Ἡ συνάντηση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου
Μητροπολίτου Αὐστρίας καὶ Ἐξάρχου Οὑγγαρίας Ἀρσενίου
“Σήμερον ὁ χρόνιος ἐλύθη δεσμὸς τῆς καταδίκης τοῦ Ἀδάμ, ὁ Παράδεισος ἡμῖν ἠνεῴχθη.”[1] Τὸ γεγονὸς τῆς εἰσόδου τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία, ὄχι κατὰ δόκηση ἢ κατὰ φαντασία ἀλλὰ κατὰ σάρκα ἀποτελεῖ τὸ συμπαντικὸ νόημα τῆς κτίσης. Τὰ πάντα φτιάχτηκαν γιὰ νὰ τελειωθοῦν, νὰ βροῦν τὸ σκοπό τους, στὴ συνάντηση μὲ τὸν Αἰώνιο. Μὲ τὸν Ὄντα! Μὲ Aὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ μόνος «Ὤν»[2]. Κάθε γεγονὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, καλὸ ἢ κακό, καθίσταται εὐκαιρία συνάντησης μὲ τὸ Θεό - «ὁ ὄφις κατηργήθη· ἣν γὰρ ἠπάτησε πρώην, νῦν ἐθεάσατο, τοῦ Δημιουργοῦ γενομένην Μητέρα».[3] Τὰ σπάργανα τοῦ τοκετοῦ γίνονται σύμβολο τῆς κατάργησης τῆς ἁμαρτίας - τοῦ χωρισμοῦ. «Σειρὰς ἁμαρτημάτων λύων διὰ σπαργάνων· καὶ διὰ νηπιότητος τῆς Εὔας θεραπεύει τὰς ἐν λύπαις ὠδῖνας».[4]
Ἡ συνάντηση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ὅπως ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση δὲν βασίζεται στὴν προσπάθεια ἀνόδου τοῦ κτιστοῦ στὸν «φαντασιακό» θεϊκὸ κόσμο, ἀλλὰ στὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτόν. Ἐνδημεῖ στοὺς ἀποδήμους[5] τῆς χαρισματικῆς ζωῆς, ἀνακαλῶντας τοὺς θνητοὺς στὴ σωτηρία. Ὁ Δημιουργὸς ἐνδύεται τὴν κτιστὴ μορφὴ ὕπαρξης καὶ τὴν ἀθανατοποιεῖ. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου φανερώνεται στὴ γέννηση τοῦ Ἀκτίστου. Χαρακτηριστικά, στὴν εἰκόνα τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως ἡ φάτνη ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸ μνῆμα, ὄχι ὡς ἕνα εὐφυὲς σκηνοθετικὸ ἐφεύρημα, ἀλλὰ ὡς φανέρωση τῆς σωτηρίας.
Ὁ τρόπος τῆς ἀκατάληπτης θεϊκῆς κενώσεως γίνεται τρόπος ζωῆς. Κάθε σκιώδης ὀπτικὴ τῆς ὑπάρξεως φωτίζεται ἀπὸ τὴν δυναμικὴ τοῦ Θεϊκοῦ «ἀδειάσματος». Τὸ μυστήριο τῆς γεννήσεως τοῦ Λόγου ἀνοίγει τὰ μάτια ὡς «τῆς ἀληθείας φάος» μὲ σκοπὸ νὰ δοῦμε τοὺς «ἀφεγγεῖς τύπους» καί «τὰς σκιὰς τὰς παρηγμένας».[6] Οἱ σκιὲς τῆς ὕπαρξής μας ποὺ περιγράφουν μιὰ πλαδαρὴ ζωή, νευρώνονται ἀπὸ τὴν παράδοση στὸ φῶς τῆς Ἀλήθειας, στὸ «Νέον» ποὺ γεννᾶται «ἐν χρόνῳ».
