Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν
Μητροπολίτου Αὐστρίας καὶ Ἐξάρχου Οὑγγαρίας Ἀρσενίου
« ... Σκιρτῆσαι θέλω κἀγώ, χορεῦσαι βούλομαι, πανηγυρίσαι θέλω· χορεύω δέ, οὐ κιθάραν πλήττων, οὐ θυρσὸν κινῶν, οὐκ αὐλοὺς ἔχων, οὐ δᾷδας ἅπτων, ἀλλ’ ἀντὶ μουσικῶν ὀργάνων τὰ τοῦ Χριστοῦ σπάργανα φέρων. Αὐτὰ γάρ μοι ἐλπίς, αὐτά μοι ζωή, αὐτά μοι σωτηρία, αὐτά μοι αὐλός, αὐτά μοι κιθάρα. Διὸ καὶ αὐτὰ ἔρχομαι φέρων, ἵνα τῇ αὐτῶν δυνάμει ἰσχὺν λόγων λαβὼν μετ’ ἀγγέλων εἴπω· Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ· μετὰ δὲ ποιμένων, Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».[1]
Ὁ ἁπλὸς καὶ πεπερασμένος νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο καὶ ἂν προσπαθεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ προσεγγίσει τὸ «ξένον καὶ παράδοξον» Μυστήριο ποὺ ἐδῶ καὶ εἰκοσι αἰῶνες θέτει σὲ θαυμαστὴ κίνηση γῆ καὶ οὐρανό: Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐνηνθρώπησε γιὰ νὰ χαρίσει ξανὰ στὸν ἄνθρωπο ἐκείνη τὴν πρὸ τῆς πτώσεώς του κατάσταση γιὰ τὴν ὁποία τὸν προόριζε δημιουργῶντας τον. Ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι, τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ ἐπουράνια, ἡ Βηθλεὲμ καὶ κάθε χριστιανικὸ σπίτι γιορτάζει, ψάλλει, χαίρεται : «Γεννήθηκε Παιδίον νέον» καὶ οἱ πιστὲς καρδιὲς γνωρίζουν ὅτι Αὐτὸ εἶναι ὁ « ἄναρχος Θεός».
«Ἠβουλήθη γάρ, ἠδυνήθη, κατῆλθεν, ἔσωσε· σύνδρομα τὰ πάντα τῷ Θεῷ.» Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος περιγράφει μὲ τέσσερα δυνατὰ ρήματα ὅλο τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Θυμίζει ὅτι ἡ ἀποφασιστικότητα τῆς παντοδυναμίας τοῦ Δημιουργοῦ ξεπερνᾶ τοὺς νόμους τῆς φύσεως καὶ τὸ πέλαγος τῆς θείας φιλανθρωπίας καθιστᾶ δυνατὴ τὴ σωτηρία τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων : «ὅπου γὰρ βούλεται Θεὸς, νικᾶται φύσεως τάξις». Γι΄αὐτὸ καὶ τὰ Χριστούγεννα «πάντες ἑορτάζουσι Θεὸν ἐπὶ γῆς ὁρῶντες, καὶ ἄνθρωπον ἐν οὐρανοῖς· τὸν ἄνω κάτω δι’ οἰκονομίαν, καὶ τὸν κάτω ἄνω διὰ φιλανθρωπίαν». Τὸ μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν ἐξηγεῖται μὲ τὰ ἀνθρώπινα μέτρα τῆς ἀλλαγῆς θέσεως ἢ τῆς ἐξελίξεως, διότι ἡ θεία φύσις Του ἔμεινε ἀμετάβλητη: «Οὐδὲ γὰρ κατ’ ἔκστασιν θεότητος γέγονεν ἄνθρωπος, οὐδὲ πάλιν κατὰ προκοπὴν ἐξ ἀνθρώπου γέγονε Θεός· ἀλλὰ Λόγος ὤν, διὰ τὸ ἀπαθὲς σὰρξ ἐγένετο, ἀμεταβλήτου μενούσης τῆς φύσεως». [2]
«Γνῶσιν ἄγνωστον» ὀνομάζει τὸ Μυστήριο ὁ Ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου καὶ ἐπαναλαμβάνει τὴν διαπίστωση πολλῶν Πατέρων καὶ Ποιητῶν: «Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων, κατεπλάγη» βλέποντας τὸ μέγα ἔργον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου· οἱ Ἀγγελοι θεωροῦσαν, ἔβλεπαν τὸν ἀπρόσιτο Θεὸ ἄνθρωπο νὰ συμβιώνει μὲ ὅλους ἐμᾶς καὶ νὰ εἶναι προσιτὸς σὲ ὅλους. Ἂν ὁ «ξένος τόκος», ἡ μοναδικὴ αὐτὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία Γέννηση εἶναι θαυμαστὴ γιὰ τὶς Νοερές Δυνάμεις πόσο περισσότερο ἀκατάληπτη παραμένει γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγραψε γιὰ τὴν κρυμμένη ἐν μυστηρίῳ Σοφία τοῦ Θεοῦ: «... λαλοῦμε καὶ κηρύσσομεν τὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸ μυστήριο, ἡ ὁποία εἶναι κρυμμένη (στὴν ἀνθρώπινη διάνοια). Αὐτὴ τὴ Σοφία προώρισεν ὁ Θεός, πρὶν ἀκόμη γίνει ἡ ἐν χρόνῳ δημιουργία, γιὰ νὰ δοξάσει ἐμᾶς τοὺς πιστούς καὶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου δὲν τὴν ἔχει γνωρίσει...».[3] Ὁ Ἀπόστολος σὲ ἄλλη ἐπιστολή του θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του διάκονο «κατὰ τὴν οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ» καὶ ἀποκαλύπτει στὰ Ἔθνη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν» ποὺ τώρα φανερώθηκε στοὺς πιστούς.[4] Ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὴν ἀνακεφαλαίωση καὶ τὸ ἀποκορύφωμα τῶν ἀποκαλύψεων τοῦ Θεοῦ συγκεντρωμένων στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Δημιουργός, σύμφωνα μὲ τὴ δική Του εἰκόνα, ἔπλασε τὸ πλάσμα Του, τὸν ἄνθρωπο, μὲ νοῦ καὶ ἐλεύθερη βούληση, προορισμένο νὰ Τοῦ ὁμοιάσει, δηλαδὴ νὰ γίνει ὅπως Ἐκεῖνος, τέλεια ἐνάρετος, διότι οἱ ἀρετὲς εἶναι πρωταρχικὰ γνωρίσματα τῆς θείας φύσεως: ἡ σοφία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀγαθοσύνη, ἡ ἀνεξικακία, ἡ νηφαλιότητα, ἡ ἀκεραιότητα θὰ χαρακτηρίζουν καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐπιτυγχάνει τὸ «καθ΄ὁμοίωσιν» Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν, δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἦταν σὲ πλήρη κοινωνία μαζί Του, προορισμένος νὰ μείνει ἄφθαρτος. Οἱ Πρωτόπλαστοι ὅμως μὲ τὴν παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς, καὶ κατόπιν ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοί τους, ἀλλοιώσαμε τὰ ἄφθαρτα γνωρίσματα τῆς θείας φύσεως. Χάσαμε τὴν κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ καθὼς ἀφήσαμε τὴν ἁμαρτία νὰ μᾶς νεκρώνει. Καὶ ἔτσι ὅταν στερηθήκαμε τὴ ζωή, πέσαμε στὴ φθορὰ καὶ στὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου. Ἐγκαταλείψαμε τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ :«Τίς γὰρ μετουσία φωτὶ πρὸς σκότος;».[5]
Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς προσέφερε τὸ ὕψιστο ἀγαθό, τὴν κοινωνία μαζί Του, καὶ δὲν τὸ διαφυλάξαμε, ἀπὸ ἄκρα ἀγαθότητα, χρειάστηκε νὰ κατέβει ὁ ἴδιος ἀνάμεσά μας μὲ τὴ δική μας φύση. Μὲ τὴ Γέννησή του ὡς Θεάνθρωπος δίδει τὴν δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο νὰ ἀνακαινισθεῖ. Μὲ τὸ Ἔργο, τὸ Παθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του μᾶς σηκώνει καὶ μᾶς ξαναδίδει τὴν «πρώτη στολή». Αὐτὴ εἶναι ἡ κένωσις τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ καινισμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Λύνονται τὰ δεσμὰ τῆς κυριαρχίας τοῦ διαβόλου καὶ οἱ θρυμματισμένες ὑπάρξεις ἀποκαθίστανται στὸ «ἀρχαῖο κάλλος», ὅλη ἡ κτίση ἁγιάζεται.
