματολογίες [...]» γράφει ὁ Φώτης Κόντογλου, καταξιωμένος ζωγράφος, ἁγιογράφος καὶ λογοτέχνης τοῦ περασμένου αἰῶνα. Καὶ συνεχίζει μὲ τὴν περιγραφὴ «τοῦ τύπου τῆς Γεννήσεως» κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς ἁγιογράφους: «Στὴ μέση στέκεται ἕνα σπήλαιο σὰν ἀπὸ κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο [...]».[7]

Στὶς εἰκόνες τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως ἡ φάτνη προβάλλεται μέσα στὸ σκοτεινό ἄνοιγμα τοῦ σπηλαίου. Ὁ ὀρθόδοξος ἁγιογράφος εἰκονίζει τὸ σπήλαιο σκοτεινό, γιὰ νὰ συμβολίσει μὲ τὸ μαῦρο χρῶμα τὸν ἀμαυρωμένο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία κόσμο στὸν ὁποῖο τώρα λάμπει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὴ φάτνη βρίσκεται ὁ Χριστὸς ὡς βρέφος, τυλιγμένο μὲ λευκὰ σπάργανα, μὲ φωτοστέφανο στὸ κεφάλι, σύμβολο τῆς Θεότητός Του. Ὑποδηλώνεται ἐμφαντικὰ ὅτι ὁ ἐσπαργανωμένος μικρὸς Χριστός, στὸ κέντρο τῆς συνθέσεως, θὰ λύσει τὰ δεσμὰ ποὺ κρατοῦν τὸν ἄνθρωπο σφικτὰ δεμένο μὲ τὴν ἁμαρτία.

Σπήλαιο, φάτνη, σπάργανα, εἶναι δείγματα τῆς κενώσεως τῆς Θεότητος, τῆς συγκαταβάσεως, τῆς ἄκρας ταπεινώσεως Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος, ἀόρατος στὴ θεία Του φύση, γίνεται ὁρατὸς ἐν σαρκὶ γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου προδηλώνοντας τὸν θάνατο καὶ τὴν ταφή Του, μὲ φάτνη - Τάφο καὶ σπάργανα- σάβανα. Ἡ Γέννηση λοιπὸν μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὸ Πάσχα. Δηλώνεται δηλαδή ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε μὲ ἐσχατολογικὴ προοπτική.[8] Πραγματικά, παρατηρῶντας τὴ φάτνη στὶς εἰκόνες τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, διαπιστώνομε ὅτι ὁμοιάζει μὲ τάφο, τὰ δὲ σπάργανα μὲ σάβανα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ μᾶς συνδέουν μὲ τὴν εἰκονογραφία τῆς Ἀναστάσεως: Ἂν παρατηρήσωμε τὴν “εἰς ᾅδου κάθοδον” κατὰ τὴν ὀρθόδοξο ἀπεικόνισή της θὰ διαπιστώσωμε ὁμοιότητα τῆς φάτνης μὲ τοὺς εἰκονιζομένους ἐκεῖ τάφους.

Σύμφωνα μὲ ἄλλη ἐκδοχή, ἡ φάτνη ζωγραφίζεται ὡς Ἁγία Τράπεζα, διότι κατὰ τὴ Θεία Εὐχαριστία, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γίνονται ἀδελφοὶ καὶ μοιράζονται τὸν Ἄρτο τῆς Ζωῆς, τὸν ἐνανθρωπήσαντα Ἰησοῦ Χριστό.[9]

Δίπλα στὸ θεῖο Βρέφος-Χριστὸ ὑπάρχει πάντα ἡ Θεοτόκος. Ἐνῷ εἰκονίζεται σὲ ἄμεση σχέση μὲ τὸ Χριστό, ταυτόχρονα διατηρεῖ κάποια ἀπόσταση διότι ἔχει ἐπίγνωση τῆς θεότητός Του. Ἡ θέση τῆς Παναγίας στὴν εἰκόνα εἶναι πολὺ σημαντικὴ διότι ὑποδηλώνει τὴ θέση της μέσα στὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Παναγία φέρει, ὅπως σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς ἀπεικονίσεις της, τρία ἀστέρια: στὸ κεφάλι, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ στὸ στῆθος. Μὲ τὰ τρία ἀστέρια ὑποδηλώνεται ἡ ἀειπαρθενία τῆς Παναγίας πρὸ τοῦ τόκου, κατὰ τὴν διάρκεια ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν τόκο. Ἐκφράζεται δηλαδή ἡ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴ Θεοτόκο: Μόνο ἡ Παναγία, ὡς νέα Εὔα, δὲν ὑπέστη τὴν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ παιδαγωγικὴ τιμωρία νὰ φέρει τὸ παιδί της στὸν κόσμο μὲ ὠδῖνες, ὅπως ὅλες οἱ ὑπόλοιπες γυναῖκες. Ὁ Χριστὸς συνελήφθη χωρὶς ἡδονή, ὑπερβαίνοντας τοὺς φυσικοὺς νόμους, γι’ αὐτὸ καὶ γεννήθηκε χωρὶς ὠδῖνες. Μὲ τὴ σύλληψη ἄνευ σπορᾶς καὶ ἄνευ φθορᾶς καὶ τὴν «ὑπὲρ φύσιν» Γέννηση καταργεῖται ὁ φαῦλος κύκλος τῆς ἡδονῆς καὶ τῆς ὀδύνης.[10]

Ἡ Θεοτόκος, ὅπως ἐπισημάναμε, εἶναι ἡ νέα Εὔα. Ὅπως ἡ πρώτη Εὔα ἔγινε μητέρα τῶν πρὸ Χριστοῦ ἀνθρώπων, ἔτσι καὶ ἡ νέα Εὔα, ἡ Θεοτόκος γίνεται μητέρα τῆς νέας ἀνθρωπότητος. Ἡ πρώτη ὑπήκουσε στὸ κάλεσμα τοῦ Διαβόλου ἐνῷ ἡ δεύτερη ὑπήκουσε στὸ κάλεσμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ καὶ ἔλαβε μέρος στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μελαγχολία τῆς Παναγίας στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως προεικονίζει τὸν μεγάλο πόνο της κάτω ἀπὸ τὸ Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ.

Δύο βασικοὶ τρόποι ἀπεικονίσεως τῆς Παναγίας στὴν εἰκόνα τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως, ἐναλλάσσονται μὲ διάφορες παραλλαγές, μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως.[11] Ὁ πρῶτος τρόπος κυριαρχεῖ στὴν Δύση καὶ ὁ δεύτερος στὴν Ἀνατολή. Κατὰ τὸν πρῶτο τρόπο ἡ Θεοτόκος παρουσιάζεται καθημὲνη μπροστὰ ἀπὸ τὴ Φάτνη καὶ κοιτάζει μὲ βλέμμα ἤρεμο τὸν Χριστό. Ἔτσι καταδεικνύεται τὸ ἀνόδυνο τοῦ τοκετοῦ καὶ τὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου. Δίδεται ἔμφαση στὴ θεότητα τοῦ Βρέφους καὶ στὸν ὑπερφυσικὸ χαρακτῆρα τῆς Γεννήσεως πρὸς ἀναίρεση τῶν δοξασιῶν τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Κατὰ τὸν δεύτερο τρόπο ἡ Θεοτόκος ἀπεικονίζεται εὑρισκομένη σὲ κλίνη ἢ στρωμνή,  γιὰ νὰ τονισθεῖ ἡ ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ.

Στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ἀπαντᾶται  συχνότερα ἡ ἀπεικόνιση τῆς Παναγίας γονυπετοῦς μπροστὰ στὴ φάτνη τοῦ Υἱοῦ της, κατὰ τὴν ἔμπνευση τοῦ Θεοφάνους τοῦ Κρητὸς στὴν παράσταση τῆς Γεννήσεως στὴ Μονὴ Σταυρονικήτα (1546) καὶ ἀργότερα σὲ ἄλλες Μονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ στὰ Μετέωρα. Παρὰ τὸ ὅτι ὁ τρόπος αὐτὸς προῆλθε ἀπὸ δυτικὴ ἐπίδραση καθιερώθηκε καὶ στὴν Ἑρμηνεία Ζωγραφικῆς τοῦ Διονυσίου ἐκ Φουρνᾶ (18ος αἰ.), καθὼς οἱ εἰκαστικές ἐπιλογὲς σχετίζονται πάντα μὲ τοὺς εὐρύτερους ὑπαρξιακοὺς καὶ θεολογικοὺς προβληματισμούς καὶ τὶς πολιτισμικὲς ἐπιρροές.

Σὲ σπανιώτερο τύπο παραστάσεως τῆς Γεννήσεως εἰκονίζεται ἡ Θεοτόκος θηλάζουσα,[12] ἐνῷ στὴ δυτικὴ παράδοση, μετὰ τὸν 14ο αἰῶνα, ἔχει εὐρεῖα διάδοση ὁ τύπος τῆς «Προσκυνήσεως τοῦ θείου Βρέφους».

Στὴ κλασικὴ ἀπεικόνιση τῆς Γεννήσεως δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀνθρώπινη παρουσία μέσα στὸ σπήλαιο. Βρίσκονται ἐκεῖ μόνο τὰ ἄλογα ζῶα ποὺ μὲ τὴν ἀνάσα τους προσέφεραν ζεστασιὰ στὸ Χριστό, κατὰ τὴ ρήση τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου: “ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω καὶ ὁ λαός με οὐ συνῆκεν”.[13] Τὰ δύο ζῶα, ὁ βοῦς καὶ ὁ ὄνος ποὺ εἶναι παρόντα στὴ Γέννησή Του, θυμίζουν τοὺς δύο ληστὲς ποὺ ἀργότερα στέκονταν δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ κατὰ τὴν Σταύρωσή Του.

Ἀπὸ τὸ ἄνω μέρος τῆς εἰκόνος ἀκτῖνα φωτὸς κατεβαίνει στὴ γῆ: Στὸ μέσον τῆς ἄνω πλευρᾶς φαίνεται τὸ Ἄστρο ποὺ ὑπέδειξε σὲ ὅλη τὴν κτίση τὸν Χριστό. Ὡς προεικόνιση τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρεται στὴ περὶ Αὐτοῦ προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: “ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ”.[14] Μὲ τὸν νέο Ἀστέρα  ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Φιλόσοφος καὶ Μάρτυς, ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἱστορικὸς Εὐσέβιος, ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Μελωδὸς καὶ ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἑρμηνεύουν τὸν Ἀστέρα ὡς χριστολογικὸ σύμβολο. Ὁ καθηγητὴς Κ. Καλοκύρης σημειώνει μεταξὺ πολλῶν ἄλλων πληροφοριῶν καὶ παρατηρήσεων ὅτι: “τὸ Ἄστρο αἰσθητοποιεῖ τὴν ἔλευση, τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐκ τῶν οὐρανῶν καί τὴν ἐπιφάνειά του ἐν τῷ σπηλαίῳ”.[15] Σὲ ἄλλες εἰκόνες «γράφονται» τρεῖς ἀκτῖνες στὸ Ἄστρο καὶ συμβολίζουν σαφῶς τὴν Ἁγία Τριάδα.[16] Σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις τὸ Ἄστρο τοποθετεῖται ἐντὸς τοῦ σπηλαίου τῆς Γεννήσεως, ἐνῷ σὲ ἄλλες παραστάσεις οἱ ἀκτῖνες τοῦ Ἄστρου τρυποῦν τὸ σπήλαιο καὶ φθάνουν πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὁ «θεοδρόμος ἀστήρ» τὸν ὁποῖο ἀκολούθησαν οἱ  «Μάγοι ἐξ ἀνατολῶν»  γιὰ φθάσουν τὸν «Ἄφθαστο» κατὰ τὸ παράδοξο σχῆμα τοῦ Ἀκαθίστου Ὑμνου.

Οἱ τρεῖς Μάγοι, ἀναγνωρίσιμοι ἀπὸ τὰ παράξενα καὶ φανταχτερά τους ἐνδύματα, παρουσιάζονται συνήθως στὸ κάτω μέρος τῆς εἰκόνας. Εἶναι, κατὰ τὸ τροπάριο τῆς Ὑπακοῆς τοῦ Ὄρθρου τῆς ἑορτῆς, ἡ «ἀπαρχὴ τῶν Ἐθνῶν» ποὺ θὰ πιστεύσουν στὸ ἀληθινὸ Θεό. Συναντοῦν τὴν «ἐσχάτη πτωχεία» ἀλλὰ ἀναγνωρίζουν τὸν «πλοῦτο τῆς Θεότητος» τοῦ θείου Βρέφους. Συμβολίζουν τοὺς γνωστικοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἐμποδίζονται ἀπὸ τὴν κοσμικὴ γνώση στὸ νὰ προσκυνήσουν τὸ Χριστό. Τὰ δῶρα ποὺ προσφέρουν εἶναι χρυσός, λίβανος καὶ σμύρνα. Ὁ χρυσὸς συμβολίζει τὴν αἰωνία βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, τὸ λιβάνι τὴν θεϊκή Του ἰδιότητα καὶ ἡ σμύρνα τὴν θνητότητα, δηλαδὴ τὴν ἀνθρωπίνη ὑπόστασή Του. Στὰ πρόσωπα τῶν τριῶν Μάγων βλέπομε τὸ φάσμα τῶν ἡλικιῶν: νέος, μεσήλικας, γέροντας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς Μάγους, ὁ καλούμενος Βαλτάσαρ, ἀπεικονίζεται πάντα πολὺ μελαμψὸς ἢ μαῦρος. Ἡ λεπτομέρεια αὐτὴ δηλώνει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀνεξαρτήτως ἡλικίας, φυλῆς καὶ χρώματος, εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.[17]

Στὸ ἄνω μέρος τῶν παραστάσεων τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος, συνήθως ἀριστερά, ὁμάδα ἀγγέλων ὑμνεῖ τὸ Χριστὸ ψάλλοντας τό “Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία” ὡς δεῖγμα χαρᾶς καὶ σεβασμοῦ τῶν ἀγγέλων στὸ Χριστό. «Αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν ἀγάλλονται, καὶ ἡ γῆ σὺν τοῖς ἀνθρώποις εὐφραίνεται» ἀναφέρει τὸ τροπάριο ποὺ κλείνει τὸν Ὄρθρο τῆς ἑορτῆς. Πράγματι, στὴν ἁγιογραφικὴ ἀπεικόνιση τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ γύρω ἀπὸ τὸ σπήλαιο φυσικὸς χῶρος ἀποδίδεται μὲ πλοῦτο λεπτομερειῶν ὥστε, εἰ δυνατόν, ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ φυτικοῦ καὶ ζωικοῦ βασιλείου νὰ συμμετέχουν στὴ χαρὰ τῆς Νέας Κτίσεως.

Στὴ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως κάτω ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἰκονίζονται  οἱ ποιμένες. Συμβολίζουν τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους πού, ὅπως ἐκεῖνοι, ἀποδέχονται ἀμέσως τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας καὶ προσέρχονται στὸ Χριστό. Στὰ πλαίσια τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως εἶναι ἡ συνάντηση κάθε εἴδους ἀνθρώπων μὲ τὸ Θεό. Κοντὰ στὸ Χριστὸ δὲν ὑπάρχει ἀντίθεση μεταξὺ τῶν φτωχῶν καὶ ἀμόρφωτων βοσκῶν καὶ τῶν πλουσίων καὶ μορφωμένων Μάγων. Προτυπώνεται τὸ πανανθρώπινο εὐαγγελικὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων, χωρὶς διακρίσεις στὴν οἰκονομική κατάσταση, στὴν ἡλικία ἢ στὴ φυλή.