Ὁ πιστός, ἐραστὴς τοῦ αἰωνίου φωτός, ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος, παραδίδεται «ἀσυγχύτως» καὶ «ἀτρέπτως» στὴ χαρὰ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Πιστεύει στὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτῆρα καὶ ὄχι ὡς ἕνα θαυμάσιο, ἠθικό, σοφὸ καὶ καλὸ ἄνθρωπο, ποὺ συναισθηματικὰ πρὸς καιρὸν ἀναπαύει ἀλλὰ δὲν ἀνακαινίζει σώζοντας.[7] «Χορευέτω τοίνυν πᾶσα ἡ κτίσις καὶ σκιρτάτω· ἀνακαλέσαι γὰρ αὐτήν παραγέγονε Χριστός, καὶ σῶσαι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».[8] Αὐτὴ ἡ ὑπαρξιακὴ χαρὰ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου συνθέτει τὴν Ἐκκλησία. Μιὰ χαρὰ ἀπόλυτη ποὺ δὲν ἐξισώνεται μὲ σχετικές, ὀδυνηρὰ πληκτικὲς εὐημερίες ποὺ ἔχουν ἡμερομηνία λήξης, διότι χαρίζει τὴν αἰώνια ἐλπίδα τῆς λυτρώσεως. Στὸν ἐπίλογο τοῦ ἔργου του «Minima Moralia» ὁ Theodor Adorno σημειώνει τὰ ἀκόλουθα: «Ἡ μόνη φιλοσοφία τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ἀσκήσουμε ὑπεύθυνα ἀπέναντι στὴν ἀπελπισία, εἶναι ἡ ἀπόπειρα νὰ σκεφτόμαστε ὅλα τὰ πράγματα ὅπως θὰ παρουσίαζαν τὸν ἑαυτό τους ἀπ’ τὴ σκοπιὰ τῆς λυτρώσεως. Ἡ γνώση δὲν ἔχει κανένα φῶς ἔξω ἀπὸ κεῖνο ποὺ ρίχνει στὸν κόσμο ἡ λύτρωση».[9] Αὐτὴ ἡ λύτρωση, ἡ ἔξοδος ζωῆς, τὸ «περισσόν»[10] τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ κόσμου εἶναι ἡ δωρεὰ τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου. «Στὸ Χριστὸ συναντοῦμε τὴν Ἀπόλυτη Ὕπαρξη. Μόνο μὲ τὴν δύναμή Του μποροῦμε νὰ ὑπερνικήσουμε ὅ,τι εἶναι ἐνάντιο στὴν ἀγάπη Του καὶ ἀνίκανο νὰ προσλάβει τὴν αἰωνιότητα».[11] Ἡ ἐν Χριστῷ ζωὴ ἀποτελεῖ τὴν δοξολογική, χαρμόσυνη ἀνταπόκριση σὲ αὐτὸ τὸ χάρισμα. «Ἰδοὺ καινά ... πάντα»[12]. Ὅλα εἶναι ἔκπληξη ! Δὲ μπορεῖ κάποιος νὰ γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ νὰ μὴ χαίρεται. Πόσο, ἀλήθεια, τραγικὴ παραμόρφωση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας ἀποτελεῖ ἡ καθημερινότητά μας ποὺ περικλείει τὸ Θεῖο σὲ εὐκαιριακές, ἐποχικὲς ἀρετὲς συμπόνιας καὶ ἠθικῆς, σὲ ἀναζητήσεις ἐγκόσμιας εἰρήνης, θεωρουμένης ὡς «ἀτομικὴ ἐξασφάλιση», σὲ ἐγκεφαλικὲς κατοχυρώσεις καὶ βεβαιότητες.
Ποιὸ εἶναι ὅμως τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο ποὺ μᾶς κάνει, ἐνῷ ὑποπτευόμαστε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, νὰ παραμένουμε στὴν πληκτικὴ ἀγκύλωσή μας; Γιατὶ ἀρκούμαστε στὴν πληροφορία τῶν σπουδαίων καὶ δὲν προχωροῦμε στὴ βίωσή τους; Ἀρνούμαστε τὴν πικρὴ μὲν ἀλλὰ σωτήρια γνωριμία μὲ τὸν ἑαυτό μας. Ἄρνηση ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αὔξηση τῆς μοναξιᾶς μας καὶ σὲ κρίση τὴν ὕπαρξή μας, γιατί, χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ζοῦμε ψάχνοντας τὸ κάτι ποὺ δίνει ζωὴ στὶς μορφὲς τοῦ θανάτου.
Στὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία ἡ προσωπικὴ ἀλλὰ καὶ συλλογική μας ἱστορία γίνονται πεδίο συνάντησης μὲ τὸ Θεό. Τὸ «Τώρα» μας γίνεται τὸ ἄχρονο «Τώρα» τοῦ Χριστοῦ. «Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου»[13]. «Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τό Κεφάλαιον»[14], «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός»[15]. Ὄχι σὲ κάποιο παρωχημένο καὶ ἐξιδανικευμένο παρελθόν, οὔτε σὲ κάποια φαντασιακὴ τελείωση τοῦ μέλλοντος. Τὸ «νῦν» μὲ τὴν ἔξοδο τῆς λύτρωσης γίνεται προσδοκία τῆς ἐσχατολογικῆς συνάντησης. Σὲ αὐτὸ τὸ νῦν καταφάσκει κανεὶς ὅταν ἐπιλέξει νὰ μὴν κλειστεῖ στὴν ὕπαρξή του, ὅταν δὲν ἀνάγεται σὲ «αὐτοείδωλο»[16], ὅταν ἀναμένει ἀπὸ ἀλλοῦ τὴν Σωτηρία, ὅταν «μέχρι θανάτου ἐπιδοκιμάζει τὴ ζωή». [17]
Ἡ ἀποδοχὴ τῶν προσωπικῶν ἐλλειμμάτων, τῶν ρωγμῶν, τῶν σφαλμάτων δὲν δημιουργεῖ ἐνοχικοὺς ἀνθρώπους ἀλλὰ ἀθλητὲς τοῦ ἀγωνίσματος τῆς σχέσης. Ὅλος ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας τῆς Ἐκκλησίας μας σκοπὸ ἔχει τὴν ἑτοιμασία καὶ τὴν ἱκάνωση γιὰ συμμετοχὴ στὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς: Νὰ φτάσει ὁ ἄνθρωπος στὴν ταπείνωση ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἐλευθερία τοῦ Παραδείσου, ποὺ ἑνώνει μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους. Νὰ πέσει στὴν ἀκαταγώνιστη ἕλξη τοῦ ἔρωτα ποὺ σταυρώνεται.[18] Ἀκόμα καὶ ἡ ἀποτυχία, ἡ πίκρα τῆς πτώσης, ἡ ἀμέλεια τῆς λήθης γλυκαίνονται ἀπὸ τὴν προθυμία καὶ τὴν ἀποφασιστικότητα τοῦ Θείου Ἔρωτος.
Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, θὰ μπορούσαμε σχηματικὰ νὰ ποῦμε, χορεύει σὲ μιὰ ζωντανὴ διελκυστίνδα μεταξὺ ἰδιώτευσης καὶ σχέσης, ἐξουσίας καὶ ἔρωτος, ἑωσφορικῆς δύναμης καὶ σταυρικῆς ταπείνωσης. Ὁ Ἅγιος γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ σὲ μιὰ σύναξη τῶν μοναχῶν τῆς Μονῆς Ἁγ. Ἰωάννου Προδρόμου Ἔσσεξ, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1991, ἔλεγε: «Ρώτησα κάποτε ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας: «Ἂν εἴχατε ἀπόλυτη ἐξουσία, τί θὰ κάνατε τώρα ποὺ ὑπάρχει τέτοια ἀναστάτωση σὲ ὅλο τὸν κόσμο;». Καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Ἂν εἶχα ἀπόλυτη ἐξουσία, τότε δὲν θὰ μποροῦσα πουθενὰ νὰ τὴν ἐφαρμόσω, ἀκριβῶς ἐξαιτίας τοῦ ἀπόλυτου χαρακτῆρα της». Ἔτσι, ὅταν βλέπουμε ὅτι ὁ δικός μας Χριστὸς εἶναι κατὰ κάποιον τρόπο «ἀνίκανος» νὰ κάνει πολλὰ γιὰ τὰ ὁποῖα Τὸν παρακαλοῦμε, τότε ἴσως εἶναι γιατὶ σκέφτεται ὅπως ἐκεῖνος ὁ μοναχός. «Ἄν ἔχω ἀπόλυτη ἐξουσία καὶ θέληση, τότε παραδίδω τὸν ἑαυτό μου σὲ σταύρωση»… «Ποὺ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία σου;» Ἀλλ΄ὅμως ἀπόλυτη αὐτὴ ἐξουσία ἐκδηλώθηκε μὲ μορφὴ κενώσεως, ποὺ ἀνταποκρίνεται στὸν ἀπόλυτο Θεό.[19]
Ἡ ἀδυναμία τοῦ βρέφους, ἡ πτωχεία τοῦ σπηλαίου, ἡ εὐτέλεια τῶν σπαργάνων, ἀποκαλύπτουν μιὰ ἄλλη ζωὴ γεμάτη ἀπὸ τὴν ἐκρηκτικὴ θεϊκὴ χαρά. Τὴ χαρὰ τῶν ταπεινῶν,τῶν κατατρεγμένων, τῶν φτωχῶν, τῶν κουρελήδων, τῶν «πορνῶν καὶ τῶν τελωνῶν», [20] τοῦ νεογέννητου Χριστοῦ. Τὴ χαρὰ τοῦ Δημιουργοῦ ὁ ὁποῖος «Ἥκει πλανῆτιν πρὸς νομὴν ἐπιστρέφων ἀνθρώπων φύσιν.»[21]
Ἀναζητῶντας αὐτὴ τὴν ὑπαρξιακὴ χαρὰ ποὺ ἐμπνέει ὁ Τόκος τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, ἂς προσπαθήσουμε νὰ μὴ μείνουμε χαῦνοι θεατὲς τῶν Θείων Μυστηρίων. Ἡ Γέννησή Του ἂς γίνει ἡ ἐκπλήρωση τοῦ σκοποῦ τῆς δικῆς μας γέννησης. Ἀμήν.