Ἡ πρόσκληση γιὰ ἀναγνώριση τῆς κυριαρχίας τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα ἀνοικτὴ γιὰ ὅλους. Ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει πλέον τὴ δυνατότητα νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου, νὰ γλιτώσει ἀπὸ τὴν τυραννικὴ δυναστεία τῆς ἁμαρτίας. Οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς νὰ ἀναγκάζονται, μποροῦν νὰ διαλέξουν τὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς καὶ νὰ ἀγωνίζονται γι’ αὐτὴν μὲ πραότητα, ὑπομονὴ καὶ συγχωρητικότητα ἀποβλέποντας στὴν καλὴ ἀπολογία καὶ τὴν τελικὴ ἀποκατάσταση στὴν αἰωνιότητα.
Ἡ ἀγαθότητα καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὸ κίνητρο τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, ἀποβλέπει στὴ σωτηρία καὶ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ σήμερα ποὺ ζεῖ διχασμένος ἀνάμεσα στὴν πρόσκαιρη καὶ εὔκολη λύση τῶν προβλημάτων καὶ στὴν ἐπιθυμία νὰ γνωρίσει κάτι τὸ ἀληθινὸ καὶ μόνιμο. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ζοῦν σήμερα ἀναπαυμένοι. Τὰ ὑποκατάστατα, οἱ ψευδομεσσίες οἱ ἀνθρώπινοι καί φανταστικοὶ θεοί, τὰ δεσμὰ τῶν παθῶν δὲν ἱκανοποιοῦν, κουράζουν, ἀπογοητεύουν. Τὰ ἔχουν ὅλα οἱ ἄνθρωποι ἀλλὰ λείπει μόνον ἕνα, ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο, γιὰ νὰ νοιώσουν ἱκανοποιημένοι μὲ τὸν ἑαυτό τους. Ἡ ἔλλειψη αὐτὴ ἀποκαλύπτει τὴν ἀποξένωση ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὸν συνάνθρωπο. Διαπιστώνομε ὅτι λείπει ὁ Πατέρας ἀλλὰ καὶ ἡ Οἰκογένεια, ἡ κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἡ κοινωνία μὲ τὸν ἀδελφὸ ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Θεό. Παρὰ τὶς δυσκολίες, ἐσωτερικὲς καὶ ἐξωτερικές, ποθοῦν καὶ σήμερα πολλοὶ νὰ δοῦν τὸ μεγάλο καὶ παράδοξο μυστήριο τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ποὺ αἰῶνες τώρα εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Πῶς ὅμως μποροῦν νὰ βροῦν τὸ δρόμο πρὸς τὴ Βηθλεέμ;
Ἰδοὺ πῶς, κατὰ τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο , ἀποκαθίσταται ἡ σχέση μὲ τὸ Θεό: «Ἀλλὰ προσέχετε ἀκριβῶς...: Ἔγινε ἄνθρωπος ὁ Θεὸς καὶ συγγενὴς καὶ ἀδελφὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ὁ μόνος λοιπὸν Υἱὸς Θεοῦ καὶ Θεὸς καὶ Ἄνθρωπος, μόνος ἦταν καὶ εἶναι ἅγιος, καὶ θὰ μείνει στοὺς αἰῶνες, μόνος δίκαιος, μόνος ἀληθινός, μόνος ἀθάνατος, μόνος φιλάνθρωπος, μόνος ἐλεήμων καὶ εὔσπλαγχνος, μόνος ἐξουσιαστής, μόνος φῶς τοῦ κόσμου καὶ φῶς τὸ ἀπρόσιτον. Ἐκεῖνος εἶναι μοναδικός. Κι ἐνῷ, ἐμεῖς βρισκόμαστε στὴ φθορὰ καὶ στὸ θάνατο καὶ δὲν εἴχαμε καμία κοινωνία μαζύ Του παρὰ μόνον τὴν κατὰ σάρκα συγγένεια, ἡ πίστις μας πρὸς Αὐτόν μεσίτευσε ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ στοὺς ἀνθρώπους. Ὥστε παρόλο ποὺ εἴμαστε πτωχοὶ καὶ δὲν ἔχομε ἀπολύτως τίποτε νὰ προσφέρουμε γιὰ τὴ σωτηρία μας, δέχθηκε ἀντὶ πάντων τὴν πίστη μας πρὸς Αὐτόν. Καὶ μᾶς ἐλέησε ὁ Θεὸς καὶ μᾶς χαρίζει τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτημάτων, τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τὴ φθορά. Αὐτὰ δωρίζει σὲ ὅσους Τὸν πιστεύουν ὁλόψυχα· καὶ ὄχι μόνον αὐτὰ ἀλλὰ καὶ ὅσα κάθε ἡμέρα ὑπόσχεται διὰ τῶν Ἁγίων Εὐαγγελίων. Ποιά εἶναι αὐτά; Ἡ ἀναγέννησή μας μὲ τὸ Βάπτισμα δι᾿ ὕδατος καὶ Πνεύματος καὶ ἡ ἀνάπλασή μας καὶ ἡ συναρίθμηση μὲ τοὺς Ἁγίους. Παρέχει τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μᾶς ἀξιώνει νὰ μετέχουμε στὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς ποὺ κληρονομοῦν οἱ πράοι, μὲ εὐφροσύνη καὶ ἀγαλλίαση καρδίας. Μᾶς δίδει τὴ δυνατότητα νὰ ἑνωθοῦμε μέσῳ Αὐτοῦ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα συνδεδεμένοι μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα».[6]
Ἡ πίστη λοιπὸν ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἡ χάρη Του ἔρχεται καὶ διατηρεῖται μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό. Ὅπως ἡ ἀγάπη ὁδήγησε τὸν Θεὸ Λόγο στὴ θεία «κένωση» κάθε φίλος Του χρειάζεται νὰ «κενωθεῖ» γιὰ νὰ συναντήσει τὸν «πλησίον» του.