Οἱ ποιμένες εἶναι οἱ πρῶτοι Ἰουδαῖοι ποὺ προσκύνησαν τὸ Χριστό, ὅπως οἱ τρεῖς Μάγοι εἶναι οἱ πρῶτοι ἐθνικοί, οἱ πρῶτοι ἐκτὸς Ἰσραὴλ ποὺ ἀναγνώρισαν τὴ θεότητά Του. Οἱ ἁπλοὶ ποιμένες ἔλαβαν ἀμέσως τὴν ἀναγγελία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ οἱ Μάγοι ποὺ ἀναζητοῦσαν τὸ Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴ γνώση ἄργησαν νὰ φτάσουν σʼ Ἐκεῖνον καὶ Τὸν προσκύνησαν μετὰ τὴ Γέννησή Του. Στὴν εἰκόνα ὅμως ὁ χρόνος ὅπως καὶ ὁ χῶρος εἶναι ἑνοποιημένος ὥστε τὸ μάτι τοῦ πιστοῦ νὰ συλλαμβάνει τὴν συνοχὴ τῶν γεγονότων τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως στὴν Βηθλεέμ, τόπο ὅπου καὶ οἱ προφῆτες εἶχαν ἀναγγείλει τὴν ἐμφάνιση τοῦ Μεσσία.

Μὲ τὴν ἐπίδραση τῆς ὑμνολογίας ἀλλὰ καὶ τῆς Παραδόσεως, στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως προστίθενται καὶ ἄλλα στοιχεῖα. Ὁ Ἰωσὴφ εἰκονίζεται μακριὰ ἀπὸ τὸ Βρέφος, ἀπομονωμένος σὲ μιὰ γωνιά, ἀμέτοχος τῆς Γεννήσεως Αὐτοῦ. Ὁ ρόλος του περιορίζεται σὲ ἐκεῖνον τοῦ προστάτου τῆς Ἁγίας Οἰκογενείας. Δίπλα του βρίσκεται συχνὰ ὁ διάβολος μεταμορφωμένος σὲ βοσκὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ τοῦ ἐμβάλει ἀμφιβολίες. Κρατῶντας ἕνα ἀποξηραμένο ξύλο ἀπευθύνεται στὸν Ἰωσὴφ ὑποδηλώνοντας ὅτι, ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ βλαστήσει ἕνα ἀποξηραμένο ξύλο, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ γεννήσει μιὰ γυναῖκα παρθένος. Ἀξίζει νὰ σημειώσωμε ὅτι ὑπάρχουν εἰκόνες ποὺ παρουσιάζουν τὴν ξηρὴ ράβδο ὡς βλαστήσασα δείχνοντας τὴν ἴδια στιγμὴ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰωσὴφ ἐμφανίζεται πεσμένος σὲ μεγάλη περισυλλογή. Κρατεῖ τὸ κεφάλι του μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι «ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων» κατὰ τὴν διατύπωση τοῦ «Ἀκαθίστου Ὕμνου».[18] Ἡ ἔκφρασή του δείχνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κατανοήσει τὸ Μυστήριο. Δηλώνεται ἔτσι ἡ «ἀμφιβολία» τοῦ Ἰωσὴφ ποὺ ὅμως δὲν εἶναι πρὸς κατάκρισιν. Εἶναι ὁ ἀγῶνας καὶ ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑπερβεῖ τὴ λογικὴ καὶ τὸν ἐγωισμό του καὶ νὰ εἰσέλθει μὲ ταπείνωση στὸ χῶρο τῆς πίστεως, ὥστε νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ ἡ Ἀλήθεια. Ὁ ἁγιογράφος δηλώνει συχνὰ καὶ τὸ ἀποκαλυπτικὸ ὄνειρο τοῦ Ἰωσὴφ μὲ τὸν Ἄγγελο ποὺ ὑπερίπταται τῆς κεφαλῆς του.

Σὲ κάποιες εἰκόνες τῆς Γεννήσεως παρουσιάζεται ἐπίσης τὸ λουτρὸ τοῦ νεογεννήτου Βρέφους ἀπὸ τὶς μαῖες. Μὲ τὴν ἀπεικόνιση αὐτὴ τονίζεται ὅτι ὁ Κύριος ὄχι μόνο ταπεινώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ ἀκολούθησε κάποιες ἀνθρώπινες διαδικασίες γιὰ νὰ μᾶς φέρει κοντά Του καὶ νὰ κατανοήσωμε ὅτι καὶ Ἐκεῖνος ἔζησε ὡς ἄνθρωπος. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἰσέρχεται στὴν ἱστορία ἕνας ἄλλος τρόπος ὑπάρξεως, ὁ ἐσχατολογικός, καθὼς ὑπερβαίνονται δύο βασικὰ στοιχεῖα  τῆς ζωῆς τοῦ «μετὰ τὴν πτώση» ἀνθρώπου: ἡ ὑπέρβαση τῆς κατὰ φύσιν γεννήσεως μὲ τὴν ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου καὶ ἐκείνη τοῦ θανάτου μὲ τὴν Ἀνάσταση.

Ἀρχαιοτάτη παράσταση τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος, μία ἀπὸ ἐκεῖνες τοῦ Δωδεκαόρτου, μαρτυρεῖται κατὰ τὸ τέλος τοῦ 5ου αἰῶνα στὴν καταστραφεῖσα πλέον Βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὴ πόλη τῆς Γάζης. Τὴν περιγράφει ὁ Χορίκιος ὁ Γαζαῖος, ρήτορας τοῦ 6ου αἰῶνος: Παρουσιάζονται ἡ φάτνη, ὁ ὄνος καὶ ἡ βοῦς, στοιχεῖα πού, ὅπως ἐξηγεῖ, ἀναφέρονται στὶς προφητεῖες. Ἐντυπωσιάζει ἡ παράσταση τῆς Θεοτόκου ἀνακεκλιμένης πλησίον τοῦ βρέφους μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι κάτω ἀπὸ τὸν ἀγκῶνα τοῦ δεξιοῦ, ἡ παλάμη τοῦ ὁποίου στηρίζει τὸ πρόσωπό της. Ὁ ρήτορας τονίζει ὅτι δὲ φαίνεται κουρασμένη διότι δὲν ὑπέστη τοὺς πόνους τοῦ τοκετοῦ, «τῆς φύσεως κρεῖττον ἀξιωθεῖσα τεκεῖν». Παραστατικοτάτη εἶναι, κατὰ τὸν ρήτορα,  ἡ περιγραφὴ τῶν βοσκῶν ποὺ ἐγκαταλείπουν τὸ ποίμνιο στὸ σκύλο τους καὶ μὲ σηκωμένους τοὺς αὐχένες, σὰν νὰ ἀκούουν βοὴ ἐξ οὐρανοῦ, πορεύονται ὅπου ὁ Ἄγγελος «τὴν εὐθύτητα τοῦ βρέφους αὐτοῖς ὑποφαίνει». Χαρακτηριστικὲς τῆς τέχνης εἶναι καὶ οἱ λεπτομέρειες: Προπορεύεται ὁ Ἀστὴρ καὶ τὸ φῶς του ἀντανακλᾶται στὰ νερὰ τῆς πηγῆς, ἐνῷ τὰ πρόβατα συνεχίζουν τὴ βοσκή τους καὶ ὁ σκύλος διερευνᾷ τὸ ἀσυνήθιστο φαινόμενο.[19]

Στὴ βυζαντινὴ εἰκονογραφία εἶναι σημαντικὸ τὸ πῶς ἡ ὁρισμένη στιγμὴ τοῦ παρελθόντος σχετίζεται μὲ τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως παρουσιάζεται μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῆς μελλοντικῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γι΄ αὐτὸ τὸ λόγο στὴν ἴδια εἰκόνα βρίσκονται πολλὰ γεγονότα: ἡ Γέννηση, ἡ προσκύνηση τῶν ποιμένων, ἡ προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς Μάγους. Ὁ ἁγιογράφος δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ ἀποτυπώσει φωτογραφικὰ τὶς στιγμές, ἀλλὰ νὰ δώσει τὸ νόημα τῆς Γεννήσεως γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Τὰ πάντα ὑποτάσσονται στὴν ἐσχατολογία τοῦ γεγονότος: ἀπὸ τὸ σχέδιο, μέχρι τὶς εἰκαστικὲς καὶ αἰσθητικὲς λύσεις. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, τὸ κάλλος καὶ ἡ ἁρμονία ἔχουν δευτερεύοντα ρόλο.[20]

Ἂς δοῦμε ὅμως πῶς ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως μέσα ἀπὸ μιὰ μικρή ἐπιλογὴ κειμένων.

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μὲ τέσσερα ρήματα συνοψίζει τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας τοῦ παντοδυνάμου Δημιουργοῦ καὶ τὴν ἐκτέλεσή του: «Ἠβουλήθη γὰρ, ἠδυνήθη, κατῆλθεν, ἔσωσε· σύνδρομα τὰ πάντα τῷ Θεῷ». Ὁ Ἅγιος Πατὴρ λέγει πρὸς τὸν ἀκροατή: «Μὴ ζήτει πῶς» διότι νικᾶται ἡ τάξη τῆς φύσεως «ὅπου Θεὸς βούλεται». Προσθέτοντας θεολογικὰ σχόλια περιγράφει μὲ ἔντονα χρώματα τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ: „Βλέπω ξένο καὶ παράδοξο μυστήριο...Οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν... Ἡ Βηθλεὲμ ὑποδέχεται ἀγγέλους ποὺ ὑμνολογοῦν καὶ γίνεται οὐρανὸς γιὰ νὰ δεχθεῖ τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης... Σήμερα ὁ ὢν τίκτεται, καὶ ὁ ὢν γίνεται ὅ,τι δὲν ἦταν μέχρι τότε· ἐνῷ εἶναι  Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύσει νὰ εἶναι Θεός. Δὲν ἐπεξέτεινε τὴ θεότητα γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος, οὔτε πάλιν προκόπτοντας ἀπὸ ἄνθρωπος ἔγινε Θεός· ἀλλὰ ἐνῷ εἶναι ὁ Λόγος, ἔγινε σάρκα καὶ ἡ φύση του, «διὰ τὸ ἀπαθές», ἔμεινε ἀμετάβλητη.“[21]

Τότε, στὴ Βηθλεέμ, παρερμηνεύονας τὶς θεῖες Γραφές, γράφει ὁ Χρυσόστομος, „ὅλοι οἱ ἐπιφανεῖς ἄνθρωποι ἀρνήθηκαν τὴν Θεότητα τοῦ βρέφους. Τώρα ὅμως κάθε κατηγορία ἀνθρώπων βρίσκει στὸ Χριστὸ ἀνταπόκριση καὶ παρηγορία. Τρέχουν κοντά Του ὅλοι: βασιλεῖς, στρατιῶται, γυναῖκες, παρθένοι, νήπια, παιδία, ἄνδρες, ποιμένες, ἁλιεῖς, ἱερεῖς, δοῦλοι, τελῶναι, πόρναι, ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί. Ὅλοι ἦλθαν νὰ δοῦν τὸν ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Μαζὶ τους σκιρτᾷ, χορεύει καὶ πανηγυρίζει καὶ ὁ Ἅγιος Χρυσορρήμων διότι τὰ σπάργανα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα γιὰ τὴ σωτηρία του. Κρατῶντας αὐτὰ τὰ «σπάργανα» ψάλλει μὲ τοὺς ἀγγέλους τὸ «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῷ…[22] Ἐπιμένει, συνεχίζοντας ὁ Ἅγιος, στὸ ὅτι τὸ μέγα Μυστήριο τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως δὲν ἔχει ἐξήγηση ὅπως καὶ ἡ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἄχρονος γέννηση. Γνωρίζομε τὸν ἐκ τῆς Παρθένου τόκον καὶ πιστεύομε στὴν ἐκ τοῦ Πατρὸς πρὸ τῶν αἰώνων γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου Του, ὁ τρόπος ὅμως εἶναι ἀνερμήνευτος γιὰ τὴν ἀνθρωπίνη λογική.  Ὁ ἴδιος ἔχει μάθει νὰ σιωπᾷ καὶ νὰ μὴν ἀσχολεῖται μὲ σχετικὲς συζητήσεις ὄχι γιὰ νὰ ἀποφύγει, ἀλλὰ γιὰ νὰ τιμήσει τὸ ἀπόρρητο Μυστήριο. Τὸ πρᾶγμα αὐτὸ δὲν συνέβη κατὰ τὴν φύση, ἀλλὰ εἶναι ὑπερφυσικὸ θαῦμα, ἀποτέλεσμα τῆς θείας βουλήσεως.[23]

Ἐρώτημα ποὺ εἶναι εὔλογο νὰ τεθεῖ εἶναι γιατί ὁ Μονογενής, ὁ ἀναφὴς καὶ ἁπλοῦς καὶ ἀσώματος ὑπεισῆλθε στὸ φθαρτὸ καὶ ὁρατὸ ἀνθρώπινο σῶμα. Προκειμένου νὰ γίνει κατανοητὴ ἡ ἀπάντηση ὁ Ἅγιος Ἰωάννης προβάλλει τὸ παράδειγμα τοῦ τεχνίτου ποὺ ὅταν βρίσκει ὑλικὸ καλῆς ποιότητος κατασκευάζει σκεῦος ὡραιότατο. Ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς βρῆκε καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τῆς Παρθένου σὲ κατάσταση ἁγιότητος, ἔπλασε στὸ πρόσωπό της τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἤθελε καὶ στόλισε γιὰ τὸν ἑαυτό Του ἕνα ἔμψυχο ναό. Αὐτὸ τὸ σῶμα ἐνδύθηκε καὶ ἐμφανίσθηκε χωρὶς ντροπὴ γιὰ τὸ δυσειδὲς τῆς φύσεως. Τὸ πλάσμα Του ἀπολάμβανε μεγάλη δόξα ὡς ἔνδυμα τοῦ Δημιουργοῦ. Ὁ πρωτόπλαστος ἄνθρωπος συνεστήθη ἀφοῦ ὁ Πλάστης πῆρε στὰ χέρια Του τὸν πηλό.  Τὸ φθαρμένο σκεῦος τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου θὰ ἦταν ἀδυνατὸν νὰ μεταποιηθεῖ καὶ νὰ εὕρει τὴν πρώτη λαμπρότητα ἂν δὲν ἀποτελοῦσε ἔνδυμα τοῦ ἰδίου τοῦ Δημιουργοῦ. Ψιλὸ ὄργανο τῆς ἀπορρήτου δυνάμεώς Του, μετὰ τὴν ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔγινε ἡ Παρθένος.[24]

Τὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου προκαλεῖ ἔκπληξη στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν ἔγινε παιδί, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου τοποθετεῖται ἐν φάτνῃ, ὁ ἀναφὴς καὶ ἁπλοῦς καὶ ἀσύνθετος καὶ ἀσώματος τυλίγεται σὲ χέρια ἀνθρώπινα. Ἐκεῖνος ποὺ διασπᾷ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ τὸ θέλει, περιβάλλεται μὲ σπάργανα. Θέλει νὰ μεταβάλει τὴν ἀτιμία σὲ τιμή, νὰ ἐνδύσει τὴν ἀδοξία μὲ δόξα, νὰ ἀποδείξει τρόπο ἀρετῆς τὸν ὁρισμὸ τῆς ὕβρεως. „Ὁ Λόγος μπαίνει στὸ σῶμα μου γιὰ νὰ χωρέσει μέσα μου ὁ Λόγος Του, παίρνει τὴ σάρκα μου καὶ μοῦ δίδει τὸ Πνεῦμα Του γιὰ νὰ μὲ ἁγιάσει καὶ νὰ μὲ διασώσει“, γράφει σὲ προσωπικὸ τόνο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης.[25]