[1] Δοξαστικὸ Στιχηρῶν Ἑσπερινοῦ Χριστουγέννων, Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἐκδ. Φῶς, Ἀθήνα 1961, σελ. 387
[2] «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Ὤν» (Ἔξοδ. 3, 14)
[3] Δοξαστικὸ Στιχηρῶν Ἑσπερινοῦ Χριστουγέννων, ὅ.π., σελ. 387
[4] Δοξαστικὸ Στιχηρῶν Ἑσπερινοῦ Χριστουγέννων, ὅ.π., σελ. 387
[5] «Χάριν δοῦναι θελήσας, ὀφλημάτων ἀρχαίων, ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι᾿ ἑαυτοῦ, πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ χάριτος», Ἀκάθιστος Ὕμνος, 22ος Οἶκος, Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις 1993, σελ. 539
[6] ᾨδὴ θ΄, Κανὼν Ἰαμβικὸς Ἰωάννου Μοναχοῦ, «Τύπους ἀφεγγεῖς καὶ σκιὰς παρηγμένας, Ὦ Μῆτερ ἁγνή, τοῦ Λόγου δεδορκότες, Νέου φανέντος, ἐκ πύλης κεκλεισμένης, Δοξούμενοί τε, τῆς ἀληθείας φάος, ἐπαξίως σὴν εὐλογοῦμεν γαστέρα», Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις 1975, σελ. 210
[7] Kardinal Franz König, Gedanken für ein erfülltes Leben, Styria, Wien 2004, σελ. 33
[8] Δοξαστικὸ Στιχηρῶν Ἑσπερινοῦ Χριστουγέννων, ὅ.π., σελ. 387
[9] Theodor Adorno, Minima moralia, Στοχασμοὶ μέσα ἀπὸ τὴ φθαρμένη ζωή, μτφ. Βασίλης Τομανάς, ἐκδ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 276
[10] «ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν», Ἰω. 10,10
[11] Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθὼς ἐστί, ἐκδ. Ι.Σ. Μ. Ἁγ. Ἰωάννου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2010, σελ. 171
[12] Ἀποκ. Ἰω. 21,5
[13] Τροπάριον τῆς θ΄ Ὥρας τῶν Χριστουγέννων. Ἦχος πλ.β΄. Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἐκδ. Φῶς, Ἀθήνα 1961, σελ. 372
[14] Ἀπολυτίκιον Ἑσπερινοῦ 25ης Μαρτίου, Μηναῖον Μαρτίου, ἐκδ. Φῶς, Ἀθήνα 1961, σελ. 204
[15] ᾨδὴ θ´, Κανὼν Ἀναστάσεως, Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Πεντηκοστάριον, ἐκδ. Σαλιβέρου, Ἀθῆναι 1924, σελ. 2
[16] «Αὐτοείδωλον ἐγενόμην τοῖς πάθεσι τὴν ψυχήν μου βλάπτων», Μέγας Κανών, Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης, ᾠδὴ δ´, Τριῴδιον Κατανυκτικὸν, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις 1994, σελ. 641
[17]«De l’érotisme, il est possible de dire qu’il est l’approbation de la vie jusqu’à la mort». George Bataille, L´Erotisme, Editions du minuit, 1957, σελ.11
[18]. Ἴδε, Ἁγίου Ἰγνατίου, Πρὸς Ρωμαίους VIII, PG 5, 813B. Ἀρχιμανδρίτου Βασιλείου, Ἀπολυτίκιον, Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων 2011, σελ. 43
[19] Ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Oἰκοδομῶντας τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, μέσα μας καὶ στοὺς ἀδελφούς μας, ἐκδ. Ι. Σ. Μ. Ἁγ. Ἰωάννου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2013, τομ. β΄, σελ. 410
[20] Ματθ. 21,31
[21] ᾨδή θ,´ Κανὼν Ἰαμβικὸς Ἰωάννου Μοναχοῦ, Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐν Ἀθήναις 1975, σελ. 210