Ἡ περὶ θείας κενώσεως διδασκαλία ἀποτελεῖ θεμέλιο τῆς θεολογίας τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ΄Ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν Ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυροῦ»[7]. Ἡ θεία ταπείνωση ἀντιπαρατέθηκε στὴν ἔπαρση, στὴν ἀλαζονεία, στὴν αὐτάρκεια, στὴν ἀνταρσία, στὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτελεῖ τὸ ἀνυπέρβλητο πρότυπο τῆς ἀνθρωπίνης «κενώσεως».
Στὴ θεσπέσια ὑμνολογία τῶν Χριστουγέννων ψάλλομε: «Ἰδὼν ὁ Κτίστης ὀλλύμενον τὸν ἄνθρωπον, χερσὶν ὃν ἐποίησε, κλίνας οὐρανοὺς κατέρχεται· τοῦτον δὲ ἐκ Παρθένου θείας ἁγνῆς ὅλον οὐσιοῦται, ἀληθείᾳ σαρκωθείς, ὅτι δεδόξασται».[8]
Ἡ σωτηρία μας εἶναι ἔργο καὶ χάρις τοῦ Θεοῦ πρὸ αἰώνων προβλεψαμένου τὴν ἀπολύτρωσιν. Κατὰ τὴν ὁμολογία τῆς Πίστεως στὸν Τριαδικὸ Θεὸ ἀναφερόμεθα στὴν ἄχρονη καὶ στὴν ἔγχρονη γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄχρονη καὶ ἀΐδιος γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ γέννησή του ἀπὸ τὸν Πατέρα. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ Χριστὸς ὀνομάζεται Υἱὸς Θεοῦ. Ὡς Υἱός, γεννήθηκε ἀπὸ Πατέρα. Κατὰ το μυστήριο της τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, τρία πρόσωπα, εἶναι ἕνας Θεός. Πῶς συμβαίνει αὐτό, εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐννοήσει ἀνθρώπινος νοῦς ἀλλὰ καὶ δὲν ὑπάρχει παράλληλο παράδειγμα. Οἱ Πατέρες της Εκκλησίας γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ πλησιάσουμε τὸ μέγα μυστήριο, χρησιμοποιοῦν τὸ παράδειγμα τοῦ ἡλίου καὶ τοῦ νοῦ: Ὅπως ὁ ἥλιος γεννᾶ τὸ φῶς καὶ ἀναπέμπει τὴ θερμότητα, ὡς ἕνα σῶμα μὲ τὰ ἐκπεμπόμενα καὶ ὅπως ὁ νοῦς γεννᾶ τὸν λόγο καὶ ἐκπορεύει τὴ σκέψη καὶ τὰ τρία εἶναι ἀχώριστα, ἔτσι ὁ Πατὴρ γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ἀλλὰ τὰ τρία Πρόσωπα δὲν παύουν οὔτε στιγμὴ ν’αποτελοῦν μία οὐσία καὶ μία φύση.