Περιγράφει ἐν συνεχεία μὲ πολὺ γλαφυρὸ τρόπο τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρισκόταν τὸ Θεῖο Βρέφος καὶ ἡ Θεοτόκος: „Τέκτονα καὶ Φάτνη βλέπω... Βρέφος καὶ σπάργανα... Λεχῶνα παρθένο, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή...Ἀνέχεια πολλή. Εἶδες ὅμως τί πλοῦτος μέσα στὴν μεγάλη φτώχεια; Ὁ πλούσιος ἔγινε φτωχὸς γιὰ χάρη μας. Δὲν ἔχει οὔτε κρεβάτι οὔτε στρῶμα. Τὸν ἔχουν ἐναποθέσει μέσα σὲ ξερὸ παχνί.“[26]

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐξυμνεῖ τὴν πτωχεία τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ περιγράφει τὴν κατάσταση τοῦ Ἰωσὴφ κατὰ τρόπο ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅτι ἤδη ἀπὸ νωρὶς ἦταν γνώριμη ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Ἰωσὴφ στὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως καθὼς καὶ τοῦ Διαβόλου ποὺ προσπαθεῖ νὰ τοῦ ἐνσπείρει ἀμφιβολίες γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ὁ μέγας αὐτὸς Πατὴρ καὶ Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας ἀπαντᾷ στὸ ἐρώτημα ποὺ ἔχουν πολλοὶ πιστοί: „γιατὶ ὁ Χριστὸς ἐπέλεξε μητέρα παρθένο“; Μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι κάποτε ὁ Διάβολος ἐξαπάτησε τὴν Εὔα ἀλλὰ τώρα ὁ Ἄγγελος ἔφερε τὸ μήνυμα στὴν Παρθένο Μαριάμ. Κάποτε ἡ Εὔα ξεστόμισε λόγο ποὺ ἔγινε αἰτία θανάτου. Τώρα ἡ Μαρία γέννησε τὸ Λόγο ποὺ ἔγινε αἰτία αἰωνίου ζωῆς. Ὁ λόγος τῆς Εὔας ἔδειξε τὸ δέντρο ποὺ ἔβγαλε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ὁ Λόγος τῆς Μαρίας ἔδειξε τὸ Σταυρό, ποὺ ἔβαλε τὸ ληστὴ, ἀπόγονο τοῦ Ἀδὰμ πάλι στὸν Παράδεισο. Αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ μάθουν καὶ οἱ πιστοὶ ἀλλὰ καὶ οἱ ἀσεβεῖς τὸ μέγεθος τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ. [27]

Στὸν ἀποδιδόμενο στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης Λόγο «Εἰς τὸ Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος» ἀναφέρεται ὅτι ὁ Χριστὸς περίμενε ὑπομονετικὰ μέχρι τὴ στιγμὴ τῆς ἐνσαρκώσεώς Του γιὰ νὰ βλαστήσει ἡ ἁμαρτία ποὺ φύτεψε ὁ διάβολος καὶ τότε πῆρε τὸ τσεκούρι καὶ τὴν ἔκοψε ἀπὸ τὴ ρίζα. Ὅπως τονίζει ὁ Ἅγιος, ὁ γιατρὸς δὲν ἐπεμβαίνει στὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὅσο ἐκεῖνο εἶναι προσβεβλημένο ἀπὸ τὸν πυρετό. Ἐπεμβαίνει ὅταν ἐκδηλωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ ἡ ἀσθένεια γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀσθενοῦς. Τὸ ἴδιο ἔπραξε καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴ Σάρκωσή Του. Ὁ Χριστὸς περίμενε νὰ ἐκδηλωθεῖ ἡ κακία ποὺ αἰχμαλώτισε τὴν ἀνθρωπίνη φύση, γιὰ νὰ μὴ μείνει τίποτα ἀθεράπευτο ἀπὸ ὅσα κρύβονταν σ΄αὐτὴν καὶ γιάτρεψε ὅσους νοσοῦσαν στὴν ψυχὴ. Γι΄ αὐτὸ δὲν ἐμφανίζεται οὔτε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Νῶε, ὅταν ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα εἶχε καταφθαρεῖ μέσα στὴν ἀδικία. Ὁ λόγος ἦταν ὅτι πολλὰ κακὰ κρύβονταν ἀκόμη μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση.[28]

Ὅταν εἶχαν ὅλοι ἐξαχρειωθεῖ, ὅταν ἡ ἁμαρτία εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ, ὅταν περίσσευε ἡ ἀνομία, ὅταν ὁ ζόφος τῆς κακίας ἔφθασε στὸ ἀνώτατο ὅριο, τότε φάνηκε ἡ χάρη καὶ ἀνέτειλε τὸ ἀληθινὸ φῶς.[29] Ὁ Ἅγιος ἀπευθύνεται καὶ πρὸς τοὺς «ἀντιρρησίες» ποὺ ἀναρωτιοῦνται, γιατὶ ἀφοῦ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε γιὰ νὰ καταλύσει τὴν κακία καὶ δὲν θὰ ἔπρεπε λογικὰ νὰ ἔχει ἀφήσει κανένα ἴχνος της, κάθε μέρα παρατηροῦνται φόνοι, κλοπές, μοιχεῖες καὶ τὰ χειρότερα κακουργήματα. Ὅποιος κάνει αὐτὴ τὴ διαπίστωση ἂς λύσει τὴν ἀμφιβολία του μὲ ἕνα ἀπὸ τὰ γνωστὰ παραδείγματα: ὅταν, δηλαδή, σκοτώνωμε ἕνα φίδι, βλέπομε ὅτι δὲν πεθαίνει ὅλο τὸ ἑρπετὸ μαζὶ μὲ τὸ κεφάλι, ἀλλά, ἐνῷ τὸ κεφάλι ἔχει πεθάνει, τὸ ὑπόλοιπο σῶμα εἶναι ζωντανὸ καὶ δείχνει τὸ θυμό του χωρίς νὰ ἔχει στερηθεῖ τὴ ζωτικὴ δύναμη. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ στὴν περίπτωση Ἐκείνου  ποὺ σκότωσε τὸ δράκοντα τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν τὸ θηρίο μεγάλωσε αὐξανόμενο μαζὶ μὲ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς γενεὲς τῶν ἀνθρώπων, συνέτριψε τὴν κεφαλή του, δηλαδὴ τὴ δύναμη ποὺ ἀναιρεῖ τὰ καλὰ καὶ ἔχει πάνω της πολλὲς κεφαλὲς ἀλλὰ δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα, ἐπιτρέποντας νὰ ἀπομείνει ἡ κίνηση μέσα στὸ νεκρὸ θηρίο ὡς ἀφορμὴ ἀσκήσεως γιὰ τοὺς μεταγενεστέρους.[30].

Ποιό εἶναι λοιπὸν τὸ κεφάλι ποὺ συνετρίβη; Ἐκεῖνο ποὺ ἔφερε στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου τὸ θάνατο μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ συμβουλὴ καὶ μὲ τὸ δάγκωμά του στάλαξε τὸ θανατηφόρο δηλητήριο. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ κατάλυσε τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου, συνέτριψε τὴ δύναμη τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ, ὅπως λέει ὁ προφήτης. Τὸ ὑπόλοιπο ὅμως σῶμα τοῦ θηρίου σκορπισμένο μέσα στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο  βρίσκεται μέσα στὶς κινήσεις τῆς κακίας, σκληραίνει ἀδιάκοπα τὴ ζωή μας μὲ τὰ λέπια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δύναμή του βέβαια εἶναι πιὰ νεκρή, ἀφοῦ ἀχρηστεύθηκε τὸ κεφάλι. Ὅταν περάσει ὅμως ὁ καιρὸς καὶ ἀκινητοποιηθοῦν τὰ κινούμενα κομμάτια κατὰ τὴν προσδοκώμενη συντέλεια τῆς ζωῆς αὐτῆς, τότε καταργεῖται ἡ οὐρὰ καὶ τὸ τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐχθροῦ ποὺ εἶναι ὁ θάνατος. Ὁ πλήρης ἀφανισμὸς τῆς κακίας θὰ πραγματοποιηθεῖ, ἀφοῦ θ᾿ ἀνακληθοῦν ὅλοι στὴ ζωὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση. Οἱ δίκαιοι θὰ μετοικήσουν ἀμέσως στὴν οὐράνιο μακαριότητα, ἐνῷ οἱ ἔνοχοι ἁμαρτημάτων θὰ παραδοθοῦν στὴ γέεννα.[31]

Ὁ λόγος ὅμως ἐπανέρχεται εἰς «τὴν παροῦσαν χαρά» τῶν Χριστουγέννων. Ἄγγελοι μετὰ ποιμένων καὶ Μάγοι μετὰ ἀστέρος γίνονται κήρυκες τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸ πνεῦμα τῶν Προφητῶν. «Ὢ τοῦ θαύματος, ἡ παρθένος μήτηρ γίνεται καὶ διαμένει παρθένος». Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ «καινοτομία τῆς φύσεως» : στὶς ἄλλες γυναῖκες μία παρθένος δὲν εἶναι μητέρα, ὅταν ὅμως γίνει μητέρα δὲν ἔχει πιὰ τὸ γνώρισμα τῆς παρθενίας. Ἐδῶ καὶ τὰ δύο ὀνόματα συνέπεσαν. Ἡ ἴδια εἶναι καὶ μητέρα καὶ παρθένος. Οὔτε ἡ παρθενία ἐμπόδισε τὴ γέννηση οὔτε ἡ γέννηση κατήργησε τὴν παρθενία. Ἔπρεπε Αὐτὸς ποὺ ἦρθε στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ἀφθαρτοποιήσει τὰ πάντα, νὰ ἀρχίσει ἀπὸ τὴν ἀφθαρσία ποὺ ἐξυπηρετοῦσε τὴ γέννησή Του. Ὅταν ἡ θεία Χάρη προδιέθετε τοὺς ἀνθρώπους ὥστε νὰ μὴ θεωρήσουν ἀπίθανη τὴ γέννηση ἀπὸ τὴν Παρθένο, προετοίμαζε τὴ συγκατάθεση τῶν ἀπίστων μὲ μικρότερα θαύματα, ὅπως τὴ γέννηση τοῦ Ἰωάννη ἀπὸ τὴν ἡλικιωμένη καὶ στείρα Ἐλισάβετ. Αὐτὸ εἶναι τὸ προοίμιο τοῦ θαύματος τῆς παρθενίας. Ὅπως δηλαδὴ ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ τῆς Ἐλισάβετ ἀποδίδεται στὸ θεῖο θέλημα, ἔτσι καὶ τὸ ἀπίστευτο τοῦ παρθενικοῦ τόκου, γίνεται πιστευτὸ μὲ τὴν ἀναφορά του στό θεῖο.[32]

Βλέποντας τὸ σπήλαιο ὅπου γεννᾶται ὁ Κύριος, πρέπει νὰ βάλωμε στὸ νοῦ μας, κατὰ τὸν Λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, τὸ σκοτεινὸ καὶ ὑπόγειο βίο τῶν ἀνθρώπων τῶν καθημένων «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου» (Λκ 1, 79) ὥσπου νὰ φθάσει καί νὰ φανερωθεῖ Ἐκεῖνος. Τυλίγεται σφιχτὰ μέσα στὰ σπάργανα Αὐτὸς ποὺ ἔχει φορέσει τὶς σειρὲς τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων. Ἡ φάτνη εἶναι ὁ στάβλος τῶν ἀλόγων ζώων, ὅπου γεννᾶται ὁ Λόγος, γιὰ νὰ καταλάβει τὸ βόδι τὸν ἀφέντη του καὶ ὁ ὄνος τὸ παχνὶ τοῦ Κυρίου του (Ἠσ. 1, 3). Βόδι εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι στὸ ζυγὸ τοῦ νόμου, ἐνῷ ὄνος τὸ μεταφορικὸ ζῶο, τὸ φορτωμένο μὲ τὴν ἁμαρτία τῆς εἰδωλολατρίας. «Αὐτὸς κάνει νὰ φυτρώνει χόρτο γιὰ τὰ ζῶα» (Ψαλμ. 103, 14), λέει ὁ προφήτης, ἐνῶ τὸ λογικὸ ζῶο τρέφεται μὲ ψωμί. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό (Ἰω. 6, 48 ), τοποθετήθηκε μέσα στὴ φάτνη ποὺ εἶναι ἡ κατοικία τῶν ἀλόγων γιὰ νὰ μεταλάβουν καὶ τὰ ἄλογα τροφὴ λογικὴ καὶ νὰ γίνουν λογικά. Μέσα στὴ φάτνη, ἀνάμεσα στὸ βόδι καὶ τὸν ὄνο ὁ Κύριος γίνεται μεσίτης. Γκρεμίζει τὸ μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ γιὰ νὰ ἑνώσει στὸ πρόσωπό Του τοὺς δύο σὲ ἕνα νέο ἄνθρωπο (Ἐφ. 2, 14), καταργῶντας τὸν βαρὺ ζυγὸ τοῦ Νόμου τοῦ ἑνὸς καὶ ἐλευθερώνοντας τὸν ἄλλο ἀπὸ τὸ φορτίο τῆς εἰδωλολατρείας.[33]

Ὁ Χριστὸς προῆλθε ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα (Ἑβρ. 7, 14), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλὰ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν καταφωτίζονται ἀπὸ Αὐτὸν ποὺ ἀνέτειλε. Οἱ μάγοι εἶναι ἄσχετοι μὲ τὴ διαθήκη τῆς ἐπαγγελίας καὶ ξένοι πρὸς τὴν εὐλογία τῶν πατέρων, προηγοῦνται ὅμως στὴ γνώση ἀπὸ τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό· ἀναγνώρισαν καὶ τὸ οὐράνιο ἄστρο καὶ δὲν ἀγνόησαν τὸ βασιλιὰ μέσα στὸ σπήλαιο. Οἱ μάγοι φέρνουν δῶρα, ἐνῷ οἱ δικοί Του τὸν ἐπιβουλεύονται. Οἱ πρῶτοι Τὸν προσκυνοῦν, οἱ ἄλλοι Τὸν καταδιώκουν. Ἐκεῖνοι χαίρονται ὅταν βρίσκουν Αὐτὸν ποὺ ζητοῦσαν : «...ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα...» (Ματθ. 2,10). Αὐτοὶ ταράττονται ἀπὸ τὴν προαγγελθεῖσα Γέννηση Ἐκείνου : «…ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης ἐταράχθη, καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ' αὐτοῦ...» (Ματθ. 2,3). Οἱ μάγοι προσφέρουν σ᾿Αὐτὸν λίβανο ὅπως σὲ ἕνα Θεό, τιμοῦν μὲ χρυσὸ τὸ βασιλικὸ ἀξίωμα, καὶ δηλώνουν τὴν κατὰ τὸ πάθος οἰκονομία κατὰ προφητικὴ χάρη, μὲ τὴ σμύρνα. Οἱ ἄλλοι καταδικάζουν στὴν ἐξόντωση ὅλα τὰ νήπια, πράγμα ποὺ φανερώνει ὄχι μόνο τὴ σκληρότητα ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνοησία τους.[34]

Ἐπειδὴ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τόσο μεγάλα δεινὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ὁ Βασιλεὺς ὅλης τῆς ἀπαθοῦς φύσεως δέχθηκε νὰ ἀνταλλάξει τὴν ἴδια τὴ Δόξα Του μὲ τὴ δική μας ζωή. Ἔτσι ἡ καθαρότητα μπαίνει μέσα στὸ δικό μας ρύπο, ἐνῶ ὁ ρύπος δὲν ἀγγίζει τὴν καθαρότητα, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο: «... τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ ἔλαμψεν, ἡ δὲ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν...» (Ἰω. 1, 5). Ὁ ζόφος ἀφανίζεται μὲ τὴν παρουσία τοῦ φωτός, ὁ ἥλιος δὲν μαυρίζει ἀπὸ τὸ ζόφο. Ἡ ζωὴ καταπίνει τὴ θνητότητα, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος (Β´ Κορ. 5, 4), δὲν ἐξαντλεῖται ἡ ζωὴ μὲ τὸ θάνατο. Ὅ,τι ἔχει καταφθαρεῖ σώζεται μαζὶ μὲ τὸ ἄφθαρτο. Ἡ φθορὰ δὲν ἐπηρεάζει τὴν ἀφθαρσία. Γι᾿ αὐτὸ κοινὸς εἶναι ὁ ὕμνος ὅλης τῆς κτίσεως, καθὼς ὅλοι ἀναπέμπουν συμφωνία δοξολογίας στὸ Δεσπότη της. Κάθε στόμα ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ ὑπογείων φωνάζει ὅτι διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοξάζεται ὁ Θεὸς Πατέρας[35].

