Ἐλευθερία καὶ ὑπακοὴ ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου

Μητροπολίτου Αὐστρίας Ὑπερτίμου καὶ
Ἐξάρχου Οὑγγαρίας 
καὶ Μεσευρώπης κ. κ. Ἀρσενίου

Οἱ ἐπιφανεῖς καὶ ἀφανεῖς Ἀγωνιστὲς ποὺ μετεῖχαν στὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγῶνα τοῦ 1821, χρησιμοποιοῦσαν ὅλοι ἀνεξαιρέτως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης κατὰ τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ τὸ ἐθνικὸ σύνθημα, μὲ τὴν μορφὴ τῆς πολεμικῆς ἰαχῆς, «ἐλευθερία ἢ θάνατος». Ἐξέφραζαν τοιουτοτρόπως τὸν ἐσωτερικό τους πόθο γιὰ ἐλευθερία, προτιμῶντας τὸν θάνατο ἀπὸ τὴν τυραννία καὶ τὴν καταπίεση, ἐπειδὴ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἀβάσταχτη κατάσταση τῆς τυραννίας, δηλαδὴ ἡ ἀνελευθερία στὴν οὐσία, ἰσοδυναμοῦσε μὲ θάνατο. Ἔτσι, θὰ λέγαμε, διέκριναν δύο εἴδη θανάτου: τὸν «θάνατο» τῆς σκλαβιᾶς, ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς τυραννίας καὶ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀνελευθερία καὶ τὸν βιολογικὸ θάνατο. Πρέπει νὰ τονίσουμε βεβαίως, ὅτι ἡ ὡς ἄνω ἀντίληψη τῶν Ἀγωνιστῶν τοῦ ’21 στηρίζονταν στὴν βαθειὰ ἀπὸ ἐπόψεως πνευματικότητας χριστιανικὴ διδασκαλία, ποὺ κάνει διάκριση μεταξὺ τῶν ἐννοιῶν τοῦ «βίου» καὶ τῆς «Ζωῆς». Ἡ ἔννοια τοῦ βίου περιορίζεται στὰ τῆς βιολογικῆς μας ὑπόστασης, ἡ ὁποία ἀρχίζει νὰ ὑφίσταται μὲ τὴν φυσική μας γέννηση καὶ ἐπέρχεται μὲ τὸν βιολογικό μας θάνατο. Τουναντίον ἡ Ζωὴ νοεῖται ὡς ἡ ζωὴ διαμέσου τῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς, στὴν προοπτικὴ τῆς ὁποίας καλεῖται νὰ ἐνεργήσει ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνοντας τοιουτοτρόπως τὴν βιολογική του ζωή. Ἐκφράζει δηλαδὴ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, κατὰ τοὺς Πατέρες, ταυτίζεται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ αὐτεξουσίου.

 

Αὐτεξούσιον σημαίνει ἐτυμολογικὰ «ἐξουσιάζω τὸν ἑαυτό μου»: ἀποφασίζω γιὰ τὰ ἰδικά μου πράγματα, ἀλλὰ ἀναλαμβάνω καὶ τὴν εὐθύνη τῶν πεπραγμένων μου. Γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, ἡ ἐλευθερία, ἡ ὁποία ἐκφράζεται διὰ τοῦ αὐτεξουσίου, εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς Ζωῆς. Εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς Ζωῆς, τὸ αὐτεξούσιον, πού, κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ τῆς θείας φύσεως[1] καί, κατὰ συνέπειαν, ἀποτελεῖ καὶ χαρακτηριστικὸ τοῦ «κατ᾽ εἰκόνα». Ἀλλά καὶ ὁ Ἄγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐξαίρει τὸ θεῖο χαρακτηριστικὸ τοῦ αὐτεξουσίου, τὸ ὁποῖο καὶ ἀνάγει στὸ γνωστὸ «ἐμφύσημα» τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ συμπεράνει, ὅτι τὸ αὐτεξούσιον, ἡ ἐλευθερία, ποὺ ἀντανακλᾶται στὸ «κατ᾽ εἰκόνα» τοῦ ἀνθρώπου, ἔχει τὶς ἀπαρχές του στὴ θεία φύση καὶ ἀποτελεῖ δωρεά, παροχὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο[2].

Κατὰ συνέπεια καὶ ἡ ἐλευθερία γιὰ τοὺς Πατέρες ἀποτελεῖ θεῖο χαρακτηριστικό, ποὺ ἐμφαίνει τὸ κατ᾽ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Σύμφωνα μὲ τὰ ἀνωτέρω, ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ ἐλευθερία κατανοεῖται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία ὡς ἐσωτερική, ὡς θεία ὁρμή, ποὺ ἀντανακλᾷ στὸν ἄνθρωπο τὸ θεῖο στοιχεῖο. Βεβαίως πρέπει κι ἐδῶ νὰ διακρίνουμε μεταξὺ τῆς «βιολογικῆς ἐλευθερίας» καὶ τῆς «ὀντολογικῆς ἐλευθερίας», κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ παραπάνω παρουσιάσαμε τὴ διάκριση μεταξὺ τῶν ἐννοιῶν τοῦ «βίου» καὶ τῆς «Ζωῆς».