Στὸν 109ο Ψαλμό, ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτει τὴν πρώτη καὶ ἄχρονη Γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «Ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε». Πρὶν ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ χρόνο ὁ Πατέρας γέννησε τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὴ γαστέρα Του, ἢ ὅπως διαβάζουμε στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, ἐκ τοῦ κόλπου Του. Βέβαια ὁ Θεὸς δὲν ἔχει γαστέρα, οὔτε κόλπο, ἀλλὰ αὐτὲς οἱ ἀνθρώπινες εἰκόνες χρησιμοποιοῦνται γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλυφθεῖ μία ὑπερφυσικὴ ἀλήθεια, ὅτι, δηλαδή, ὁ Υἱὸς εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, ἔχει τὴν ἰδία οὐσία μ’ αὐτὸν ὡς γνήσιο γέννημά Του. Τὸ «ἐκ γαστρός» σημαίνει ὅτι Τὸν γέννησε ἀπὸ τὴ φύση Του, ἀπὸ τὰ ἴδια Του τὰ σπλάχνα, ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ἀπὸ τὴν θεότητά Του. Ὅπως αὐτὸ ποὺ γεννιέται ἀπὸ φυτό, εἶναι φυτό, ἀπὸ ζῶο εἶναι ζῶο, ἀπὸ ἄνθρωπο εἶναι ἄνθρωπος, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, εἶναι Θεός· εἶναι «Φῶς ἐκ Φωτός, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», ὅπως διακηρύττει τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, «γεννηθείς, οὐ ποιηθείς, πρὸ πάντων τῶν αἰώνων». Γεννήθηκε ὁ Χριστός, δὲν δημιουργήθηκε, εἶναι Υἱός, καὶ μάλιστα μονογενὴς καὶ πρωτότοκος, πρῶτος καὶ μοναδικός. Ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν εἶναι πρωτόκτιστος, ἀλλὰ πρωτότοκος καὶ αὐτὸ διαφέρει ὅσο διαφέρει τὸ κτίζω ἀπὸ τὸ τίκτω, τὸ δημιουργῶ ἀπὸ τὸ γεννῶ.
Ἡ πρώτη, λοιπόν, γέννηση τοῦ Χριστοῦ συνέβη ἀχρόνως, πρὶν γίνει ὁ κόσμος καὶ προαιωνίως, χωρὶς ἀρχή. Δὲν ὑπῆρξε ἐποχὴ ποὺ νὰ μὴν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, ὅπως δὲν ὑπῆρξε ἐποχὴ ποὺ νὰ μὴν ὑπῆρχε Θεὸς Πατέρας. «Ἅμα Πατήρ, ἅμα Υἱός, ἅμα Πνεῦμα Ἅγιον»: αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς. «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος», ἀποκαλύπτεται στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, «καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» [9] : ἄναρχος ὁ Λόγος Χριστός, συνάναρχος καὶ ὁμοούσιος μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα. Ὅταν ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του περιγράφει τὸν Μελχισεδὲκ ὡς τύπο τοῦ Χριστοῦ, γράφει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «ἀμήτωρ, ἀπάτωρ, ἀγενεαλόγητος, μήτε ἀρχὴν ἡμερῶν μήτε ζωῆς τέλος ἔχων». [10] Ἡ πρώτη, λοιπόν, γέννηση τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μόνο ἄχρονη καὶ αἰωνία, εἶναι καὶ ἀΐδιος. Ἡ λέξη αἰώνιος χαρακτηρίζει τὸν μὴ ἔχοντα τέλος ἀλλὰ ἀρχή· αἰώνιοι εἶναι οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι. Ἡ λέξη ἀΐδιος χαρακτηρίζει αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος· ἀΐδιος εἶναι μόνο ὁ Θεός.[11] «Οὐ φέρει τὸ μυστήριον ἔρευναν»· μόνο μὲ τὴ πίστη μπορεῖ κανεὶς νὰ πλησιάσει αὐτὰ τὰ μεγάλα καὶ ὑψηλὰ θέματα τῆς θεογνωσίας.