Μ. Ἀθανάσιος, στὸν «Περὶ ἐνανθρωπήσεως» Λόγο του,[36] γιὰ νὰ γίνει κατανοητὴ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Δημιουργοῦ ὅπως φανερώθηκε μετὰ τὴν παρακοή, θεωρεῖ ἀπαραίτητο νὰ ἀναφερθεῖ στὴν ἀρχὴ τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας. Τονίζει λοιπὸν ὅτι ὁ παντοκράτωρ Θεός, ὅταν δημιουργοῦσε διὰ τοῦ Λόγου Του τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ μένει ἐν ἀφθαρσίᾳ. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ὀλιγώρησαν καὶ ἀπεστράφησαν τὴν καλὴ σχέση μὲ τὸ Θεό, βάζοντας λογισμοὺς στὸ νοῦ τους καὶ ἐφευρίσκοντας τὴν κακία γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους. Ἔπαυσαν νὰ εἶναι ὅπως ἀρχικὰ δημιουργήθηκαν ἀφοῦ παραδόθηκαν στὴ κατάκριση τοῦ θανάτου ποὺ τοὺς κυρίευσε ὡς βασιλεύς.Ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τοὺς ἔκανε νὰ ἐπιστρέψουν στὸ «κατὰ φύσιν». Αὐτοὶ ποὺ δὲν ὑπῆρχαν πρὶν νὰ δημιουργηθοῦν, παραβαίνοντας τὸ θεῖο νόμο, ἔπρεπε νὰ ὑπομείνουν τὴ φθορὰ γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα. Μολονότι ζῶντας κατὰ Θεόν εἶχαν τὴ δυνατότητα νὰ γίνουν ἄφθαρτοι λόγω τῆς ὁμοιότητος μὲ τὸ Θεό, μὲ τὴν παρακοὴ ἔγιναν «κατὰ φύσιν» θνητοὶ καθὼς δὲν προϋπῆρχαν τῆς δημιουργίας. Παραφρόνησαν καὶ παραμέλησαν τὴ χάρη ποὺ τοὺς δόθηκε, θόλωσε ἡ ψυχή τους καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό. Νικήθηκαν ἀπὸ τὶς πρόσκαιρες ἀπολαύσεις, καὶ τὶς σατανικὲς φαντασίες, δὲν παραδέχθηκαν τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ γέμισαν τοὺς ἑαυτούς τους μὲ κακία, ὥστε νὰ μὴ φαίνονται πλέον λογικοί, ἀλλὰ ἀνόητοι. Γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν αἰώνιο θάνατο, ὁ ἀσώματος καὶ ἄφθαρτος καὶ ἄϋλος Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι οὕτως ἢ ἄλλως παρὼν στὴν κτίση, δείχνει τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴ συγκατάβασή Του καὶ ἐνσαρκώνεται.[37]

Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔχασαν τὸ λογικό τους καὶ ἡ δαιμονικὴ πλάνη ἐπεσκίαζε τὰ πάντα καὶ ἀπέκρυπτε τὴ γνώση περὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τί ἔπρεπε νὰ κάνει ὁ Θεός; Τί ἄλλο ἔπρεπε νὰ γίνει παρὰ νὰ ἀνανεωθεῖ τὸ «κατ᾿ εἰκόνα», ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ Τὸν γνωρίσουν καὶ πάλι; Ἀπὸ ἀνθρώπους αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν δυνατόν, ἐπειδὴ αὐτοὶ εἶχαν δημιουργηθεῖ «κατ᾿ εἰκόνα»· οὔτε πάλι ἀπὸ ἀγγέλους, διότι αὐτοὶ δὲν εἶναι εἰκόνες. Ἡ ἀνανέωση τοῦ «κατʼ εἰκόνα» στοὺς ἀνθρώπους συντελεῖται μόνο μὲ τὴν ἔλευση τῆς ἰδίας τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸς ποὺ εἶναι «εἰκὼν τοῦ Πατρός», ἐνανθρώπησε, διὰ νὰ ἐπιτύχει νὰ ἀναδημιουργήσει τὸν «κατ᾿ εἰκόνα» ἄνθρωπον. Γιὰ νὰ ἐξαφανίσει τὸ θάνατο καὶ τὴ φθορὰ ἔλαβε θνητὸ σῶμα. Ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ Πατρός γεννήθηκε λοιπὸν ὡς ἄνθρωπος, ἔζησε καὶ πέθανε καὶ ἀνέστη. Μὲ τὰ δικά Του ἔργα ἐξασθένησε τὸ κακὸ καὶ ἐπισκιάσθηκαν τὰ ἀπ᾿ αἰῶνος ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ σηκωθοῦν ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου ἔχουν περιπέσει οἱ ἄνθρωποι, καὶ νὰ τοὺς διδάξει τὸν ἀληθινὸ Πατέρα.[38] Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ἀναπτύσσει τὸ θέμα τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ξεχνῶντας τὶς λεπτομέρειες τῆς ἀφηγήσεως τῶν γεγονότων τῆς Βηθλεέμ. Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι δὲν βλέπει παρὰ τὸ ἐσπαργανωμένο θεῖο Βρέφος καὶ μᾶς Τὸ παρουσιάζει μὲ τὸ θεολογικὸ λόγο του.

Τὸν ἴδιο στόχο ἔχει, τέσσερις αἰῶνες ἀργότερα, καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Προσεγγίζοντας τὸ θέμα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρει ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησε γιὰ νὰ χαρίσει ξανὰ στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο τὸν προόρισε. [39] Τὸν δημιούργησε σύμφωνα μὲ τὴ δική Του εἰκόνα, διανοητὴ καὶ ἐλεύθερο, προορισμένο νὰ τοῦ ὁμοιάζει, δηλαδὴ τέλεια ἐνάρετο ὅπως καὶ ὁ Δημιουργός Του, πρᾶγμα κατορθωτὸ γιὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύση. Γιατὶ οἱ ἀρετές, δηλαδὴ ἡ νηφαλιότητα, ἡ ἠρεμία, ἡ ἀκεραιότητα, ἡ ἀγαθοσύνη, ἡ σοφία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀνεξικακία εἶναι πρωταρχικὰ γνωρίσματα τῆς θείας φύσεως. Ὁ Θεός, λοιπόν, δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο σὲ πλήρη κοινωνία μαζί Του (γιὰ νὰ μείνει ἄφθαρτος, τὸν ἀνέβασε στὴν ἀθανασία μὲ τὸ νὰ τὸν κρατεῖ κοντά Του). Ἐμεῖς, ὅμως, παραβαίνοντας τὴν ἐντολή, ζῶντας μέσα στὴν κακία, ἀμαυρώσαμε καὶ συγχύσαμε τὰ γνωρίσματα τῆς θείας φύσεως. Ἀπογυμνωθήκαμε ἀπὸ τὴ θεία κοινωνία διότι δὲν ἐπικοινωνεῖ τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι. Ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ ὑποπέσαμε στὴ φθορὰ τοῦ θανάτου. Ἐπειδή ὁ Θεὸς μᾶς προσέφερε τὸ ὕψιστο ἄγαθὸ καὶ δὲν τὸ διαφυλάξαμε, χρειάστηκε νὰ κατέβει Αὐτὸς στὴ χειρίστη κατάσταση, δηλαδὴ στὴ δική μας ξεπεσμένη φύση, ὥστε, ἐνεργῶντας ὁ ἴδιος καὶ προσφέροντας τὸν ἑαυτό Του, νὰ μᾶς ξαναδώσει ἀνακαινισμένο τὸ κατ΄εἰκόνα καὶ καθ΄ὁμοίωσή Του. Θέλει νὰ μᾶς διδάξει τὸ ἐνάρετο ἦθος τῆς βιωτῆς ποὺ ὁ ἴδιος μὲ τὴν ἐπίγειο ζωή Του κατέστησε συγκεκριμένο καὶ εὐκολοκατόρθωτο. Θέλει νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴ φθορά, φέρνοντάς μας πάλι σὲ κοινωνία μὲ τὴ ζωή, μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀνοίξει ὁ ἴδιος τὸ δρόμο τῆς  Ἀναστάσεως. Ἐπιδιώκει νὰ ξανακάνει καινούργιο τὸ θρυμματισμένο καὶ κακοποιημένο σκεῦος τῆς ὑπάρξεώς μας γιὰ νὰ λύσει τὰ δεσμὰ τῆς κυριαρχίας τοῦ διαβόλου ἐπάνω μας, καλῶντας μας νὰ γνωρίσουμε τὸ Θεό. Προσπαθεῖ νὰ μᾶς γεμίσει κουράγιο καὶ νὰ μᾶς ἐκπαιδεύσει ὥστε μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ταπείνωση νὰ πολεμοῦμε τὸν τύραννο.[40]

Καταργήθηκε ἡ θρησκεία τῶν δαιμόνων καὶ ἁγιάσθηκε ἡ κτίση μέσῳ τῆς σταυρικῆς θυσίας. Λατρεύεται ἡ ὁμοούσιος Τριάς, ἡ ἄκτιστος θεότης. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μὲ ἀρετὲς καὶ ἔχουν τὴν ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως. Σὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα κηρύχθηκε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ χωρὶς πόλεμο καὶ ὅπλα ἀπὸ διωκόμενους πτωχοὺς καὶ ἀγραμμάτους ποὺ κατίσχυαν τῶν σοφῶν καὶ δυνατῶν. Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, αὐτὰ τὰ γνωρίσματα τῆς δυνάμεώς Του. Καὶ ἔσωσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὄχι πειθαναγκάζοντάς τους νὰ ἀσκήσουν τὴν ἀρετή, ὄχι χώνοντάς τους στὸ χῶμα, ὄχι καίοντάς τους καὶ διατάσσοντας νὰ λιθοβολοῦνται οἱ ἁμαρτωλοί, ἀλλὰ πείθοντάς τους μὲ πραότητα, ὑπομονὴ καὶ συγχωρητικότητα νὰ διαλέξουν τὴν ἀρετὴ καὶ νὰ συναγωνίζονται στοὺς κόπους γι᾿ αὐτὴν κι ἔτσι νὰ ἱκανοποιοῦνται. Προηγουμένως ὅταν ἁμάρταναν ἐτιμωροῦντο μὲ χτυπήματα κι ὅμως ἐπέμεναν στὴν ἁμαρτία καὶ τὴν εἶχαν θεοποιήσει· τώρα δέχονται νὰ ὑφίστανται χτυπήματα γιὰ χάρη τῆς ὑπακοῆς στὸ Θεό καὶ γιὰ χάρη τῆς ἀρετῆς νὰ κακοπαθοῦν καὶ νὰ θανατώνονται.[41]

Σὲ ἄλλο Λόγο του «Εἰς τὴν ἁγίαν Χριστοῦ Γέννησιν», ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ταυτίζει τὸ κοσμοσωτήριο γεγονὸς μὲ «ἄνοιξη» ποὺ ἀνακαίνισε ὅλη τὴ φύση καὶ διατυπώνει μὲ ἀκρίβεια τὸ χριστολογικὸ δόγμα. Ὁ τέλειος Θεὸς ἔγινε ὁ ἴδιος φύσει τέλειος ἄνθρωπος: Ὄχι μὲ μετατροπὴ κατὰ «τὴν φύσιν οὐδὲ φαντάσας τὴν οἰκονομίαν», ἀλλὰ μὲ τὴν ἐμψυχωμένη σάρκα ποὺ ἔλαβε λογικῶς καὶ νοερῶς ἀπὸ τὴν Ἅγία Παρθένο ἀφοῦ ἑνώθηκε «καθ’ὑπόστασιν» μὲ τὸ «εἶναι» της, ὥστε «ἀσυγχύτως, ἀναλλοιώτως, ἀδιαιρέτως Θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον καὶ εἶναι καὶ λέγεσθαι». Ἡ Παναγία Παρθένος εἶναι ἀληθινὰ Θεοτόκος διότι γέννησε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ ἐξ αὐτῆς σεσαρκωμένο. Ὁ Κύριος καὶ Θεός μας γεννήθηκε καὶ μᾶς γλύτωσε ἀπὸ τὸ χειμῶνα τῆς πλάνης καὶ τὸ κρύο τῆς ἀπάτης ὁδηγῶντας μας ξανὰ πίσω σὲ ἄνοιξη ἀγαλλιάσεως. Φόρεσε τὸ σῶμα μας ἀλλὰ χωρὶς ἁμαρτία καὶ «πεποίηκεν ἡμᾶς θέσει υἱοὺς τοῦ ἰδίου Πατρὸς καὶ συγκληρονόμους τῆς Βασιλείας»Του. Με μιὰ θεαματικὴ στροφὴ τοῦ λόγου μᾶς καλεῖ ὁ Ἅγιος ρήτορας νὰ μαζέψωμε σὰν ροδανθοὺς τὰ εὐαγγελικὰ χωρία γιὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ τὰ ἀκούσωμε μὲ προσοχή. Μετὰ τὴν παρουσίασή τους προβαίνει ὁ ἴδιος σὲ μιὰ γλαφυρὴ περιγραφὴ τοῦ „φρικτοῦ μυστηρίου“ τοῦ θείου τόκου: ὁ Θεὸς ἀντὶ νὰ κὰθεται πάνω σὲ χερουβικὸ θρόνο εἶναι ξαπλωμένος σὲ μιὰ φάτνη ἀλόγων γιὰ νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τἠν ἀλογία στὴ θεϊκὴ ἐπίγνωση. Ἀντὶ νὰ Τὸν περιστοιχίζουν Χερουβείμ, Τὸν συντροφεύουν ἄλογα κτήνη. Γίνεται λόγος γιὰ τὴ μαία, τοὺς δοξολογοῦντας ἀγγέλους, τὴ χαρὰ τῶν ποιμένων, τὸν κατάλαμπρο ἀστέρα ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς ἔκπληκτους μάγους, Περσῶν βασιλεῖς. Ἐπικρατεῖ ἕνα «ἐρυθρόδανον» χρῶμα. Ἡ ὅλη ἀφήγηση ὁμοιάζει μὲ θεολογικὴ ἀνάλυση ἱερᾶς εἰκόνος μιᾶς ἐκ τῶν πολλῶν ποὺ μὲ βεβαιότητα μποροῦμε νὰ ὑποθέσωμε ὅτι εἶχε δεῖ ὁ ἱερὸς Δαμασκηνός.[42]

Κλείνοντας τὸν λόγο μας σχετικὰ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως καὶ τὴν πατερική της ἑρμηνεία θεωροῦμε χρήσιμο νὰ ἀναφέρουμε τὴν προτροπὴ, πρὸς κάθε πιστό, τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου καὶ νὰ ἀναλογισθοῦμε τὴ σημασία τῶν λόγων του σχετικὰ μὲ τὴν ἐνανθρώπηση του Σωτῆρος: Ποιός λοιπὸν ἐρευνῶντας θὰ βρεῖ μιὰ τέτοια Γέννηση; Ποιός λόγος θὰ κατανοήσει τὸν τρόπο τοῦ Μυστηρίου; Κανεὶς νὰ μὴν προσπαθήσει νὰ φθάσει τὸν Ἀκατάληπτο μὲ ἀνθρώπινες σκέψεις, διότι ἐδῶ δὲν χρειάζονται ἀναλογίες, ἀλλά μόνο πίστη. Σταμάτησε νὰ ἐρευνᾶς, ἄνθρωπε, καὶ διδάξου νὰ προσκυνεῖς μαζὶ μὲ τοὺς μάγους. Μπόρεσε πρῶτα νὰ ἀντικρύσεις κατευθείαν τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ τότε θὰ ἀτενίσεις ἀκίνδυνα τὴν παρθενικὴ γέννα. Ἡ θεότητα εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει, ἂν θελήσεις νὰ ψηλαφήσεις τὴ φλόγα, θὰ κατακάψεις τὰ χέρια σου χωρὶς νὰ βρεῖς τίποτε. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἂς δοξάσωμε τὴν ἔνσαρκο γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν προσκύνησή Του ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση, προσφέροντας ὁλόκληρη τὴ ζωή μας στὸ Χριστὸ στὸν ὁποῖο πρέπει ἡ Δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.[43]

 

[1] Olivier Clement, „À propos d’une théologie de l'icône“, Contacts (No. Spécial :  L’Icône 32 (1960) 164–165. Ὁ συντάκτης μεταφέρει διατύπωση τοῦ Léonide Ouspensky: „L’icone, souligne Léonide Ouspensky, sanctifie la vue, et déjà la transforme en sens de la vision: car Dieu ne s’est pas seulement fait entendre, il s’est fait voir, la gloire de la Trinité s’est révélée à travers la chair du Fils de l’Homme.“

[2]  Olivier Clement, „Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς“. Συνομιλῶντας μὲ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο Α΄’’, Μτφρ. ἀπὸ τὰ γαλλικά, Ὀρθόδοξη Μαρτυρία 59, Ἐκδ. Ἀκρίτας, Ν. Σμύρνη, 1997, σ. 109.