Ἡ «βιολογικὴ ἐλευθερία», τὴν ὁποία θὰ εἶχαν κατὰ νοῦν οἱ   Ἀγωνιστὲς τοῦ ΄21, ἐξέφραζε τὴν ὁρμὴ γιὰ ἐλευθερία τῆς ἄσκησης τῆς πολιτικῆς των βούλησης[3]. Βεβαίως στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς ὁρμῆς γιὰ ἐλευθερία, θὰ μπορούσαμε νὰ διακρίνουμε καὶ πρόσωπα τὰ ὁποῖα διεκδικοῦσαν τὴν «βιολογική των ἐλευθερία» ὡς συνέπεια τοῦ βιώματος τῆς «ὀντολογικῆς των ἐλευθερίας». Σὲ αὐτὴν τὴν συνάφεια ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ τόνιζε, ὅτι ἡ ἐπανάσταση τῶν Ἑλλήνων δὲν ὁμοιάζει μ᾽ ἐκείνη τῶν Φράγκων, οὔτε μὲ παρόμοιες ἐξεγέρσεις, ἀφοῦ σκόπευε στὸ ν᾽ ἀναστηθεῖ ἡ πατρίδα, ποὺ θὰ ἔχει κεφαλή της τὸν Χριστὸ καὶ ὄχι κάποιους ἀνθρώπους.[4] Ὁραματιζόταν δηλαδή, ἕνα ἐλεύθερο κράτος μὲ ἀρχηγὸ τὸν Κύριό μας, ἀφοῦ εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι στὸ πλαίσιο της ἀνθρώπινης ἐξουσίας, κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ διασφαλίσει στὸν συνάνθρωπό του τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία.

Γιὰ τὸν Ἀρχιστράτηγο τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, μποροῦσε τελικῶς μόνον ὁ Χριστὸς νὰ διασφαλίσει πραγματικῶς τὴν ἐλευθερία, ἀφοῦ μόνον Ἐκεῖνος ὡς Θεὸς κατέχει τὸ αὐτεξούσιον ὡς χαρακτηριστικὸ ἰδίωμα τῆς θείας φύσεως, τὸ ὁποῖο καὶ προσφέρει ὡς χάρισμα στὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴν δημιουργία του. Μόνον Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ τὴν ἐγγυηθεῖ, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ δημιουργία του ἀκόμη ἔλαβε τὴν δύναμη τῆς ἐλευθερίας. Γιὰ τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ βίωναν αὐτὴν τὴν ἐλευθερία καὶ πίστευαν σ᾽ αὐτήν, ἡ ἐλευθερία εἶχε οὐσιαστικὴ ἔννοια ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐπιδρᾷ μὲ τρόπο ἀπελευθερωτικὸ γιὰ τὸ ἐσώτερο εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ νοεῖται καὶ βιώνεται ὡς δωρεὰ τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἐλευθερία βεβαίως μπορεῖ νὰ ἐπιδρᾷ καὶ μὲ τρόπο ἀσφυκτικό. Ὁ Γάλλος φιλόσοφος Sartre ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι καταδικασμένος νὰ εἶναι ἐλεύθερος. Καὶ συνεχίζει, «καταδικασμένος, γιατὶ εἶναι δημιούργημα, ἀλλά, ταυτοχρόνως καὶ ἐλεύθερος, ἀφοῦ φέρει τὴν εὐθύνη τῶν πεπραγμένων του παρότι δὲν εἶναι ὑπαίτιος τῆς ὕπαρξής του.[5] Τοιουτοτρόπως ὁ Sartre καταγράφει ἕναν σημαντικὸ παράγοντα ὁ ὁποῖος συνδέεται στενότατα μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, δηλαδὴ αὐτὸν τῆς εὐθύνης. Τόσο ἡ πολιτικὴ ἐλευθερία ὅσο καὶ ἡ πνευματικὴ ἐλευθερία ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μιὰ συνειδητὴ καὶ ὑπεύθυνη χρήση τῆς ἐλευθερίας.[6]

Κατὰ συνέπειαν ὁ ἄνθρωπος θὰ πρέπει νὰ ἀπολογεῖται γιὰ τὶς πράξεις του, ἀφοῦ φέρει προσωπικῶς γι᾽ αὐτὲς τὴν καθόλου εὐθύνη στὸ πλαίσιο τῆς ἐλευθερίας του. Ἂν ἀπομονώσουμε τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὴν εὐθύνη, θὰ ὁδηγηθοῦμε ἀναμφίβολα στὴν αὐθαιρεσία. Ἐλευθερία δεν σημαίνει μόνον νὰ πράττουμε αὐτὸ ποὺ θέλουμε, ὅπως συμβαίνει στὴν περίπτωση τῆς αὐθαιρεσίας, ἀλλὰ νὰ πράττουμε ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο καὶ ὅ,τι ὁδηγεῖ στὴν Ζωή.