Ἡ δεύτερη γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐνσάρκωσή Του μέσα στὴν ἱστορία καὶ στὸ χρόνο. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ὁ Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος καὶ κατοίκησε ἀνάμεσα μας, κηρύττει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. [12] Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει· «Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί».[13] Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Θεόδοτος, Ἐπίσκοπος Ἀγκύρας (5ος μ.Χ. αἰ.) ἑρμηνεύοντας τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀφοῦ ἀναλύει τὸ ὅτι « ἡ γὰρ Θεοῦ ἐπὶ γῆς ἐμφάνεια Οὐρανοῦ πολίτας ἐποίησεν», γράφει ὅτι ὁ Θεός, κατὰ τὴν οἰκονομία Του, γιὰ χάρη τῶν ἀνθρώπων, χωρὶς νὰ μεταβάλει τὴν ἀπαθῆ θεία φύση κατέβηκε καὶ ἑνώθηκε μὲ τὸν παθητὸ ἄνθρωπο ἀπὸ συγκατάβαση κενώσεως.[14]
Ἄκρως διδακτικὸς ὡς πρὸς τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου «ἐκ γυναικός» καὶ τὴν μετὰ τὴν Γέννηση κατὰ σάρκα συγγένειά του μὲ τὸ γένος τοῦ Ἀδὰμ εἶναι καὶ ὁ Ἅγιος Συμεών, ὁ Νέος Θεολόγος.[15]
Ἐνῷ ὁ Χριστός, ὡς Θεός, εἶναι ἀμήτωρ, ὡς ἄνθρωπος εἶναι ἀπάτωρ, γεννηθεὶς ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου. Ἡ σύλληψή Του ἔγινε ἀρρεύστως καὶ ἀσπόρως, ὅπως γράφουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, χωρὶς θέλημα ἀνδρός. Καὶ ὅπως εἶναι ἀσέβεια νὰ ἐννοήσουμε μητέρα στὴ θεότητα Του, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἔτσι εἶναι βλασφημία νὰ φαντασθοῦμε πατέρα στὴν ἐνανθρώπησή Του. Ἀλλὰ καὶ ἡ γέννησή Του ἔγινε ἐκ Παρθένου καὶ ἀφθόρως, ἀπὸ μήτρα παρθενική, ποὺ δὲν ὑπέστη φθορά. Συνοψίζοντας τὸ δόγμα τῆς Ὀρθοδοξίας, καταλήγει : «Οὔτε γὰρ ὁ Θεὸς ρεῦσιν ὑπέμεινεν· θεοπρεπῶς γὰρ ἐγέννησεν· οὔτε καὶ ἡ παρθένος φθορὰν ὑπέστη».
Ὅπως μυστήριο εἶναι ἡ ἄχρονη Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἴδιο μυστήριο εἶναι καὶ ἡ ἐν χρόνῳ Γέννησή του. Στὴ δεύτερη θαυμάσια ὁμιλία του γιὰ τὰ Χριστούγεννα ὁ ἴδιος Πατὴρ γράφει· «Σήμερον ὁ γεννηθεὶς ἀρρήτως ἐκ Πατρός, ἐκ Παρθένου τίκτεται ἀφράστως»· δὲν μποροῦμε νὰ περιγράψουμε τὴ Γέννησή Του ἀπὸ τὸν Πατέρα οὔτε ὅμως μποροῦμε νὰ ἐκφράσουμε τὴ Γέννησή Του ἀπὸ τὴν Παρθένο. Καὶ συνεχίζει· «Ἀλλὰ τότε μὲν κατὰ φύσιν τοῦ Πατρὸς πρὸ αἰώνων ἐγεννήθη, ὡς ὁ γεννήσας οἶδε»· μόνον ὁ Θεὸς Πατὴρ ποὺ τὸν γέννησε, γνωρίζει πῶς συμβαίνει ἡ προαιώνια γέννησή Του. «Καὶ σήμερον πάλιν παρὰ φύσιν ἐτέχθη»· ἀλλ’ ὑπερφυσικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀνθρώπινη γέννησή Του. «Πάντως, καὶ ἡ ἄνω γέννησις ἀληθὴς καὶ ἡ κάτω γέννησις ἀψευδής», καταλήγει ὁ ἱερὸς Πατήρ.[16] Εἶναι δηλαδὴ τὸ ἴδιο πρόσωπο ὁ Θεὸς ἐκ Θεοῦ ποὺ γεννιέται προαιώνια καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία· Υἱὸς Θεοῦ καὶ Υἱὸς Ἀνθρώπου ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός.
Ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Θεός. Ἄνω ὡς Υἱὸς Θεοῦ μονογενής, κάτω ὡς Υἱός, πάλι μονογενής, τῆς Παρθένου, δηλαδὴ τοῦ Ἀνθρώπου. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει ἀπερίφραστα· «..ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» [17] μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ ὅλη ἡ οὐσία τῆς θεότητος. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ: «Ἄνθρωπος τὸ φαινόμενον, Θεὸς τὸ κρυπτόμενον», διότι «μὴ ἐκστὰς τῆς φύσεως μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος», ζυμώθηκε μὲ τὸ ἀνθρώπινο φύραμα χωρὶς νὰ ἀφήσει στὸ ἐλάχιστο τὴν θεϊκή Του φύση. Γι΄αὐτὸ καὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, καλεῖται νὰ ἑνωθεῖ κάθε ἄνθρωπος. Ὁ πιστὸς Χριστιανὸς ζητεῖ μὲ ταπείνωση τὸ ἔλεός Του, τὴ λύτρωση ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας, γιὰ νὰ ζεῖ μαζί Του μὲ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ κυρίως μὲ τὴν παρουσία Του στὴ Θεία Εὐχαριστία.