[3] Ἔνθ’ ἀνωτ., σ. 87.

[4] Κων/νου Καλοκύρη, La Theotokos dans l’art des églises orthodoxe et catholique par rapport au mouvement œcuménique, Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Θεολογικῆς Σχολῆς Παν/μίου Θεσσαλονίκης, 21 (1976) 43–51.

[5]  Κάθισμα α’, ἦχος δ’, τοῦ Ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων.

[6] (Λκ Β΄: 7)

[7] Φ. Κόντογλου, „Ἡ Γέννηση στὴν Ἁγιογραφία“, Ἑλληνικὴ Δημιουργία 4 (45) 1949, σ.1017-1020.

[8] Μax Thurian, L'Eucharistie, Neuchâtel-Paris 1963, 101–110 (Les images dans la Liturgie).

[9] Κων/νου Καλοκύρη, Ἡ φάτνη τῶν Χριστουγέννων, ἐκδ. Μίτος, 1992.

[10] Ouspensky L. – Lossky Vl., Der Sinn der lkonen, Bern 1952, 23. Τῶν ἰδίων, The meaning of Icons. St Vladimir‘s Seminary Press, Crestwood, New York, 1982. Βλ. ἀνάπτυξη τοῦ θέματος ἐν Ouspensky L., La Théologie de l’Icone dans l’Église orthodoxe, Les ‘Editions du Cerf, Paris 1980, κ. 9, 133-175. Βλ. καὶ ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ προηγουμένου: „Ἡ Θεολογία τῆς Εἰκόνας στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐκδ. Ἀρμός, Ἀθῆνα 1993.

[11] Κων/νου Καλοκύρη, Θεοτόκος εἰς τὴν εἰκονογραφίαν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, Πατριαρχικὸν Ἰδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1972, 149-153.

[12] Ἡ σκηνὴ περιγράφεται στὸ Προεόρτιο Κοντάκιο: „Εὐφραίνου Βηθλεέμ, Εὐφραθᾶ ἑτοιμάζου· ... οἱ θεοφόροι Πατέρες, ἐπαγάλλονται, μετὰ Ποιμένων ὑμνοῦντες, Παρθένον θηλάζουσαν.“

[13] Ἠσ.1,3.

[14]  Ἀριθμ. 24,17.

[15] Κων/νου Καλοκύρη, Τὸ ἄστρον τῆς Βηθλεὲμ εἰς τὴν βυζαντινὴν τέχνην, Θεσσαλονίκη 1969, 1-30.

[16] Βλέπε ἑρμηνεία τῆς εἰκόνoς τῆς Γεννήσεως ἐν Ν. Ζία, „ Εἰκόνα τῆς Γεννήσεως - Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί...“, Συλλογικὸς Τόμος Χριστούγεννα, ἐκδ. «ΑΚΡΙΤΑΣ», ἔκδ. ε´, 1999, σελ. 187-207, καθὼς καὶ Ἰω. Χατζηφώτη, Ἡ Γέννηση στὴ Βυζαντινὴ Τέχνη, “Τὰ Χριστούγεννα τῆς Ρωμιοσύνης”, ἐκδ. Τουμπής, Ἀθήνα 2005 .

[17] Ἡ σκηνὴ τῆς Προσκυνήσεως τῶν ἐξ ἀνατολῶν Βασιλέων εἶναι, κατὰ τὸν καθηγητὴ Καλοκύρη, παλαιοτάτη καὶ ἀπαντᾷ ἤδη στὶς κατακόμβες, τὸν 2ο καὶ 3ο αἰῶνα: Κων/νου Καλοκύρη, Ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν εἰκονογραφίαν...Ἔνθ΄ἀνωτ., 152.

[18] Προσευχητάριο – Gebetbuch, 166–167.

[19] Ἐγκώμιον εἰς Μαρκιανὸν ἐπίσκοπον Γάζης, Λόγος α΄, 51-55: Ἔκδ. Förster R. and Richtsteig E., Choricii Gazaei opera. Leipzig: Teubner, 1929. Βλέπε καὶ Κων. Καλοκύρη, Πηγαὶ Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας (Κείμενα καὶ μνημεία), Θεσσαλονίκη 1980, 218 : «καὶ κόρη πρὸς εὐνὴν ἀναπίπτουσα τὴν μὲν λαιὰν ὑποθεῖσα τῷ τῆς ἑτέρας ἀγκῶνι, τῇ δεξιᾷ δὲ τὴν παρειὰν ἐπικλίνουσα. τίς ἄρα τῶν γεγραμμένων  νοῦς; διὰ κενῆς ἀποροῦμεν; ἥδε γάρ ἐστιν παρθένος...».

[20] Π. Εὐδοκίμωφ, Ἡ Τέχνη τῆς Εἰκόνας. Θεολογία τῆς Ὡραιότητος, Μτφρ. Κ. Χαραλαμπίδη, Ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1980, 33-35, 90-99 καὶ εἰδικὰ γιὰ τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, 203–221.

[21] Ἁγ.Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Λόγος, PG 56, 385-386: „Μυστήριον ξένον καὶ παράδοξον βλέπω ποιμένες  μου περιηχοῦσι τὰ ὦτα, οὐκ ἔρημον [sic] συρίζοντες μέλος, ἀλλ’ οὐράνιον ᾄδοντες ὕμνον. Ἄγγελοι ᾄδουσιν, ἀρχάγγελοι μέλπουσιν, ὑμνεῖ τὰ Χερουβὶμ, δοξολογεῖ τὰ Σεραφὶμ, πάντες ἑορτάζουσι Θεὸν ἐπὶ γῆς ὁρῶντες, καὶ ἄνθρωπον ἐν οὐρανοῖς τὸν ἄνω κάτω δι’ οἰκονομίαν, καὶ τὸν κάτω ἄνω διὰ φιλανθρωπίαν. Σήμερον Βηθλεὲμ τὸν οὐρανὸν ἐμιμήσατο ἀντὶ μὲν  ἀστέρων ἀγγέλους ὑμνοῦντας δεξαμένη, ἀντὶ δὲ ἡλίου τὸν τῆς δικαιοσύνης ἀπεριγράπτως χωρήσασα. Καὶ μὴ ζήτει πῶς ὅπου γὰρ βούλεται Θεὸς, νικᾶται φύσεως τάξις. Ἠβουλήθη γὰρ, ἠδυνήθη, κατῆλθεν,ἔσωσε· σύνδρομα τὰ πάντα τῷ Θεῷ. Σήμερον ὁ ὢν τίκτεται, καὶ ὁ ὢν γίνεται ὅπερ οὐκ ἦν ὢν γὰρ Θεὸς, γίνεται ἄνθρωπος, οὐκ ἐκστὰς τοῦ εἶναι Θεός. Οὐδὲ γὰρ κατ’ ἔκστασιν θεότητος γέγονεν ἄνθρωπος, οὐδὲ πάλιν κατὰ προκοπὴν ἐξ ἀνθρώπου γέγονε Θεός· ἀλλὰ Λόγος ὢν, διὰ τὸ ἀπαθὲς σὰρξ ἐγένετο ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως.“

[22] PG 56, 387: „Ἀλλ’ ὅτε μὲν ἐτέχθη, Ἰουδαῖοι ἠρνοῦντο τὸν ξένον τόκον, καὶ Φαρισαῖοι παρηρμήνευον τὰς θείας Βίβλους, καὶ γραμματεῖς ὑπεναντία τοῦ νόμου ἐλάλουν. Ἡρώδης τὸν τεχθέντα ἐζήτει, οὐχ ἵνα αὐτὸν τιμήσῃ, ἀλλ’ ἵνα αὐτὸν ἀπολέσῃ. Σήμερον γὰρ πάντα ὑπεναντία εἶδον. ... Βασιλεῖς μὲν γὰρ τὸν ἐπουράνιον βασιλέα θαυμάζοντες, ... ἦλθον προσκυνήσοντες, στρατιῶται δὲ τὸν ἀρχιστράτηγον τῆς δυνάμεως θεραπεύσοντες· αἱ γυναῖκες τὸν ἐκ γυναικὸς τεχθέντα, ἵνα τὰς λύπας τῆς γυναικὸς εἰς χαρὰν μεταβάλλῃ· αἱ παρθένοι τὸ τῆς παρθένου παιδίον, ... τὰ νήπια τὸν νήπιον γενόμενον, ἵνα ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων καταρτίσῃ αἶνον·οἱ παῖδες τὸν παῖδα μάρτυρας διὰ τὴν Ἡρώδου μανίαν εἰργασάμενον οἱ ἄνδρες τὸν ἐνανθρωπήσαντα καὶ τὰ τῶν δούλων θεραπεύσαντα κακά· οἱ ποιμένες τὸν ποιμένα τὸν καλὸν, τὸν τὴν ψυχὴν ὑπὲρ τῶν προβάτων προθέμενον οἱ ἱερεῖς τὸν κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερέα γενόμενον· οἱ δοῦλοι τὸν μορφὴν δούλου λαβόντα, ἵνα ἡμῶν τὴν δουλείαν ἐλευθερίᾳ τιμήσῃ οἱ ἁλιεῖς τὸν ἀπὸ ἁλιέων θηρευτὰς ἀνθρώπων ἐργαζόμενον·οἱ τελῶναι τὸν ἀπὸ τελωνῶν εὐαγγελιστὴν ἀναδείξαντα· αἱ πόρναι τὸν τοῖς πορνικοῖς δάκρυσι τοὺς πόδας προϊέμενον καὶ ἵνα συντόμως εἴπω, πάντες οἱ ἁμαρτωλοὶ ἦλθον ἰδεῖν τὸν ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου ... Πάντων οὖν σκιρτώντων, σκιρτῆσαι θέλω κἀγώ, χορεῦσαι βούλομαι, πανηγυρίσαι θέλω χορεύω δέ, οὐ κιθάραν πλήττων, οὐ θυρσὸν κινῶν, οὐκ αὐλοὺς ἔχων, οὐ δᾷδας ἅπτων, ἀλλ’ ἀντὶ μουσικῶν ὀργάνων τὰ τοῦ Χριστοῦ σπάργανα φέρων. Αὐτὰ γάρ μοι ἐλπίς, αὐτά μοι ζωὴ, αὐτά μοι σωτηρία, αὐτά μοι αὐλός, αὐτά μοι κιθάρα. Διὸ καὶ αὐτὰ ἔρχομαι φέρων, ἵνα τῇ αὐτῶν δυνάμει ἰσχὺν λόγων λαβὼν μετ’ ἀγγέλων εἴπω Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ· μετὰ δὲ ποιμένων, Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.“

[23] PG 56, 388: „Ὅθεν οὔτε ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἐξήγησιν ἔχει, οὔτε ἡ ἐν ὑστέροις καιροῖς πρόοδος πολυπραγμονεῖσθαι ἀνέχεται. Ὅτι μὲν γὰρ ἔτεκεν ἡ παρθένος, σήμερον οἶδα, καὶ ὅτι ἐγέννησεν ὁ Θεὸς ἀχρόνως, πιστεύω· τὸν δὲ τρόπον τῆς γεννήσεως σιωπῇ τιμᾷν μεμάθηκα, καὶ οὐ διὰ λόγων πολυπραγμονεῖν παρέλαβον... Τὸ οὖν κατὰ φύσιν ζητείσθω, τὸ δὲ ὑπὲρ φύσιν σιγῇ τιμάσθω, οὐχ ὡς φευκτόν, ἀλλ’ ὡς ἀπόῤῥητον, καὶ σιωπῇ τιμᾶσθαι ἄξιον... Τί γὰρ εἴπω, ἢ τί λαλήσω; Τὴν τεκοῦσαν ὁρῶ, τὸν τεχθέντα βλέπω, τὸν δὲ τρόπον τῆς γεννήσεως οὐ συνορῶ· νικᾶται γὰρ φύσις, νικᾶται καὶ  τάξεως ὅρος, ὅπου Θεὸς βούλεται. Οὐ γὰρ κατὰ φύσιν  γέγονε τὸ πρᾶγμα· ἀλλ’ ὑπὲρ φύσιν τὸ θαῦμα· ἤργησε γὰρ ἡ φύσις, καὶ ἐνήργησε τοῦ Δεσπότου τὸ βούλημα...“

[24] PG 56, 388 : „...Καὶ τίκτεται ἐκ παρθένου ἀγνοούσης τὸ πρᾶγμα· οὔτε γὰρ συνήργησε πρὸς τὸ γινόμενον, οὔτε συνεβάλετο πρὸς τὸ πραττόμενον, ἀλλ’ ἦν ψιλὸν ὄργανον τῆς ἀποῤῥήτου αὐτοῦ δυνάμεως, μόνον εἰδυῖα, ὃ παρὰ τοῦ Γαβριὴλ ἐρομένη ἔμαθεν, ὅτι Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; Καί φησι· Τοῦτο βούλει μαθεῖν; Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ, καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι. Καὶ πῶς ἦν μετ’ αὐτῆς, καὶ μικρὸν ὕστερον ἐξ αὐτῆς; Ὥσπερ τεχνίτης εὑρὼν ὕλην χρησιμωτάτην, κάλλιστον ἀπεργάζεται σκεῦος· οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς εὑρὼν τῆς παρθένου ἅγιον καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴν, ἔμψυχον ἑαυτῷ κατεκόσμησε ναόν, ὃν ἐβουλήθη τρόπον πλάσας τὸν ἄνθρωπον ἐν τῇ παρθένῳ, καὶ ἐνδυσάμενος αὐτὸν, σήμερον προῆλθεν, οὐκ αἰδεσθεὶς τὸ δυσειδὲς τῆς φύσεως. Οὐδὲ γὰρ ὕβριν ἔφερεν αὐτῷ, φορέσαι τὸ ἴδιον ἔργον· καὶ τὸ πλάσμα δὲ μεγίστην ἐκαρποῦτο δόξαν, ἔνδυμα τοῦ τεχνίτου γινόμενον. Ὥσπερ γὰρ παρὰ τὴν πρώτην πλάσιν ἀδύνατον ἦν συνεστάναι τὸν ἄνθρωπον, πρὶν ἢ τὸν πηλὸν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐλθεῖν· οὕτω καὶ τὸ φθαρὲν σκεῦος ἀδύνατον μεταποιηθῆναι, εἰ μὴ γέγονεν ἔνδυμα τοῦ ποιήσαντος.“