Ἔτσι ἡ ἐλευθερία δὲν διαχωρίζεται ἀπὸ τὸν νόμο, ἀφοῦ ὁ τελευταῖος ὀφείλει τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ὀντολογία του χάρη στὸ ἦθος τῆς ἐλευθερίας. Τί σημαίνει ὅμως αὐτό; Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διερωτᾶται στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολή, ἂν καταργεῖται ὁ νόμος διὰ τῆς πίστεως, ἀπαντᾷ ἀρνητικά, τονίζοντας ὅτι τοιουτοτρόπως αὐτός, δηλαδή ο νόμος, ἰσχυροποιεῖται[7], ἐπειδὴ ἀκριβῶς πηγάζει ἀπὸ τὸ εἶναι τῆς πίστεως. Κατὰ συνέπεια ὁ νόμος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐθαίρετος, ἀλλὰ ἔχει ὡς κρηπίδα τὸ ἦθος τῆς πίστεως. Ἔτσι ὁ νόμος καθίσταται πραγματικῶς νόμος, ὅταν ἐμπεριέχει τὸ ἦθος. Τὸ ἦθος, καὶ ἄρα καὶ ὁ λαγαρὸς νόμος, δὲν μποροῦν καὶ δὲν πρέπει νὰ γίνονται ἀντικείμενα ἐκμετάλλευσης τῆς ἐκκοσμίκευσης, ὅπου ἦθος καὶ νόμος μποροῦν νὰ καταστοῦν θύματα τοῦ ἀνθρώπινου ἐγωϊσμοῦ. Ὁ ἡγούμενος Μαξιμιλιανὸς Heim τονίζει σὲ σχετικό του ἄρθρο περὶ τῆς ἐκκοσμίκευσης τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι σαφῶς ἡ τελευταία δὲν πρέπει νὰ γίνει κόσμος, ἀλλὰ χωρὶς νὰ δραπετεύσει ἀπὸ τὸν κόσμο, νὰ καταστεῖ ἡ μικρά ζύμη του, ἐμπλουτίζοντας τὴν καθόλου ἀνθρωπότητα μὲ τὸ ἥδυσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν ταπεινή Του ἀγάπη, γιὰ νὰ μὴν καταστραφεῖ καὶ ἰσοπεδωθεῖ παντελῶς αὐτός ὁ κόσμος.[8]

Ἀκριβῶς μὲ τὴν ὡς ἄνω ἔννοια, δὲν θὰ πρέπει νὰ διαχωρίσουμε τὸ ἦθος τοῦ νόμου ἀπὸ τὸ ἥδυσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μόνον ὅταν τὸ πραγματικὸ ἦθος ἀντανακλᾶται στὸ νόμο, μπορεῖ ὁ νόμος νὰ καταστεῖ πραγματικὸς νόμος γιὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Στὴ συνάφεια αὐτὴ μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ καὶ ἡ ὑπακοὴ ἔναντι τοῦ νόμου. Ἐδῶ βεβαίως ὁ νόμος δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐκλαμβάνεται μὲ τὴν στενὴ ἔννοια τοῦ κανόνα δικαίου, ἀφοῦ, γιὰ τὴν χριστιανικὴ ἀντίληψη, ὁ νόμος ἔχει πρωτίστως ὀντολογικὸ χαρακτῆρα. Ἔτσι ἡ ὑπέρβαση τοῦ πνευματικοῦ νόμου δὲν ὁδηγεῖ ἐξ ὀρθοδόξου ἐπόψεως σὲ μιὰ παραβατικὴ πράξη, ἀλλὰ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς θέωσης. Αὐτὸ σημαίνει συγκεκριμένα, ὅτι διὰ τῆς ἀπομάκρυνσής του ἀπὸ τὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, ὁ ἄνθρωπος κυριεύεται ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό του μὴ μπορῶντας πλέον ν᾽ ἀναγνωρίσει τὸ ἦθος. Ἡ ἀπομάκρυνσή του ὅμως ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ἐπιφέρει ἀναπόφευκτα τὸν θάνατο. Τί σημαίνει ὅμως τοῦτο ἀναφορικὰ μὲ τὴν σημασία τοῦ νόμου σὲ σχέση μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ὑπακοὴ στὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ παράδοση;

Ἤδη τὸ 1981 ὁ Γεώργιος Μαντζαρίδης εἶχε ἐπισημάνει τὸν διαχωρισμὸ μεταξὺ θετικοῦ -ἰσχύοντος- καὶ φυσικοῦ δικαίου. Ὁ καθηγητὴς ἀναφέρει χαρακτηριστικά, ὅτι τὸ φυσικὸ δίκαιο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν νομικὸ θετικισμό, εἶναι χαραγμένο στὶς καθαρὲς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ὡς ἐκ τούτου ὑπερισχύει τῶν ρητὰ διατυπωμένων, θεσμοθετημένων, καί, τελικῶς, πάνω στὴν πολιτικὴ ὁμοφωνία βασισμένων κανόνων δικαίου. Τονίζει μάλιστα ὅτι ὁ χριστιανισμὸς ἀπὸ τὶς ἀπαρχές του εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν ὕπαρξη καὶ ἰσχὺ ἑνὸς τέτοιου δικαίου.[9]

Καὶ ὁ θεῖος Παῦλος λέγει ὅτι οἱ Ἐθνικοὶ καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν λάβει τὸν νόμο, ἀλλ΄ ἀπὸ ἔμφυτη ἠθικὴ παρόρμηση πράττουν ὅσα ὁρίζει ὁ νόμος, καθίστανται οἱ ἴδιοι γιὰ τὸν ἑαυτό των νόμος. Ἀποδεικνύουν κατ΄αὐτὸν τὸν τρόπο ὅτι ἔχουν τὸν γραπτὸ νόμο μέσα στὶς καρδιές των, ἀφοῦ καὶ ἡ συνείδησή των δίδει μαρτυρία καὶ ἐπιβεβαίωση τῶν πράξεών των.[10] Μὲ τὰ ὡς ἄνω ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν θέλει νὰ καταδείξει τὴν οἰκουμενικότητα καὶ τὴν καθολικὴ ἰσχὺ τοῦ φυσικοῦ δικαίου, ποὺ ὑπερισχύει τοῦ θετικοῦ δικαίου. Κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο μάλιστα, ὁ ἄνθρωπος ἔλαβε τὸ φυσικὸ δίκαιο κατὰ τὴν δημιουργία του καὶ καλεῖται νὰ ἀκολουθήσει τοὺς κανόνες του.[11]

Ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου, τὸ φυσικὸ δίκαιο δὲν ἀποτελεῖ αὐτόνομο μέγεθος, ἀλλὰ ἔχει τὶς ἀπαρχές του στὴν χριστολογία. Ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καὶ θεολογία εἶναι ὁ τύπος, τὸ ἀρχέτυπο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, ὁ νέος Ἀδάμ. Στὸ πρόσωπό Του ἐκπληρώνεται τὸ ἀπὸ Θεοῦ δοθὲν φυσικὸ δίκαιο, τὸ ἦθος στὴν πιὸ ὁλοκληρωμένη καὶ ἁγνή του μορφή. Εἴμεθα σὲ θέση μάλιστα νὰ γνωρίζουμε μὲ ποιὸ τρόπο ἐλευθερία καὶ νόμος εἶναι ἡ θέωση. Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ δικαίου ἀπὸ τὸν Κύριό μας[12] καταδεικνύει, ὅτι ἀπόλυτη ἐλευθερία καὶ δίκαιο πρέπει νὰ συνδέονται μεταξύ των, ὥστε τὸ δίκαιο νὰ ἀποκτήσει τὴν ἰδική του ὑπόσταση. Ἐν Χριστῷ λοιπόν, δίκαιο καὶ ἐλευθερία γίνονται ἕνα καὶ τὸ αὐτό, ταυτίζονται. Ὡς ἐκ τούτου κατανοοῦμε, ὅτι ὁ παλαιός Ἀδὰμ δὲν βίωσε τὸ δίκαιο τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας τῆς βούλησης, ἀλλὰ μὲ αὐτὴν τῆς ἀναγκαιότητας. Ἄρα, ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δὲν θέτει ὅρια στὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ νοεῖται ὡς δίκαιο ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Εἶναι τὸ ἦθος, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Συνεπῶς, ἡ μὴ τήρηση τοῦ φυσικοῦ δικαίου γιὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία καὶ παράδοση, ἔχει καταστροφικὲς συνέπειες γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, ἀφοῦ διαχωρίζοντας τὸ ἀνθρώπινο ἐγὼ ἀπὸ τὸ θεῖο ἐμεῖς, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ πρόσωπο ὑποβιβάζεται σὲ ἄτομο. Ὅταν λοιπὸν γιὰ μᾶς δὲν προέχει ἡ μεταξύ μας κοινωνία, ἀλλὰ τὸ προσωπικό μας ἐγώ, τότε παύουμε νὰ ὑπακούομε στὸ φυσικὸ δίκαιο,μὲ ἀποτέλεσμα τὸ προσωπικό μας δίκαιο νὰ κατανοεῖται ὡς δίκαιο, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει τὶς ἀπαρχές του πιὰ στὴ φύση του, ἀλλὰ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐγωτική μας στάση. Ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτὸ κάνουμε λόγο γιὰ τὸν διαχωρισμὸ δικαίου καὶ ἤθους ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου.

Τὸ φυσικὸ δίκαιο λοιπόν, ἐκφράζει ἕνα δίκαιο ποὺ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένο μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἤθους. Κατὰ συνέπεια κατανοεῖται ὡς ἡ ἐλευθερία αὐτὴ καθεαυτή. Εἶναι τὸ δίκαιο ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ γίνεται κατανοητὸ ὡς ἔκφραση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἁγίασαν, ἐπειδὴ ἀκριβῶς κατάφεραν νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὸ φυσικὸ δίκαιο, νὰ τὸ κάνουν δικό τους: Μιὰ πράξη ἐλεύθερης συγκατάβασης, συνειδητῆς ἐπιδοκιμασίας τοῦ ἤθους τοῦ δικαίου ἀπὸ πλευρᾶς των. Ἔτσι λοιπόν, δὲν ἀποδέχονται τὸ φυσικὸ δίκαιο μὲ τὴν ἔννοια κανόνων δικαίου καὶ τὸ φόβο ὅτι ἡ μὴ τήρηση των ἐπιφέρει καὶ τὶς ἀνάλογες συνέπειες, ἀλλὰ τὸ ἀντιλαμβάνονται καὶ τὸ βιώνουν ὡς ἕνα ἠθικὸ καὶ ὀντολογικὸ δεδομένο τῆς ζωῆς των. Ἔκαναν δηλαδὴ κατὰ κάποιο τρόπο τὸ δίκαιο, χαρακτηριστικὸ στοιχεῖο τῆς ζωῆς των.

Ὡς ἐκ τούτου, οἱ Ἅγιοι ἀποτελοῦν γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία εἰκόνα τοῦ ἐλεύθερου ἀνθρώπου. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ Ἀγωνιστὲς τοῦ 1821, ποὺ ἀναφέραμε στὴν ἀρχὴ τῆς εἰσήγησής μας, βίωναν ἐσωτερικῶς τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, παρότι ταυτοχρόνως ζοῦσαν ὑπὸ τὴν τυραννία τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ. Βίωναν τὴν ἐλευθερία των, διότι γνώριζαν πὼς αὐτὴ ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς φύσεώς των καὶ ὡς ἐκ τούτου τοῦ φυσικοῦ δικαίου. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἶχε ἐπισημάνει ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰῶνα τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας μέσα ἀπὸ τὸ φυσικὸ δίκαιο: Ἀναρωτιέται σχετικῶς, ἂν μποροῦμε νὰ καταδικάσουμε τὸν ἄνθρωπο στὴ σκλαβιά, ὅταν γνωρίζουμε πὼς ἀπὸ τὴ φύση του εἶναι ἐλεύθερος καὶ αὐτόνομος. Μποροῦμε νὰ γίνουμε νομοθέτες ποὺ στρέφονται κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀνατρέποντας ἔτσι τὸν δικό Του ἐκ φύσεως νόμο;[13]

Γιὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο λοιπόν, ἡ ἐλευθερία δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἁπλὸ πνευματικὸ μέγεθος ποὺ ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ πείσει τοὺς σκλαβωμένους περὶ τῆς πνευματικῆς των ἐλευθερίας παρηγορῶντας τους σχετικῶς γιὰ τὴν σωματική των αἰχμαλωσία. Τοῦτο θὰ ἀποτελοῦσε μιὰ ἁπλοποιημένη καὶ κοντόφθαλμη ἀντίληψη τοῦ πράγματος. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἐλευθερία, σημειώνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, θὰ ἔπρεπε ἀπαραιτήτως καὶ νὰ ἐξωτερικεύεται, ἀφοῦ ἡ τελευταία ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ φυσικοῦ δικαίου στὸν ἄνθρωπο. Ἂν ὁ Θεός, λοιπόν, δὲν καταδικάζει τὸν ἐλεύθερο ἄνθρωπο στὴ σκλαβιά, ποιός, ἀναρωτιέται ὁ ἐκκλησιαστικὸς πατήρ, θὰ μποροῦσε νὰ ἐνεργήσει ἔτσι, τοποθετῶντας ἑαυτὸν πάνω ἀπὸ τὸν Θεό; Καὶ πῶς μποροῦμε νὰ μετατρέπουμε σὲ ἰδιοκτησία τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι κυρίαρχος τῆς γῆς καὶ τῶν πραγμάτων της, τὴ στιγμὴ μάλιστα ποὺ προβλέπεται νὰ καταβάλλεται ἀποζημίωση ἀπὸ τὸν δουλοκτήτη καὶ γιὰ τὴν περιουσία τοῦ δούλου ποὺ ἀπέκτησε; Πῶς μποροῦμε νὰ ἐκτιμήσουμε τὴν ἀξία τῶν καθόλου πραγμάτων τῆς γῆς; Καὶ ἂν ἡ ἀξία των εἶναι ἀνεκτίμητη, ποιὰ εἶναι ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὑπεράνω πάντων; Κι ἂν ἀκόμη ἀπαριθμήσουμε τὰ καθόλου πράγματα τῆς γῆς, δὲν θὰ ἐντοπίσουμε κάποιο, ποὺ νὰ ἔχει ἀντίστοιχη ἀξία μὲ αὐτὴν ἑνὸς ἀνθρώπου.[14]

Παρατηροῦμε, λοιπόν, ὅτι, πολὺ νωρίτερα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ ἀπαραβίαστο τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας ἀποτελοῦν κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς ἔννοιας τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, καθὼς συνιστοῦν βαθιὰ γνωρίσματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ δημιουργία του ἔλαβε ὡς δωρεὰ τὸ στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας καὶ μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση εἶναι σὲ θέση νὰ παίρνει τὶς ὁποιεσδήποτε ἀποφάσεις. Αὐτὴ ἡ ελευθερία μάλιστα μπορεῖ νὰ φτάσει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε νὰ ὁδηγήσει τὸ δημιούργημα νὰ ξεπεράσει τὰ ὅρια καὶ νὰ στραφεῖ καὶ ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ του. Ὁ ἄνθρωπος δύναται στὸ πλαίσιο τῆς ἐλευθερίας του νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεὸ καὶ ν᾽ ἀναζητήσει τὴν σωτηρία στὸν ἑαυτό του.

Ὡστόσο, ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει καταδείξει ὅτι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀποστρέφεται τὸν Θεό, δὲν κινεῖται πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς σωτηρίας του, ἀλλά ἀντιθέτως, περιπλανιέται σὲ ὁδοὺς ποὺ δὲν ὁδηγοῦν σ᾽ αὐτήν. Στὴν προσπάθειά του μάλιστα νὰ σωθεῖ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, περιπίπτει στὸ ἰδικό του σκότος καὶ ἔχει ἀπολέσει τὴν δυνατότητα, νὰ συνυπάρχει ὡς πρόσωπο σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν καθόλου ἀνθρωπότητα. Ἐδῶ οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ ἀμαύρωση καὶ ἀλλοίωση τοῦ «κατ᾽ εἰκόνα» ποὺ ἔλαβε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δημιουργία του. Σ᾽ αὐτὴν τὴν συνάφεια θὰ ἀναλύσουμε στὴν συνέχεια, τὴν ἔννοια τῆς εὐθύνης, στὴν ὁποία ἀναφερθήκαμε στὴν ἀρχὴ τῆς εἰσήγησής μας.