«Προσέχετε καλὰ μὴ σᾶς ἐξαπατήσει κανεὶς μὲ τοὺς ἀπατηλοὺς καὶ κούφιους συλλογισμοὺς τῆς ἀνθρωπίνης σοφίας ποὺ στηρίζονται σὲ ἀνθρώπινες παραδόσεις καὶ σὲ λαθεμένη πίστη πρὸς τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ ὄχι στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ», συμβουλεύει πατρικὰ ὁ Ἀπόστολος. Ἂς τὸν ἀκούσουμε.
Συναντῶντας καὶ ἐφέτος τὰ Χριστούγεννα τὸν ἐν Βηθλεὲμ γεννηθέντα Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, «ἂς συνεχίσουμε νὰ ζοῦμε ἑνωμένοι μαζί Του, ριζωμένοι σ΄Αὐτὸν, κατηρτισμένοι, μὲ ἀκλόνητη πίστη, ὅπως τὴ διδαχθήκαμε, πολλαπλασιάζοντάς την μὲ προσευχὲς εὐχαριστίας. Γιατὶ μόνο στὸ Χριστὸ κατοικεῖ σωματικὰ ὅλη ἡ Θεότητα κι ἐμεῖς κοντά Του θὰ νοιώσουμε γεμάτοι ἀπὸ τὴ θεϊκὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ εἶναι ἡ ἀληθινὴ κεφαλὴ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας»[18].
[1] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸ γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Λόγος, PG 56, 387.
[2] Ἔνθ΄ἄνωτ., PG 56, 385.
[3] Α΄Κορ β΄7-8 : «... λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν».
4 Κολ 26-27 « ...ἧς ἐγενόμην ἐγὼ διάκονος κατὰ τὴν οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι εἰς ὑμᾶς, πληρῶσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ δὲ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησεν ὁ Θεὸς γνωρίσαι τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὅς ἐστι Χριστὸς ἐν ὑμῖν, ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης... ».
[5] Β΄Κορ Ϛ΄14-18.
[6] Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Βίβλος Θεολογικῶν, Θεολογικὸς ιγ΄, σὲ J. Darrouzès, Syméon le Nouveau Théologien, Traités théologiques et éthiques (Sources chrétiennes 129), Paris: Éditions du Cerf, 1967.
[7] Φιλ. β΄,5-8.
[8] 3ο τροπ. α΄ ᾨδῆς τοῦ πεζοῦ Κανόνος τῶν Χριστουγέννων, ποιήματος Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ (685-750).
[9] Ἰω α΄,1.
[10] Ἐβρ ζ΄,3.
11 https://www.imaik.gr/?p=9356.
[12] Ἰω α΄,14.
[13] Α’ Τι. γ΄,16.
14 Ἁγ. Θεοδότου Ἐπισκόπου Ἀγκύρας, PG 77; 1117AB: «Ἀλλ΄ οἰκονομίαν Θεοῦ, καὶ διὰ κενώσεως συγκατάβασιν λέγομεν· ὅτι αὐτὸς ὁ Θεὸς Λόγος γέγονεν ἄνθρωπος, οὐ μεταβληθεὶς τὴν φύσιν, ἀλλὰ θαυματουργήσας τὴν ἕνωσιν. Καὶ αὕτη ἡ οἰκονομία πάντα λόγον ἀνθρώπων κινήσασα...Παθεῖν γὰρ ὑπὲρ ἀνθρώπων θελήσας Θεὸς τὰ ἀνθρώπινα, εἶτα τὴν φύσιν ἔχων ἀνεπίδεκτον τῶν παθῶν, κατέβη πρὸς τῷ ἑνωθῆναι τῷ παθητῷ, ἵνα ἡ ἕνωσις τὸ πάθος ποιήσῃ καὶ τοῦ Θεοῦ, ἐπειδήπερ ἡ φύσις τοῦ Θεοῦ τῶν παθημάτων οὐκ ἦν δεκτική».