[25] PG 56, 389 : „Ἀλλὰ τί εἴπω, ἢ τί λαλήσω; Ἐκπλήττει γάρ με τὸ θαῦμα. Ὁ Παλαιὸς ἡμερῶν παιδίον γέγονεν, ὁ ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ καὶ ἐπηρμένου καθήμενος ἐν φάτνῃ τίθεται, ὁ ἀναφὴς, καὶ ἁπλοῦς, καὶ ἀσύνθετος, καὶ ἀσώματος χερσὶν ἀνθρωπίναις ἑλίσσεται, ὁ τὰ τῆς  ἁμαρτίας διασπῶν δεσμὰ σπαργάνοις ἐμπλέκεται, ἐπειδὴ τοῦτο θέλει. Θέλει γὰρ τὴν ἀτιμίαν ποιῆσαι τιμὴν, τὴν ἀδοξίαν ἐνδῦσαι δόξαν, τὸν τῆς ὕβρεως ὅρον, ἀρετῆς δεῖξαι τρόπον. Ὅθεν ὑπέρχεται τὸ ἐμὸν σῶμα, ἵνα ἐγὼ χωρήσω τὸν αὐτοῦ Λόγον·καὶ λαβὼν τὴν ἐμὴν σάρκα, δίδωσί μοι τὸ ἑαυτοῦ Πνεῦμα, ἵνα διδοὺς καὶ λαμβάνων θησαυρόν μοι ζωῆς ἐμπορεύσηται. Λαμβάνει μου τὴν σάρκα, ἵνα με ἁγιάσῃ· δίδωσί μοι τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ, ἵνα με διασώσῃ. Ἀλλὰ τί εἴπω, καὶ τί λαλήσω; Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει. Οὐκέτι λέγεται ὡς γενησόμενον, ἀλλὰ θαυμάζεται ὡς πεπραγμένον. Παρὰ Ἰουδαίοις ἐπέπρακτο, παρ’ οἷς καὶ ἐλέγετο, ὑφ’ ἡμῶν δὲ πιστεύεται, παρ’ οἷς οὐδὲ ὠνομάζετο. Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει...“

[26] PG 56, 392 : „Τέκτονα καὶ φάτνην ὁρῶ, καὶ βρέφος, καὶ σπάργανα, λοχὸν παρθένου τῶν χρειῶν ἔρημον, ὅλα πτωχείας  ἐχόμενα, ὅλα πενίας γέμοντα. Εἶδες πλοῦτον ἐν πενίᾳ  πολλῇ; πῶς πλούσιος ὢν δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσε; πῶς οὔτε κλίνην, οὔτε στρωμνὴν εἶχεν, ἀλλ’ ἐπὶ ξηρᾶς ἔῤῥιπτο φάτνης.“

[27] PG 56, 393-394: „Τὸ ῥῆμα τῆς Εὔας ξύλον ἔδειξε, δι’ οὖ τὸν Ἀδὰμ ἐκ τοῦ παραδείσου ἐξέωσεν ὁ Λόγος δὲ ὁ ἐκ τῆς Παρθένου τὸν σταυρὸν ἔδειξε, δι’ οὗ τὸν λῃστὴν εἰς πρόσωπον τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸν παράδεισον εἰσήγαγεν. Ἐπειδὴ γὰρ οὐκ ἐπίστευον Ἕλληνες, οὐκ Ἰουδαῖοι, οὐχ αἱρετικῶν παῖδες, ὅτι ὁ Θεὸς ἀῤῥεύστως καὶ ἀπαθῶς ἐγέννησε, διὰ τοῦτο σήμερον ἐκ παθητοῦ σώματος προελθὼν, ἀπαθὲς τὸ παθητὸν διετήρησε σῶμα, ἵνα δείξῃ, ὅτι ὥσπερ ἐκ τῆς παρθένου τεχθεὶς τὴν παρθενίαν οὐκ ἔλυσεν, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς ἀῤῥεύστου καὶ  ἀναλλοιώτου μενούσης τῆς ἁγίας οὐσίας, ὡς Θεὸς Θεὸν θεοπρεπῶς ἐγέννησεν“.

[28] Ἁγ. Γρηγορίου Ἐπισκόπου Νύσσης, Εἰς τὸ Γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος, PG 46, 1129D–1132A: „Τάχα δὲ καὶ τοῦ μὴ καταρχὰς ἐπιφανῆναι τὸν κύριον ἀλλ’ ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων χαρίσασθαι τῇ ἀνθρωπίνῃ ζωῇ τῆς θεότητος αὐτοῦ τὴν ἐμφάνειαν, ταύτην ἄν τις τὴν αἰτίαν εὐλόγως ὑπονοήσειεν, ὅτι ὁ μέλλων ἐπὶ καθαιρέσει τῆς κακίας τῷ ἀνθρωπίνῳ καταμίγνυσθαι  βίῳ ἀναγκαίως πᾶσαν ἀνέμεινε τὴν κακίαν τὴν παρὰ τοῦ ἐχθροῦ ῥιζωθεῖσαν ἀναβλαστῆσαι, εἶθ’ οὕτως ἐπήγαγε, καθώς φησι τὸ εὐαγγέλιον, τὴν ἀξίνην τῇ ῥίζῃ. Καὶ γὰρ τῶν ἰατρῶν οἱ τῇ τέχνῃ προσέχοντες ἔνδοθεν ἔτι τὸ σῶμα τοῦ πυρετοῦ διασμύχοντος καὶ κατ’ ὀλίγον ὑπὸ τῶν νοσοποιῶν αἰτιῶν ἐξαπτομένου ἐνδιδόασι τῷ ἀρρωστήματι, μέχρις ἂν εἰς ἀκμὴν προέλθῃ τὸ πάθος, οὐδεμίαν ἐκ τῶν σιτίων ἐπάγοντες τῷ ἀσθενοῦντι βοήθειαν. Ἐπειδὰν δὲ στάσιμον γένηται τὸ κακὸν, τότε τὴν τέχνην ἐπάγουσιν ἐκφανείσης πάσης τῆς νόσου.  Οὕτως καὶ ὁ τοὺς κακῶς ἔχοντας τὴν ψυχὴν ἰατρεύων ἀνέμεινε τὴν ἐκ κακίας νόσον, ᾗ κατεκρατήθη τῶν ἀνθρώπων ἡ φύσις, πᾶσαν ἐκκαλυφθῆναι, ὡς ἂν μηδὲν τῶν κεκρυμμένων ἀθεράπευτον μείνειε τοῦ ἰατροῦ  μόνον τὸ φανὲν θεραπεύοντος. Διὰ τοῦτο οὔτε κατὰ τοὺς καιροὺς τοῦ Νῶε πάσης σαρκὸς ἐν ἀδικίᾳ καταφθαρείσης ἐπάγει  διὰ τῆς ἰδίας ἐμφανείας τὴν ἴασιν…διότι πολλὰ τῶν ὑπολοίπων κακῶν ἔτι τῇ ἀνθρωπίνῃ κατεκρύπτετο φύσει.“

[29] Ρωμ Γ΄12: „πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.“

[30] PG 46, 1132D–1133Α: „ἐρεῖ γὰρ ὁ ἀντιλέγων τυχὸν, ὅτι τὸν ἀναμείναντα τοὺς χρόνους πρὸς τὴν τῆς κακίας φανέρωσιν, ὅπως αὐξηθεῖσαν αὐτὴν ἐξέλῃ προθέλυμνον, πᾶσαν εἰκὸς αὐτὴν ἀνῃρηκέναι, ὡς μηδὲν αὐτῆς ὑπολειφθῆναι τῷ βίῳ λείψανον. Νυνὶ δὲ καὶ φόνοι καὶ κλοπαὶ καὶ μοιχεῖαι καὶ πάντα τολμᾶται τὰ πονηρότατα. Ἀλλ’ ὁ πρὸς τοῦτο βλέπων ὑποδείγματί τινι τῶν γνωρίμων τὴν περὶ τούτων ἀμφιβολίαν λυσάτω. Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῆς τῶν ἑρπετῶν ἀναιρέσεως ἔστιν ἰδεῖν οὐκ εὐθὺς τὸν κατόπιν ὅλκον τῇ κεφαλῇ συννεκρούμενον, ἀλλ’ ἡ μὲν τέθνηκε, τὸ δὲ οὐραῖον ἔτι ἐψύχωται τῷ ἰδίῳ θυμῷ, καὶ τῆς ζωτικῆς κινήσεως οὐκ ἐστέρηται, – οὕτως καὶ ὁ τοῦ δράκοντος ἀναιρέτης, ὅτε πολὺ τὸ θηρίον ἐγένετο πάσαις ταῖς καθέκαστον συναυξηθὲν γενεαῖς τῶν ἀνθρώπων,τὴν κεφαλὴν ἀνελών, τουτέστι τὴν τῶν κακῶν ἐφευρετικὴν δύναμιν τὴν πολλὰς ἔχουσαν ἐν ἑαυτῇ κεφαλὰς οὐδένα τοῦ κατόπιν ὁλκοῦ πεποίηται λόγον εἰς ἀφορμὴν γυμνασίου τοῖς ἐφεξῆς τὴν ἐν τῷ νεκρῷ θηρίῳ κίνησιν ὑπολειφθῆναι ποιήσας.“

[31] PG 46, 1133BC: ’’Τίς οὖν ἡ θλασθεῖσα κεφαλή; ἡ θάνατον εἰσενεγκοῦσα τῇ πονηρᾷ συμβουλῇ, ἡ τὸν θανατηφόρον ἰὸν ἐμβαλοῦσα τῷ ἀνθρώπῳ διὰ τοῦ δήγματος. Ὁ τοίνυν καταλύσας τοῦ θανάτου τὸ κράτος τὴν ἐν τῇ κεφαλῇ τοῦ ὄφεως δύναμιν, καθώς φησιν ὁ προφήτης, συνέθλασεν. Ὁ δὲ λοιπὸς τοῦ θηρίου ὁλκὸς τῷ ἀνθρωπίνῳ συνεσπαρμένος βίῳ, ἕως ἂν ᾖ τὸ ἀνθρώπινον ἐν ταῖς κατὰ κακίαν κινήσεσιν, ἀεὶ τῇ φολίδι τῆς ἁμαρτίας περιτραχύνει τὸν βίον. Τῇ μὲν δυνάμει ἤδη νεκρός ἐστι τῆς κεφαλῆς ἀχρειωθείσης. Ἐπειδὰν δὲ παρέλθῃ ὁ χρόνος καὶ στῇ  τὰ κινούμενα κατὰ τὴν προσδοκωμένην τῆς οὕτως ὁ παντελὴς ἀφανισμὸς τῆς κακίας γενήσεται πάντων εἰς ζωὴν διὰ τῆς ἀναστάσεως ἀνακληθέντων, τῶν μὲν δικαίων εὐθὺς εἰς τὴν ἄνω λῆξιν μετοικισθέντων, τῶν δὲ ταῖς ἁμαρτίαις ἐνεχομένων τῷ τῆς γεέννης πυρὶ ἐκκαθαρθέντων’’. ζωῆς ταύτης συντέλειαν, τότε τὸ οὐραῖόν τε καὶ τὸ ἔσχατον  τοῦ ἐχθροῦ καταργεῖται – τοῦτο δέ ἐστιν ὁ θάνατος – ...“

[32] PG 46, 1136A–D : „ὁρᾷς τὴν καινοτομίαν τῆς φύσεως; ἐπὶ τῶν ἄλλων γυναικῶν, ἕως παρθένος ἐστί, μήτηρ οὔκ ἐστιν. Ἐπειδὰν δὲ μήτηρ γένηται, τὴν παρθενίαν οὐκ ἔχει. Ἐνταῦθα δὲ τὰ δύο συνέδραμε κατὰ ταὐτὸν τὰ ὀνόματα. Ἡ γὰρ αὐτὴ καὶ μήτηρ καὶ παρθένος ἐστί. Καὶ οὔτε ἡ παρθενία τὸν τόκον ἐκώλυσεν, οὔτε ὁ τόκος τὴν παρθενίαν ἔλυσεν. Ἔπρεπε γὰρ τὸν ἐπὶ ἀφθαρσίᾳ τοῦ παντὸς ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ γενόμενον ἀπὸ τῆς ὑπηρετούσης αὐτοῦ τῇ γεννήσει τῆς ἀφθαρσίας ἄρξασθαι. Τὴν γὰρ ἀπειρόγαμον ἄφθορον οἶδεν ὀνομάζειν ἡ τῶν ἀνθρώπων συνήθεια... ἡ δὲ τῆς προφητείας δύναμις ἀπαράγραπτος ἐν τῇ βίβλῳ τοῦ εὐαγγελίου κηρύσσεται. Ὅτε προοδοποιοῦσα τοῖς ἀνθρώποις ἡ θεία χάρις μὴ ἄπιστον τὸν ἐκ παρθένου τόκον ἡγήσασθαι τοῖς ἐλάττοσι θαύμασι προγυμνάζει τῶν ἀπίστων τὴν συγκατάθεσιν, τῇ στείρᾳ καὶ παρήλικι τίκτεται παῖς. Τοῦτο προοίμιον τοῦ κατὰ τὴν παρθενίαν θαύματος γίνεται. Ὡς γὰρ ἡ Ἐλισάβετ οὐ δυνάμει φύσεως γίνεται μήτηρ ἄγονος τὸν βίον  καταγηράσασα, ἀλλ’ ἐπὶ τὸ θεῖον βούλημα τοῦ παιδὸς ἡ γέννησις ἀναφέρεται, οὕτω καὶ τῆς παρθενικῆς ὠδῖνος ἡ ἀπιστία τῇ πρὸς τὸ θεῖον ἀναφορᾷ τὸ πιστὸν ἔχει.“