Ἡ ἐλευθερία τῆς βούλησης τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναποσπάστως συνδεδεμένη μὲ τὴν ἔννοια τῆς εὐθύνης, δηλαδὴ νὰ ἀποφασίζει κάποιος, νὰ ἀναλαμβάνει καὶ τὶς συνέπειες τῶν πράξεών του καὶ νὰ πορεύεται μὲ αὐτές, ἀκόμη καὶ στὸ θάνατο. Θὰ μπορούσαμε νὰ δεχθοῦμε τὴν θέση ὅτι ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, τόσο πλησιάζει στὸ σημεῖο, ὅπου πιὰ δὲν ὑπάρχει Θεός. Ἂν καὶ μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἀποδειχθεῖ πλέον, ὅτι ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι παρὼν ἀκόμη καὶ στὰ ἄδυτα τοῦ ᾍδη καὶ ἀναμένει μόνον μιὰ θετική μας ἀπάντηση, γιὰ νὰ ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινωνία μεταξὺ ἡμῶν καὶ Ἐκείνου. Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ καινοδιαθηκικὸ χωρίο, ὅπου ὁ Χριστὸς συσταυρώνεται μὲ δύο ληστές, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ ἐκ δεξιῶν, ἀναγνωρίζοντας ἔστω καὶ τὴν ὕστατη στιγμὴ τῆς ζωῆς του τὴν ἀνθρώπινη ματαιότητα, ἔδειξε μεταμέλεια λέγοντας τὸ περιβόητο μνήσθητί μου, Κύριε. Αὐτὴ ἡ στάση τῆς μετανοίας ποὺ ἐπιδεικνύει ὁ ἐκ δεξιῶν ληστὴς ἀποτελεῖ τὴν θετικὴ ἀπάντηση ποὺ ἀναμένει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἡ ὁποία τοῦ ἀνοίγει τελικῶς τὴν πύλη τοῦ παραδείσου.[15] Ὁ ἐξ ἀριστερῶν συσταυρωθεὶς ληστὴς, τουναντίον, ἀπέδειξε ὅτι μποροῦμε νὰ ἀπορρίπτουμε τὸν Θεὸ ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ἀφοῦ ἀρνήθηκε τελικῶς τὴν κοινωνία μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε ἀκόμη, ὅτι ὁ ἐκ δεξιῶν ληστὴς σώθηκε ἐπειδὴ ἄνοιξε τὴν καρδιά του καὶ πίστεψε στὸ Χριστό, ἐνῶ ὁ ἐξ εὐωνύμων, ἐξαιτίας τῆς σκληροκαρδίας του δὲν μπόρεσε νὰ ἀναγνωρίσει τὸν Χριστὸ καὶ νὰ σωθεῖ. Καὶ οἱ δύο ληστὲς ἦσαν ἐλεύθεροι νὰ ἐπιλέξουν μεταξὺ τῆς κοινωνίας των μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν καθόλου κόσμο τῆς δραματικὰ κλεισμένης καρδιᾶς των. Κατὰ συνέπεια, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐπιλέξει ἐλεύθερα μεταξὺ τῶν δύο ὡς ἄνω ὁδῶν. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὴν ἔκφραση τῆς κοινωνίας, ἀφοῦ εἶναι ὁ χῶρος ὅπου πραγματώνεται καὶ βιώνεται ἡ κοινωνία μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ Θεοῦ ἢ καὶ τῶν ἀνθρώπων μεταξύ των. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀντιμετωπίζει τὸν ἄνθρωπο ὡς μονάδα, ἀλλὰ πάντοτε ὡς πρόσωπο. Πρόσωπο μοναδικό καὶ ἀνεπανάληπτο, ἀλλὰ πάντοτε πρόσωπο, ἀφοῦ ἀποτελεῖ κοινωνικὸ ὂν τὸ ὁποῖο στὸ πλαίσιο τῆς κοινωνίας μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του. Κατά συνέπεια γιὰ τὴν Ἐκκλησία μιὰ ὑγιὴς ἀνθρώπινη φύση, θὰ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ εἶναι ἱκανὴ νὰ ἀνταποκρίνεται στὴν ἔννοια τῆς κοινωνίας. Ὁ ἐγωϊσμὸς πάλι ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ αἰτία τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ἀποξενώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ φύση του καὶ τὸν ὑποβιβάζει ἀπὸ πρόσωπο σὲ μονάδα. Πίσω λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀγωνία τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν ὁδό τῆς θέωσης, βρίσκεται ἡ προσπάθειά της νὰ τὸν μυήσει στὸ στοιχεῖο τῆς κοινωνίας ἢ καλύτερα, νὰ ἀποκαταστήσει τὴν σχέση του μὲ αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος καθίσταται εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πρόσωπο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς μπορεῖ νὰ κινεῖται στὸ πλαίσιο τῆς κοινωνίας, ἀφήνοντάς την μάλιστα νὰ φέρει καὶ τοὺς ἀνάλογους καρποὺς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του.

Ὅταν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἀποδεχθεῖ τὸν Θεὸ καὶ ὅταν ὁ νόμος τοῦ Κυρίου δὲν ἐκλαμβάνεται ὡς κανόνας δικαίου, ἀλλὰ βιώνεται μὲ τὴν θέλησή μας, μποροῦμε νὰ βρεθοῦμε στὴν κατάσταση τῆς θέωσης. Κάποιος, γιὰ παράδειγμα, ποὺ διαπράττει ἕναν φόνο ἐνεργῶντας τοιουτοτρόπως ἐγκληματικῶς, βρίσκεται σὲ ἀντιπαράθεση μὲ τὸν νόμο. Παρὰ ταῦτα ὁ πλεῖστος κόσμος δὲν χρειάζεται κάποια σχετικὴ νομοθεσία περὶ ἀνθρωποκτονίας γιὰ νὰ μὴν γίνει φονιάς, ἀφοῦ εἶναι πεπεισμένος ὅτι τὸ ἔγκλημα κατὰ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἀντίκειται στὸ φυσικὸ δίκαιο. Ὑφίστανται ἄλλωστε στὸν δυτικὸ κόσμο καὶ κανόνες δικαίου ποὺ δὲν θεσπίζονται ἀπὸ κάποια Βουλὴ βάσει τῆς πλειοψηφίας τῆς Ὁλομέλειάς της, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔρχονται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ φυσικὸ δίκαιο καί, ὡς ἐκ τούτου, προστατεύονται ἀπὸ τὸ Σύνταγμα ἔχοντας μάλιστα τὸν χαρακτῆρα τῆς ἀρχῆς τοῦ ἀπαραβίαστου.