15 Ἁγ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Βίβλος τῶν Ἠθικῶν, Λόγος ιγ΄, σὲ J. Darrouzès, Syméon le Nouveau Théologien, Traités théologiques et éthiques (Sources chrétiennes 129), Paris: Éditions du Cerf, 1967 : «...μηδενός ὄντος δηλαδὴ τοῦ δυναμένου σῶσαι καὶ αὐτὸν ἐκλυτρώσασθαι, διὰ δὴ τοῦτο οἰκτειρήσας ὁ ποιήσας ἡμᾶς Θεός Λόγος κατῆλθεν, ὡς οἶδε, καὶ ἐγένετο ἄνθρωπος οὐκ ἐκ συνουσίας ἤ ῥεύσεως, ἀλλ᾿ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου. Ἀναλαβών γὰρ ἐκ τῶν πανάγνων αὐτῆς αἱμάτων σάρκα ἐψυχωμένην, ἐγένετο ἄνθρωπος, σάρξ ὅλος αὐτὸς χρηματίσας καὶ γεγονώς, ὁ Υἱός καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ δηλονότι, ἀτρέπτως, ἀναλλοιώτως, καθώς γέγραπται· «Καὶ ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Τοῦτο τὸ πᾶσιν ἀκατάληπτον καὶ πᾶσιν ἀκατανόητον θαῦμα, ὅτι ὁ αὐτὸς καὶ ἄτρεπτος ἔμεινε τῇ θεότητι καὶ ἄνθρωπος γέγονε τέλειος. Καθάπερ γὰρ τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τῆς γῆς ἔπλασεν ὁ Θεὸς καὶ πνεῦμα ζωῆς αὐτῷ ἐχαρίσατο, καὶ ἐγένετο ἄνθρωπος τέλειος εἰς ψυχὴν ζῶσαν ἄνευ συνουσίας καὶ ῥεύσεως, οὕτως ὁ Ἐκεῖνον δημιουργήσας ἄνευ συνουσίας καὶ ῥεύσεως ἄνθρωπος γίνεται· καὶ ὥσπερ ἐκεῖ γέγραπται ἐν τῇ Παλαιᾷ ὅτι ἔβαλεν ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν Ἀδὰμ καὶ ὕπνωσε καὶ λαβὼν μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ ἀνῳκοδόμησε καὶ ἐποίησε τὴν γυναῖκα, οὕτω καὶ ἐνταῦθα πεποίηκε. Πῶς καὶ τίνα τρόπον; Πρόσεχε. Ἡ πλευρὰ τοῦ Ἀδὰμ ἐστιν ἡ γυνή. Ἐξ αὐτῆς οὖν τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀδάμ, ἤγουν ἀπὸ τῆς γυναικὸς αὐτῆς, ἔλαβεν ὁ Θεὸς Λόγος σάρκα ἐψυχωμένην καὶ ᾠκοδόμησεν αὐτὴν εἰς ἄνδρα τέλειον, ἵνα γένηται υἱὸς ἐπ᾿ ἀληθείας τοῦ Ἀδάμ· ἄνθρωπος δὲ χρηματίσας καὶ γεγονὼς ὅμοιος ἡμῖν κατὰ πάντα πλὴν ἁμαρτίας, πάντων εὐθὺς ἀνθρώπων συγγενὴς τὸ κατὰ σάρκα ἐγένετο».
[16] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τὸ γενέθλιον τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Λόγος, PG 56, 387-388 A: « Σήμερον ὁ γεννηθεὶς ἀῤῥήτως ἐκ Πατρὸς, ἐκ παρθένου τίκτεται, ἀφράστως δι’ ἐμέ. Ἀλλὰ τότε μὲν κατὰ φύσιν ἐκ τοῦ Πατρὸς πρὸ αἰώνων ἐγεννήθη, ὡς ὁ γεννήσας οἶδε· σήμερον δὲ πάλιν παρὰ φύσιν ἐτέχθη, ὡς ἡ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐπίσταται χάρις. Καὶ ἡ ἄνω αὐτοῦ γέννησις ἀληθής, καὶ ἡ κάτω γέννησις ἀψευδής, καὶ ἀληθῶς Θεὸς ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθη, καὶ ἀληθῶς ἄνθρωπος ὁ αὐτὸς ἐκ παρθένου ἐτέχθη. Ἄνω μόνος ἐκ μόνου Μονογενὴς, κάτω μόνος ἐκ παρθένου μόνης Μονογενὴς ὁ αὐτός. Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῆς ἄνω γεννήσεως ἀσεβὲς ἐννοῆσαι μητέρα· οὕτω βλάσφημόν ἐστιν ὑπολαβεῖν καὶ ἐπὶ τῆς κάτω γεννήσεως πατέρα ».
[17] Κλ β΄, 9.
[18] Κλ β΄:2-10.