[33] PG 46, 1143Β-1144Α: „Ἀλλ’ ἐπὶ τὴν Βηθλεὲμ ἡμᾶς ἀναδραμεῖν τῷ λόγῳ προτρέπεται τὸ ἀγγελικὸν εὐαγγέλιον καὶ κατιδεῖν τὰ ἐν τῷ σπηλαίῳ μυστήρια. τί τοῦτο; —παιδίον σπαργάνοις διειλημμένον καὶ ἐπὶ φάτνης ἀναπαυόμενον καὶ ἡ μετὰ τόκον παρθένος, ἡ ἄφθορος μήτηρ, περιέπει τὸ ἔκγονον. Εἴπωμεν οἱ ποιμένες ἡμεῖς τὴν τοῦ προφήτου φωνὴν, ὅτι καθάπερ ἠκούσαμεν οὕτως καὶ εἴδομεν ἐν πόλει κυρίου τῶν δυνάμεων, ἐν πόλει τοῦ θεοῦ ἡμῶν. Ἆρα συντυχικῶς ταῦτα κατὰ τὸ συμβὰν καὶ γέγονεν ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἱστόρηται καὶ οὐδεὶς ἔπεστι λόγος τῇ ἱστορίᾳ; Τί βούλεται τῷ δεσπότῃ ἡ ἐν σπηλαίῳ καταγωγὴ, ἡ ἐπὶ φάτνης κατάκλισις, τὸ ἐν τῷ καιρῷ τῆς τῶν φόρων ἀπογραφῆς καταμιχθῆναι τῷ βίῳ; – ἢ δῆλόν ἐστιν, ὅτι ὥσπερ τῆς νομικῆς ἡμᾶς ἐξαιρεῖται κατάρας αὐτὸς ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα γενόμενος καὶ τοὺς ἡμετέρους μώλωπας εἰς ἑαυτὸν μετατίθησιν, ἵνα τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰαθῶμεν, οὕτως καὶ ἐν φόρῳ γίνεται, ἵνα ἡμᾶς τῶν πονηρῶν δασμῶν ἐλευθερώσῃ, οἷς ὑπέκειτο τὸ ἀνθρώπινον ὑπὸ τοῦ θανάτου φορολογούμενον; τὸ δὲ σπήλαιον, ἐν ᾧ τίκτεται ὁ δεσπότης, τὸν ἀφεγγῆ καὶ ὑπόγειον τῶν ἀνθρώπων νόησον βίον, ἐν ᾧ γίνεται ὁ τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ  θανάτου καθημένοις ἐπιφαινόμενος. Σπαργάνοις δὲ διασφίγγεται ὁ τὰς σείρας τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων περιβαλλόμενος. Ἡ δὲ φάτνη τὸ τῶν ἀλόγων ἐστὶν ἐνδιαίτημα, ἐν ᾖ γίνεται ὁ λόγος, ἵνα γνῷ βοῦς τὸν κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ, βοῦς ὁ ὑπεζευγμένος τῷ νόμῳ, ὄνος τὸ ἀχθοφόρον ζῷον, τὸ τῇ ἁμαρτίᾳ τῆς εἰδωλολατρείας πεφορτισμένον. Ἀλλ’ ἡ μὲν κατάλληλος τροφὴ τῶν ἀλόγων ζῴων χόρτος ἐστίν. ἀνατέλλων γὰρ χόρτον τοῖς κτήνεσί, φησι ὁ προφήτης. Τὸ δὲ λογικὸν ζῷον  ἄρτῳ τρέφεται. Διὰ τοῦτο τοίνυν τῇ φάτνῃ, ἥτις ἐστὶ τῶν ἀλόγων ἑστία, ὁ ἐξ οὐρανοῦ καταβὰς ἄρτος προστίθεται, ἵνα καὶ τὰ ἄλογα τῆς λογικῆς μεταλαβόντα τροφῆς ἐν λόγῳ γένηται. Μεσιτεύει τοίνυν ἐπὶ τῆς φάτνης τῷ βοὶ καὶ τῷ ὄνῳ ὁ ἀμφοτέρων κύριος, ἵνα τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας τοὺς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινὸν ἄνθρωπον καὶ τούτου τὸν βαρὺν ζυγὸν τοῦ νόμου περιελών, κἀκεῖνον τοῦ τῆς εἰδωλολατρείας ἄχθους ἀποφορτίσας.“

[34] PG 46, 1144Β κ. ἑ.: „Ἐξ Ἰούδα ἡμῖν ὁ Χριστὸς ἀνατέλλει, καθώς φησιν ὁ ἀπόστολος, ἀλλ’ οὐ καταυγάζεται ὁ Ἰουδαῖος ὑπὸ τοῦ ἀνατείλαντος. Ξένοι τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας οἱ μάγοι καὶ τῆς τῶν πατέρων εὐλογίας ἀλλότριοι, ἀλλὰ προφθάνουσι τῇ γνώσει Ἰσραηλίτην λαὸν καὶ τὸν οὐράνιον φωστῆρα γνωρίσαντες καὶ τὸν ἐν τῷ σπηλαίῳ βασιλέα μὴ ἀγνοήσαντες. Ἐκεῖνοι δωροφοροῦσιν, οὗτοι ἐπιβουλεύουσιν. Ἐκεῖνοι προσκυνοῦσιν, οὗτοι διώκουσιν. Ἐκεῖνοι εὑρόντες τὸν ζητούμενον χαίρουσιν, οὗτοι ἐπὶ τῇ γεννήσει τοῦ μηνυθέντος ταράσσονται. Ἰδόντες γάρ φησιν οἱ μάγοι τὸν ἀστέρα ἐπὶ τοῦ τόπου, οὗ ἦν τὸ παιδίον ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα.  Ἡρώδης δὲ ἀκούσας τὸν λόγον ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ’ αὐτοῦ. οἱ μὲν ὡς θεῷ προσάγουσι λίβανον καὶ τὴν βασιλικὴν ἀξίαν τῷ χρυσῷ δεξιοῦνται, τὴν δὲ κατὰ τὸ πάθος οἰκονομίαν προφητικῇ τινὶ χάριτι διὰ τῆς σμύρνης ἀποσημαίνουσιν. οἱ δὲ πανωλεθρίαν τῆς νεολαίας πάσης καταδικάζουσιν. Ὅ μοι δοκεῖ μὴ πικρίας μόνον ἀλλὰ καὶ τῆς ἐσχάτης ἀνοίας αὐτῶν τὴν κατηγορίαν ἔχειν. τί γὰρ βούλεται αὐτοῖς ἡ παιδοφονία, καὶ ἐπὶ τίνι σκοπῷ τὸ τοιοῦτον ἄγος τοῖς μιαιφόνοις τετόλμηται;  Ἐπειδὴ καινόν τι σημεῖόν φησιν τῶν κατ’ οὔρανον θαυμάτων τὴν τοῦ βασιλέως ἀνάδειξιν τοῖς μάγοις ἐμήνυσε, – τί οὖν; ὡς ἀληθεῖ πιστεύεις τῷ μηνύσαντι σημείῳ ἢ μάταιον ὑπονοεῖς τὸ θρυλούμενον; Εἰ μὲν γὰρ τοιοῦτός ἐστιν, οἶος τοὺς οὐρανοὺς ἑαυτῷ συνδιατιθέναι, ὑπὲρ τὴν σὴν χεῖρα πάντως ἐστίν. Εἰ δὲ ἐπὶ σοὶ τὸ ζῆν αὐτὸν ἢ τεθνάναι ποιεῖ, μάτην πεφόβησαι τὸν τοιοῦτον. ὁ γὰρ οὕτω πράττων, ὥστε ὑποχείριος εἶναι τῇ σῇ ἐξουσίᾳ, ὑπὲρ τίνος ἐπιβουλεύεται; Διὰ τί τὸ φρικτὸν ἐκεῖνο καταπέμπεται πρόσταγμα, ἡ πονηρὰ κατὰ τῶν νηπίων ψῆφος,  ἀναιρεῖσθαι τὰ δείλαια βρέφη, – τί ἀδικήσαντα; – ίνα θανάτου καὶ κολάσεως αἰτίαν καθ’ ἑαυτῶν παρασχόμενα, ἓν ἔγκλημα ἔχοντα μόνον τὸ γεννηθῆναι καὶ εἰς φῶς ἐλθεῖν;“

[35] PG 46, 1149Β-C : ‘’ἐπειδὴ γὰρ ἄλλως οὐκ ἦν ἐξαιρεθῆναι τῶν κακῶν τὸ ἀνθρώπινον, ὑπέμεινεν ὁ πάσης ἀπαθείας βασιλεὺς τὴν ἰδίαν δόξαν τῆς ἡμετέρας ζωῆς ἀνταλλάξασθαι. Καὶ ἡ μὲν καθαρότης ἐν τῷ  ἡμετέρῳ γίνεται ῥύπῳ, ὁ δὲ ῥύπος τῆς καθαρότητος οὐ προσάπτεται, καθώς φησι τὸ εὐαγγέλιον, ὅτι τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ ἔλαμψεν, ἡ δὲ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. Ἀφανίζεται γὰρ τῇ παρουσίᾳ τῆς ἀκτῖνος ὁ ζόφος, οὐκ ἐναμαυροῦται τῷ ζόφῳ  ὁ ἥλιος. Τὸ θνητὸν ὑπὸ τῆς ζωῆς καταπίνεται, καθώς φησι ὁ ἀπόστολος, οὐκ ἐνδαπανᾶται ἡ ζωὴ τῷ θανάτῳ. Τὸ κατεφθαρμένον τῷ ἀφθάρτῳ συνδιασῴζεται, ἡ δὲ φθορὰ τῆς ἀφθαρσίας οὐ προσάπτεται. Διὰ ταῦτα κοινὴ πάσης γίνεται συνῳδία τῆς κτίσεως ὁμόφωνον πάντων τὴν δοξολογίαν ἀναπεμπόντων τῷ δεσπότῃ τῆς κτίσεως πάσης γλώσσης ἐπουρανίων τε καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων βοώσης, ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων’’.

[36]Μ. Άθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς διὰ σώματος πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας Αὐτοῦ, PG 25,96D-197A.

[37] Μ. Άθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως ... , 4 καὶ 8, PG 25,104ΑΒ καὶ 109Α: „Ἀνάγκη γὰρ ἡμᾶς λέγοντας περὶ τῆς εἰς ἡμᾶς ἐπιφανείας τοῦ Σωτῆρος, λέγειν καὶ περὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀρχῆς, ἵνα γινώσκῃς ὅτι ἡ ἡμῶν αἰτία ἐκείνῳ γέγονε πρόφασις τῆς καθόδου, καὶ ἡ ἡμῶν παράβασις τοῦ Λόγου τὴν φιλανθρωπίαν ἐξεκαλέσατο, ὥστε καὶ εἰς ἡμᾶς φθάσαι καὶ φανῆναι τὸν Κύριον ἐν ἀνθρώποις.  Τῆς γὰρ ἐκείνου ἐνσωματώσεως ἡμεῖς γεγόναμεν ὑπόθεσις, καὶ διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν ἐφιλανθρωπεύσατο καὶ ἐν ἀνθρωπίνῳ γενέσθαι καὶ φανῆναι. Οὕτως μὲν οὖν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον πεποίηκε, καὶ μένειν ἠθέλησεν ἐν ἀφθαρσίᾳ· ἄνθρωποι δὲ κατολιγωρήσαντες καὶ ἀποστραφέντες τὴν πρὸς τὸν Θεὸν κατανόησιν, λογισάμενοι δὲ καὶ ἐπινοήσαντες ἑαυτοῖς τὴν κακίαν, ὥσπερ ἐν τοῖς πρώτοις ἐλέχθη, ἔσχον τὴν προαπειληθεῖσαν τοῦ θανάτου κατάκρισιν, καὶ λοιπὸν οὐκ ἔτι ὡς γεγόνασι διέμενον· ἀλλ’ ὡς ἐλογίζοντο διεφθείροντο· Καὶ ὁ θάνατος αὐτῶν ἐκράτει βασιλεύων. Ἡ γὰρ παράβασις τῆς ἐντολῆς εἰς τὸ κατὰ φύσιν αὐτοὺς ἐπέστρεφεν, ἵνα, ὥσπερ οὐκ ὄντες γεγόνασιν, οὕτως καὶ τὴν εἰς τὸ μὴ εἶναι φθορὰν ὑπομείνωσι τῷ χρόνῳ εἰκότως... Ἔστι μὲν γὰρ κατὰ φύσιν ἄνθρωπος θνητός, ἅτε δὴ ἐξ οὐκ ὄντων γεγονώς. Διὰ δὲ τὴν πρὸς τὸν ὄντα ὁμοιότητα, ἣν εἰ ἐφύλαττε διὰ τῆς πρὸς αὐτὸν κατανοήσεως, ἤμβλυνεν ἂν τὴν κατὰ φύσιν φθοράν, καὶ ἔμεινεν ἄφθαρτος· καθάπερ ἡ σοφία  φησίν· „Προσοχὴ νόμων, βεβαίωσις ἀφθαρσίας“· ἄφθαρτος δὲ ὤν, ἔζη λοιπὸν ὡς Θεός, ὥς που καὶ ἡ θεία γραφὴ τοῦτο σημαίνει λέγουσα ‚Ἐγὼ εἶπα θεοί ἐστε, καὶ υἱοὶ ὑψίστου πάντες· ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνῄσκετε, καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε‘. Ὁ μὲν γὰρ Θεὸς οὐ μόνον ἐξ οὐκ ὄντων ἡμᾶς πεποίηκεν, ἀλλὰ καὶ τὸ κατὰ Θεὸν ζῆν ἡμῖν ἐχαρίσατο τῇ τοῦ Λόγου χάριτι. Οἱ δὲ ἄνθρωποι, ἀποστραφέντες τὰ αἰώνια, καὶ συμβουλίᾳ τοῦ διαβόλου εἰς τὰ τῆς φθορᾶς ἐπιστραφέντες, ἑαυτοῖς αἴτιοι τῆς ἐν τῷ θανάτῳ φθορᾶς γεγόνασιν, ὄντες μὲν ὡς προεῖπον κατὰ φύσιν φθαρτοί, χάριτι δὲ τῆς τοῦ Λόγου μετουσίας τοῦ κατὰ φύσιν ἐκφυγόντες, εἰ μεμενήκεισαν καλοί. Διὰ γὰρ τὸν συνόντα τούτοις Λόγον, καὶ ἡ κατὰ φύσιν φθορὰ τούτων οὐκ ἤγγιζε, καθὼς καὶ ἡ Σοφία φησίν·Ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ ἀφθαρσίᾳ, καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἀϊδιότητος· φθόνῳ δὲ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον .... 8.Τούτου δὲ γενομένου οἱ μὲν ἄνθρωποι ἀπέθνῃσκον, ἡ δὲ φθορὰ λοιπὸν κατ’ αὐτῶν ἤκμαζε, καὶ πλεῖον τοῦ κατὰ φύσιν ἰσχύουσα καθ’ ὅλου τοῦ γένους, ὅσῳ καὶ τὴν ἀπειλὴν τοῦ θείου διὰ τὴν παράβασιν τῆς ἐντολῆς κατ’ αὐτῶν προειλήφει... Τούτου δὴ ἕνεκεν ὁ ἀσώματος καὶ ἄφθαρτος καὶ  ἄϋλος τοῦ Θεοῦ Λόγος παραγίνεται εἰς τὴν ἡμετέραν χώραν, οὔτι γε μακρὰν ὢν πρότερον. Οὐδὲν γὰρ αὐτοῦ κενὸν ὑπολέλειπται τῆς κτίσεως μέρος· πάντα δὲ διὰ πάντων πεπλήρωκεν αὐτὸς συνὼν τῷ ἑαυτοῦ Πατρί. Ἀλλὰ παραγίνεται συγκαταβαίνων τῇ εἰς ἡμᾶς αὐτοῦ φιλανθρωπίᾳ καὶ ἐπιφανείᾳ.“

[38] Μ. Άθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως .., 9, PG 25, 112 Α - C : „Συνιδὼν γὰρ ὁ Λόγος ὅτι ἄλλως οὐκ ἂν λυθείη τῶν ἀνθρώπων ἡ φθορὰ εἰ μὴ διὰ τοῦ πάντως ἀποθανεῖν,  οὐχ οἷόν τε δὲ ἦν τὸν Λόγον ἀποθανεῖν ἀθάνατον ὄντα καὶ τοῦ Πατρὸς Υἱόν, τούτου ἕνεκεν τὸ δυνάμενον ἀποθανεῖν ἑαυτῷ λαμβάνει σῶμα, ἵνα τοῦτο τοῦ ἐπὶ πάντων Λόγου μεταλαβὸν ἀντὶ πάντων ἱκανὸν γένηται τῷ θανάτῳ, καὶ διὰ τὸν ἐνοικήσαντα Λόγον ἄφθαρτον διαμείνῃ, καὶ λοιπὸν ἀπὸ πάντων ἡ φθορὰ παύσηται τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι. Ὅθεν ὡς ἱερεῖον καὶ θῦμα παντὸς ἐλεύθερον σπίλου, ὃ αὐτὸς ἑαυτῷ ἔλαβε σῶμα προσάγων εἰς θάνατον, ἀπὸ πάντων  εὐθὺς τῶν ὁμοίων ἠφάνιζε τὸν θάνατον τῇ προσφορᾷ τοῦ καταλλήλου.   Ὑπὲρ πάντας γὰρ ὢν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἰκότως τὸν ἑαυτοῦ ναὸν καὶ τὸ σωματικὸν ὄργανον προσάγων ἀντίψυχον ὑπὲρ πάντων ἐπλήρου τὸ ὀφειλόμενον ἐν τῷ θανάτῳ· καὶ ὡς συνὼν δὲ διὰ τοῦ ὁμοίου τοῖς πᾶσιν ὁ ἄφθαρτος τοῦ Θεοῦ Υἱὸς εἰκότως τοὺς πάντας ἐνέδυσεν  ἀφθαρσίαν ἐν τῇ περὶ τῆς ἀναστάσεως ἐπαγγελίᾳ. Καὶ αὐτὴ γὰρ ἡ ἐν τῷ θανάτῳ φθορὰ κατὰ τῶν ἀνθρώπων οὐκέτι χώραν ἔχει διὰ τὸν ἐνοικήσαντα Λόγον ἐν τούτοις διὰ τοῦἑνὸς σώματος... Ἐλθόντος γὰρ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἡμετέραν χώραν, καὶ οἰκήσαντος εἰς ἓν τῶν ὁμοίων σῶμα, λοιπὸν πᾶσα ἡ κατὰ τῶν ἀνθρώπων παρὰ τῶνἐχθρῶν ἐπιβουλὴ πέπαυται, καὶ ἡ τοῦ θανάτου ἠφάνισται φθορὰ ἡ πάλαι κατ’ αὐτῶν ἰσχύουσα. Παραπωλώλει γὰρ ἂν τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, εἰ μὴ ὁ πάντων Δεσπότης καὶ Σωτὴρ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς παρεγεγόνει πρὸς τὸ τοῦ θανάτου τέλος.“

[39] Ἁγ. Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Expositio fidei, 77, Ἔκδ. Ρ. B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, [Patristische Texte und Studien 12. Berlin: De Gruyter, 1973, Τ.2 , 174-176 : Τοῦ ὁσίου ἀββᾶ Ἰωάννου πρεσβυτέρου Δαμασκηνοῦ ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, κ. οζ΄,Διὰ τί Υἱὸς ἐνηνθρώπησε καὶ οὐχ Πατὴρ οὐδὲ τὸ Πνεῦμα καὶ τὶ ἐνανθρωπήσας κατώρθωσεν’’.