Τὸ ζήτημα ποὺ τίθεται στὴ συνάφεια αὐτὴ εἶναι τὸ πῶς μποροῦμε νὰ συνδυάσουμε τὴν ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, ὅπως τὴν παρουσιάσαμε, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ὑπακοῆς ἔναντι τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς ἢ ἀκόμη καὶ τῆς Ἐκκλησίας, δεδομένου ὅτι στὴν παράδοσή μας ἡ πνευματικὴ πατρότητα ἢ μητρότητα μὲ τὴν ἔννοια τῆς καθοδήγησης στὸ πλαίσιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἀποτελεῖ ἕναν πολὺ σημαντικὸ θεσμό.

Γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ὑπακοὴ ἔναντι τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς δὲν αἴρει σὲ καμμία περίπτωση τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἡ ὑπακοὴ στὴν προκειμένη περίπτωση ἔχει παιδαγωγικὸ χαρακτῆρα καὶ ὄχι ὑπαρξιακό. Ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ἰδίας τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, νὰ μπορεῖ νὰ ἀφουγκραστεῖ ἕναν ἔμπειρο χειραγωγό, ἀκούραστο συμπαραστάτη καὶ συνοδίτη ἀποκομίζοντας ταυτοχρόνως ὀφέλη ἀπὸ τὴν πλούσια πνευματική του ἐμπειρία. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ διὰ τῆς ὑπακοῆς ὄχι μόνον νὰ εἶναι ἐγγυητὴς τοῦ ἰδίου του τοῦ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ νὰ βιώνει καὶ τὸ ἐμεῖς τῆς Ἐκκλησίας στὸ πλαίσιο τῆς κοινωνίας της. Ἄρα, ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν πνευματικὸ πατέρα εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς καθεαυτῆς. Εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ ἐγώ μου μὲ τὸ ἐσύ. Ὁ πνευματικὸς πατὴρ κατανοεῖται βεβαίως πάντοτε ὡς καθοδηγητὴς στὴν ἐν Χριστῷ ζωή.[16] Καὶ ἡ τελευταία λέξη, ἡ τελικὴ ἀπόφαση ἐναπόκειται σὲ μᾶς τοὺς ἰδίους. Ἡ ὑπακοὴ ἔναντι τοῦ πνευματικοῦ πατέρα ἔχει, ὅπως προαναφέραμε, παιδαγωγικὸ χαρακτῆρα καὶ ἀποσκοπεῖ πρωτίστως στὴν καταπολέμηση τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας. Μόνον κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο μποροῦμε νὰ βιώσουμε τὴν πραγματικὴ κοινωνία μὲ τὸν συνάνθρωπό μας. Ἄρα, ὁ θεσμὸς τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς ἢ τῆς μητρὸς δὲν ἀποσκοπεῖ στὸν περιορισμὸ τῆς ἐλευθερίας μας ἢ τοῦ αὐτεξουσίου μας, ἀλλὰ στὸ νὰ μπορέσουμε νὰ κατανοήσουμε τὸ δοθὲν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἀπό τὴν δημιουργία μας καὶ χαραγμένο στὶς καρδιές μας φυσικὸ δίκαιο. Εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ ἀποχωριστοῦμε ἀπὸ τὴν ἐγωϊστική μας κωφότητα, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε καὶ πάλι μιὰ ἀνοιχτὴ καρδιά. Γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ἐλευθερία μας καὶ τὴν βούλησή μας, ποὺ θὰ ταυτίζεται μὲ τὴν βούληση τοῦ Κυρίου μας. Τοῦτο τὸ πράγμα μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης ἐκκλησίας, μόνον διὰ τῆς μετανοίας. Ἡ θέωση, τελικῶς, δὲν ἀποτελεῖ κάποια κατάσταση ποὺ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πετύχει ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ θεωρεῖται πάντοτε ὡς δωρεὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ νὰ μπορέσουμε ὅμως νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν ὁδὸ πρὸς τὴν θέωση, θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε τὴν πεποίθηση ποὺ εἶχε καὶ ὁ ληστής, ὁ ὁποῖος σταυρώθηκε δίπλα στὸν Χριστό: ὅτι δηλαδὴ μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ πετύχουμε τίποτα ἀπολύτως. Πολὺ σοφὰ παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ὅτι, ἀφοῦ ἡ θέωση εἶναι ὑπερφυσικὴ κατάσταση, μποροῦμε μόνον διὰ τῆς τοῦ Θεοῦ χάριτος νὰ τὴν πραγματώσουμε. Ἐπειδὴ δὲ ἀδυνατοῦμε νὰ ἐνεργήσουμε μόνοι μας τὴν θέωση, θὰ πρέπει, γιὰ νὰ ἐνεργήσει ἡ θεία χάρις, νὰ καταπολεμήσουμε ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἑνωθοῦμε μαζί Του διὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Του.[17] Ἔτσι λοιπόν, ἡ θέωση ἀποτελεῖ δωρεὰ καὶ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ τὴν γευθεῖ ἀπὸ μόνος του. Ἡ συνειδητοποίηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν αὐτογνωσία. Ἀναγνωρίζει ὅτι, ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας του, πρέπει νὰ ἐναποθέσει τὴν καθόλου ζωή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι τὸ φυσικὸ δίκαιο δὲν εἶναι ἄδικο, ἀλλὰ ἐνέχει τὴν πιὸ ἁγνὴ μορφὴ δικαίου καὶ ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ἀποδοχὴ τῆς ζωῆς αὐτῆς καθεαυτῆς. Συνεπῶς, ἐλευθερία καὶ ὑπακοὴ δὲν ἀποτελοῦν δύο ριζικὰ ἀντίθετες ἔννοιες, ἀλλὰ συνδέονται ἁρμονικῶς μεταξύ των, ἀφοῦ ἡ ὑπακοὴ προϋποθέτει τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία βεβαίως μπορεῖ μόνον τότε νὰ βιωθεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅταν αὐτὸς ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὸν ἐγωϊσμό του, γιὰ νὰ μπορεῖ, ἐν πληρότητι, νὰ ζήσει τὴν Ζωή, μὲ τὴν ἔννοια τῆς κοινωνίας.