[40] Ρ. B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos ...Ἔνθ΄ἀνωτ., 175: „Ἐνηνθρώπησε δὲ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ, ἵνα, ἐφ’ ὅπερ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον, πάλιν αὐτῷ χαρίσηται. Ἐποίησε γὰρ αὐτὸν κατ’ εἰκόνα ἑαυτοῦ νοερὸν καὶ αὐτεξούσιον καὶ καθ’ ὁμοιότητα ἤτοι ἐν ἀρεταῖς τέλειον ὡς ἐφικτὸν ἀνθρώπου φύσει. Αὗται γὰρ οἱονεὶ χαρακτῆρες τῆς θείας ὑπάρχουσιν φύσεως· τὸ ἀμέριμνον καὶ ἀπερίσπαστον καὶ ἀκέραιον, τὸ ἀγαθόν, τὸ σοφόν, τὸ δίκαιον, τὸ πάσης κακίας ἐλεύθερον. Ἐν κοινωνίᾳ μὲν οὖν ἑαυτοῦ καταστήσας τὸν ἄνθρωπον («ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ γὰρ τοῦτον ἐποίησε»),  διὰ δὲ τῆς ἑαυτοῦ κοινωνίας ἀνήγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸ ἄφθαρτον. Ἐπειδὴ δὲ διὰ τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς τοὺς τῆς θείας εἰκόνος χαρακτῆρας ἐζοφώσαμέν τε καὶ συνεχέαμεν καὶ ἐν κακίᾳ γενόμενοι τῆς θείας κοινωνίας ἐγυμνώθημεν («τίς γὰρ μετουσία πρὸς σκότος φωτί;») καὶ ἔξω τῆς ζωῆς γενόμενοι τῇ τοῦ θανάτου  φθορᾷ ὑπεπέσαμεν, ἐπειδὴ μετέδωκε τοῦ κρείττονος καὶ οὐκ ἐφυλάξαμεν, μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος, τῆς ἡμετέρας λέγω φύσεως, ἵνα δι’ ἑαυτοῦ ἐν ἑαυτῷ ἀνακαινίσῃ μὲν τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν, διδάξῃ δὲ ἡμᾶς τὴν ἐνάρετον πολιτείαν καὶ ταύτην δι’ ἑαυτοῦ ποιήσῃ ἡμῖν εὐεπίβατον καὶ τῇ τῆς ζωῆς κοινωνίᾳ ἐλευθερώσῃ τῆς φθορᾶς ἀπαρχὴ γενόμενος τῆς ἡμῶν ἀναστάσεως καὶ τὸ ἀχρειωθὲν καὶ συντριβὲν σκεῦος ἀνακαινίσῃ, ἵνα τῆς τυραννίδος τοῦ διαβόλου λυτρώσηται πρὸς θεογνωσίαν ἡμᾶς καλέσας καὶ νευρώσῃ καὶ παιδεύσῃ δι’ὑπομονῆς καὶ ταπεινώσεως καταπαλαίειν τὸν τύραννον.“

[41]  Ρ. B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos... Ἔνθ΄ἀνωτ., 175-176 : „Πέπαυται γοῦν ἡ τῶν δαιμόνων θρησκεία, ἡ κτίσις τῷ θείῳ ἡγίασται αἵματι, βωμοὶ καὶ ναοὶ εἰδώλων καθῄρηνται, θεογνωσία πεφύτευται, τριὰς ἡ ὁμοούσιος, ἡ ἄκτιστος θεότης λατρεύεται, εἷς θεὸς ἀληθής, δημιουργὸς τῶν ἁπάντων καὶ κύριος· ἀρεταὶ πολιτεύονται, ἀναστάσεως ἐλπὶς διὰ τῆς Χριστοῦ δεδώρηται ἀναστάσεως, φρίττουσι τοὺς πάλαι ὑποχειρίους ἀνθρώπους οἱ δαίμονες, καὶ τό γε θαυμαστόν, ὅτι ταῦτα πάντα διὰ σταυροῦ καὶ παθῶν καὶ θανάτου κατώρθωται· εἰς πᾶσαν τὴν γῆν τὸ εὐαγγέλιον τῆς θεογνωσίας κεκήρυκται οὐ πολέμῳ καὶ ὅπλοις καὶ στρατοπέδοις τοὺς ἐναντίους τροπούμενον, ἀλλ’ ὀλίγοι πτωχοί, ἀγράμματοι, διωκόμενοι, αἰκιζόμενοι, θανατούμενοι σταυρωθέντα σαρκὶ καὶ θανόντα κηρύττοντες τῶν σοφῶν καὶ δυνατῶν κατεκράτησαν· εἵπετο  γὰρ αὐτοῖς τοῦ σταυρωθέντος ἡ παντοδύναμος δύναμις. Ὁ θάνατος ὁ  πάλαι φοβερώτατος ἥττηται, καὶ τῆς ζωῆς νῦν ὁ στυγητὸς καὶ μισητὸς πάλαι προκρίνεται. Ταῦτα τῆς Χριστοῦ παρουσίας τὰ κατορθώματα,ταῦτα τῆς αὐτοῦ δυνάμεως τὰ γνωρίσματα. ...πᾶσαν δὲ μᾶλλον τὴν ἀνθρωπότητα ἐκ φθορᾶς θανάτου καὶ τοῦ πικροῦ τυράννου, τῆς ἁμαρτίας, ἐρρύσατο, οὐ βίᾳ ἄγων πρὸς ἀρετήν, οὐ γῇ καταχωννὺς καὶ πυρὶ φλέγων καὶ  λιθοβολεῖσθαι προστάττων τοὺς ἁμαρτάνοντας, ἀλλὰ πραότητι καὶ μακροθυμίᾳ τοὺς ἀνθρώπους πείθων αἱρεῖσθαι τὴν ἀρετὴν καὶ τοῖς ὑπὲρ ταύτης ἐναμιλλᾶσθαι πόνοις καὶ ἐνηδύνεσθαι· πάλαι μὲν γὰρ ἁμαρτάνοντες ᾐκίζοντο καὶ ἔτι τῆς ἁμαρτίας ἀντείχοντο, καὶ θεὸς αὐτοῖς ἡ ἁμαρτία λελόγιστο· νῦν δὲ ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ ἀρετῆς αἰκισμοὺς αἱροῦνται καὶ στρεβλώσεις καὶ θάνατον.“

[42] Ἰωάννου, τοῦ ταπεινοῦ καὶ ἐλαχίστου μοναχοῦ τοῦ Δαμασκηνοῦ,λόγος εἰς τὴν ἁγίαν Χριστοῦ γέννησιν, Ρ. B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, ... Ἔνθ΄ἀνωτ., Τ. 5, 324-332 : „[…] ὢν γὰρ φύσει τέλειος Θεὸς γέγονε φύσει τέλειος ἄνθρωπος ὁ αὐτός, οὐ τραπεὶς τὴν φύσιν οὐδὲ φαντάσας τὴν οἰκονομίαν, ἀλλὰ ἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου ληφθείσῃ λογικῶς τε καὶ νοερῶς ἐμψυχωμένῃ σαρκὶ καὶ ἐν αὐτῷ τὸ εἶναι λαχούσῃ ἑνωθεὶς καθ΄ὑπόστασιν - ἀσυγχύτως, ἀναλλοιώτως, ἀδιαιρέτως Θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον τέλειον καὶ εἶναι καὶ λέγεσθαι. Ὅθεν εὐσεβῶς ἐκ δύο τε καὶ ἐν δυσὶ ταῖς φύσεσιν ἐπιδηλούσης τῆς διαφορᾶς τὸν Χριστὸν ὁμολογοῦντες οὔτε τὴν ἕνωσιν σύγχυσιν ἐργαζόμεθα οὔτε διαίρεσιν τὴν διαφορὰν ποιούμεθα. Ὅθεν ἀληθῶς Θεοτόκον ὁμολογοῦμεν τὴν Παναγίαν Παρθένον· ὡς γὰρ Θεὸς ὁ ἐξ αὐτῆς γεννηθείς, ἀληθὴς Θεοτόκος ἡ τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἐξ αὐτῆς σεσαρκωμένον γενήσασα· γεννηθεὶς γὰρ ὁ κύριος καὶ Θεὸς ἡμῶν, ἐκ τοῦ τῆς πλάνης χειμῶνος καὶ τοῦ τῆς ἀπάτης κρύους ῥυσάμενος πρὸς ἔαρ ἀγαλλιάσεως ἐπανήγαγεν ἡμᾶς ἀναλαβὼν τὴν ἡμετέραν μορφὴν καὶ καινίσας αὐτὴν ἐν τῇ τῆς σαρκὸς προσλήψει αὐτοῦ· ὅλον γὰρ φορέσας τὸ ἡμέτερον, πλὴν χωρὶς ἁμαρτίας, θέσει υἱοὺς ἡμᾶς τοῦ ἰδίου Πατρὸς καὶ συγκληρονόμους τῆς αὐτοῦ βασιλείας πεποίηκεν.“

[43] Ἁγ. Ἐφραίμ Σύρου, Λόγος ὅτε οἱ Μάγοι παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα, Κ. Γ. Φρατζολᾶ, Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου ἔργα, Θεσσαλονίκη, 1998, Τ.7,433-438: „Τίς οὖν τὸν τοιοῦτον ζητῶν εὕροι τόκον; Τίς τὸν τοῦ μυστηρίου τρόπον καταλήψεται λόγος; Μηδεὶς ἀνθρωπίναις ἐννοίαις τὸν ἀκατάληπτον φθάνειν πειράτω· οὐ γὰρ χρεία μέτρων ἐνταῦθα λοιπόν, ἀλλὰ πίστεως μόνης. Παῦσαι ζητῶν, ἄνθρωπε, καὶ μετὰ τῶν μάγων διδάχθητι προσκυνεῖν. Ταῖς ἡλιακαῖς ἀκτῖσι πρῶτον βλέψον τρανῶς καὶ τότε παρθενικαῖς ἀτενίσεις γοναῖς ἀβλαβῶς. Πῦρ ἐστι καταναλίσκον τὸ θεῖον· ἐὰν ψηλαφῆσαι θελήσῃς τὴν φλόγα, μηδὲν εὑρίσκων κατακαύσεις τὰς χεῖρας. Τίς γὰρ οὐρανὸν ἐκλόνησε τῇ τῶν Ἀγγέλων τεχθεὶς ὑμνῳδίᾳ; Τίς ἄστρον ἀνέτειλε καὶ θεολόγους τοὺς ἀστρολόγους ἀνέδειξε μόνους; Τίς ὑπ’ Ἀγγέλων ἐκ κοιλίας προσηγόρευται Κύριος; Τίς τὸ τοιοῦτο καὶ πρὸ τόκου κεχρημάτικεν ὄνομα; Τίς ἐν κοιλίᾳ σκιρτήσει προσκεκύνηται πώποτε; Τίς ὑπάρχων ἐν μήτρᾳ παρὰ τῶν ἐν μήτρᾳ σέβας ἐδέξατο; Τίς ἐκ Περσίδος εἰς προσκύνησιν εἵλκυσε μάγους...   Ἀληθῶς γὰρ τούτων τὴν πίστιν θαυμάσαι καλόν, ὅτι σπήλαιον καὶ πτωχείαν ἰδόντες πολλὴν οὐκ ἐδίστασαν· ἔμαθον γὰρ ἐν Πνεύματι ὅτι δι’ ἡμᾶς ἐπτώχευσεν πλούσιος ὤν· ὅτι τοῦ παντὸς περιδράττεται κἂν ἐν σπηλαίῳ γεγέννηται· ὅτι περιβάλλει τὸ στερέωμα νέφεσι κἂν ὡς ἀρτιτόκοις ἔθος περιβάλλεται ῥάκεσιν· ὅτι κόλποις ἀναπαύεται Πατρὸς κἂν σωματικῶς ἀνακέκλιται φάτνῃ· ὅτι θρόνον ἔχει Πατρὸς κἂν ἐν ἀγκάλαις βαστάζεται μητρός.   Ἀλλ’ ἡμεῖς δοξάσωμεν τὴν ἐκ Παρθένου κατὰ σάρκα τοῦ Κυρίου γέννησιν καὶ τὴν παρὰ πάσης τῆς κτίσεως προσκύνησιν, τῷ βίῳ παντὶ κεχορηγημένην, ἐν αὐτῷ τῷ Χριστῷ· ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν“.

Ἑορτολόγιο


Καμία εκδήλωση σήμερα!
Previous MonthNext Month
Μάρτιος 2024
Δευ Τρι Τετ Πεμ Παρ Σαβ Κυρ
17
Ημερομηνία : 17/3/2024

Ἐπὶ τὰς πηγάς /
Zu den Quellen


17. März 2024: Sonntag des Käseverzichts

Schriftlesungsarchiv

Previous MonthNext Month
Μάρτιος 2024
Δευ Τρι Τετ Πεμ Παρ Σαβ Κυρ
1
Ημερομηνία : 1/3/2024
2
3
4
5
6
Ημερομηνία : 6/3/2024
7
8
Ημερομηνία : 8/3/2024
9
10
18
Ημερομηνία : 18/3/2024
19
Ημερομηνία : 19/3/2024
20
Ημερομηνία : 20/3/2024
21
Ημερομηνία : 21/3/2024
22
Ημερομηνία : 22/3/2024
27
Ημερομηνία : 27/3/2024
28
Ημερομηνία : 28/3/2024
29
Ημερομηνία : 29/3/2024

Ἡ συμβολή σας


Μέ τήν ἱστορική γιά τόν Ἑλληνισμό στήν Αὐστρία σημασία καί τή πλούσια δραστηριότητα στό φιλαν-θρωπικό, ἀνθρωπιστικό καί πολιτιστικό ἐπίπεδο, ἡ Μη- τρόπολη Αὐστρίας στρέφε- ται σέ ἐσᾶς ἀναζητώντας ἐνίσχυση στό ἔργο της. 

Ἐνημερωθεῖτε!

Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογεῖ

St. Andrä am Zicksee

Δεν υπάρχει προσεχές εκδήλωση
Legetøj og BørnetøjTurtle