 

 

 

 


[1] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Disputatio cum Pyrrho, PG 91,301C.

[2] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως II, c.12, PG 94,924B.

[3] Ἐννοοῦμε τὴν ἐλεύθερη, φυσικὴ βούληση, ποὺ ἐκφράζεται στὸ πλαίσιο τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων καὶ ἐδῶ ἐκφράζεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς πολιτικῆς βούλησης.

[4] Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Ὁ δικός μου ὁ ξεσηκωμὸς δὲ μοιάζει μήτε μὲ τῶν Φράγκων, μήτε μὲ κανενοῦ ἄλλου. Ἐμεῖς θ' ἀναστήσουμε μία πατρίδα ποὺ κεφάλι θά ΄χει τὸ Χριστό. Κι ὄχι ἀνθρώπους». Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων τῆς Ἑλληνικῆς φυλῆς, Ἀθῆναι, Κεφ. Β΄, 44.

 

[5] Βλ. Jean-Paul Sartre, Der Existentialismus ist ein Humanismus, ἐν: Der Existentialismus ist ein Humanismus und andere philosophische Essays, 1943-1948, Hamburg 1970, σελ. 155.

[6] Εἶναι ἐπίμονη ἡ παραίνεση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μὲ τὴν ὁποία ὑπενθυμἰζει στοὺς πιστούς ὀτι ἀφοῦ πλέον θεωροῦνται νεκροὶ ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, εἶναι στὴν κυριολεξία ἐλεύθεροι: „Μὴ οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν αὐτῇ ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ, μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ παραστήσατε ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ“. Ρωμ 6, 12-13.

 

[7] Ρωμ 3, 31.

[8] Βλ. Maximilian Heim OCist., Conversatio nostra in caelis est. Unsere Heimat ist im Himmel, ἐν: Ambo. Jahrbuch der Hochschule Heiligenkreuz (2016), Europa eine Seele geben, 1. Jahrgang, σσ. 68-83. Γιὰ τὸ σχετικό ἀπόσπασμα βλ. σσ. 71-72.

[9] Βλ. Georgios Mantzaridis, Soziologie des Christentums, Berlin 1981, σελ. 124.

[10] Ρωμ 2, 14 κ.ε.

[11] Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον IV, 4, 2, PG 29, 81C.

[12] Πρβ. Ματθ 5,17: „Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι“.

 

[13] Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὸν Ἐκκλησιαστὴν 4, PG 44, 664D.

[14] .Ἔνθ΄ἀνωτέρω 4, PG 44, 665D.

 

[15] Πρβ. Λκ 23, 43: „καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ”.

 

[16] Πρβ. Ἀρχ. Ἐλισαίου Σιμωνοπετρίτου, Ἡ Πνευματικὴ Πατρότητα κατὰ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, ἐν: Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Γέροντας Σωφρόνιος ὁ Θεολόγος τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Πρακτικὰ διορθοδόξου ἐπιστημονικοῦ συνεδρίου, Ἅγιον Ὄρος 2008, σσ. 319-341.

 

[17] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά τε καὶ οἰκονομικά I, 75,PG 90, 1209C.

 

Ἡ συμβολή σας


Μέ τήν ἱστορική γιά τόν Ἑλληνισμό στήν Αὐστρία σημασία καί τή πλούσια δραστηριότητα στό φιλαν-θρωπικό, ἀνθρωπιστικό καί πολιτιστικό ἐπίπεδο, ἡ Μη- τρόπολη Αὐστρίας στρέφε- ται σέ ἐσᾶς ἀναζητώντας ἐνίσχυση στό ἔργο της. 

Ἐνημερωθεῖτε!

Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογεῖ

Ἀκολουθίες


 Ἀγαπητοὶ ἐπισκέπτες!

Γιὰ τὸ πρόγραμμα ἀκολουθιῶν ἐπισκεφθεῖτε τὴ σελίδα τῶν ἐνοριῶν στὴν πόλη σας

- Βιέννη

- Graz

- Salzburg

- Linz

- Innsbruck

- Klagenfurt

Κοινωνικὰ δίκτυα


Facebook

- YouTube

Legetøj og BørnetøjTurtle