Πάθη καὶ ἀρετές

Πάθη καὶ ἀρετές : “Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...”.
Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου

Μητροπολίτου Αὐστρίας καὶ ἐξάρχου Οὑγγαρίας καὶ Μεσευρώπης κ. Ἀρσενίου

Ἡ περίοδος τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς χαρακτηρίζεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ ἰδιαίτερα στοιχεῖα πνευματικῆς ἀσκήσεως.  Κατ΄αὐτὴν οἱ πιστοὶ καλοῦνται νὰ ἐπιδοθοῦν σὲ ἐντονώτερο ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀποβολὴ τῶν παθῶν προετοιμαζόμενοι νὰ συνοδεύσουν τὸν Κύριο στὴν πορεία Του πρὸς τὸ Γολγοθᾶ. Ἕνας ἀγῶνας εἶναι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ, ὅμως ἰδιαιτέρως ἐκεῖνο τὸ τεσσαρακονθήμερο, ὁ πιστὸς συμμετέχει πιὸ ἐνεργὰ στὸ Πάθος τοῦ Χριστοῦ μὲ σκοπὸ τὴν κάθαρσή του ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἄναστάσεως.

 

Σ΄ αὐτὸ βοηθεῖ πολὺ τὸν πιστὸ τὸ ὅλο ἐκκλησιαστικὸ λειτουργικὸ τυπικὸ, τῆς περιόδου αὐτῆς  μέσα στὸ ὁποῖο ἐμπεριέχεται ἐπαναλαμβανόμενη καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου.

Ἡ προσευχὴ αὐτὴ δὲν θὰ  ἦταν καθόλου ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι συμπυκνώνει ὅλη τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας: Ἀποκοπὴ τῶν παθῶν ( ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας, ἀργολογίας) καὶ ἀντικατάστασή τους μὲ τὶς ἀρετὲς (σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς, ἀγάπης) θὰ ὁδηγήσουν τὸν πιστὸ στὴν αἰώνια ζωή. Ἐπειδὴ ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ πάθη ἀποτελεῖ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν, ἡ συγκεκριμένη προσευχὴ διακρίνεται σὲ τρία μέρη: τὸ πρῶτο μέρος εἶναι ἡ ἱκετευτικὴ παράκληση πρὸς τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὰ τέσσερα κορυφαῖα πάθη, τὰ ὁποῖα θὰ ἀναλύσουμε στὴ συνέχεια τῆς ὁμιλίας μας. Τὸ δεύτερο μέρος εἶναι ἡ ἱκεσία πρὸς τὸν Κύριο γιὰ τὴν ἀπόκτηση τεσσάρων ἀρετῶν καὶ τὸ τρίτο μέρος εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση τῶν ἀνωτέρω μὲ αἴτημα τὴν δωρεὰ τῆς αὐτοκριτικῆς καὶ ἀποφυγὴ τῆς κατακρίσεως.

Πρὶν ἐξετάσουμε ἀναλυτικὰ αὐτὴ τὴν ἰδιαίτερα κατανυκτικὴ προσευχὴ κρίναμε σκόπιμο νὰ ἀναφερθοῦμε στὸν ὁρισμὸ τῶν παθῶν. Τί εἶναι πάθος; Πῶς ὁρίζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας;

Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ τονίσουμε ὅτι τὰ ἴδια τὰ πάθη ἀλλὰ καὶ ἡ κάθαρση ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν κάποιο ψυχολογικὸ φαινόμενο ἐπιφανειακῆς μορφῆς, ἀλλὰ οὐσιαστικὸ βιωματικὸ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μετὰ τὴν πτώση του θεωρεῖ τὴν ἁμαρτία φυσική του ἕξη. Ἡ βιωματικὴ αὐτὴ ἐμπειρία καθιστᾷ σαφέστατα πολὺ δύσκολο τὸν ἐντοπισμὸ τοῦ πάθους ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἁμαρτία. Μόνο μέσα στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος μὲ πάθη μπορεῖ νὰ διαγνώσει καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν κατάστασή του.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος συνδέει τὸ πάθος μὲ τὴν ἐπιθυμία ἡ ὁποία, ὅταν ἑδραιωθεῖ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, γίνεται αἰτία γιὰ τὰ προσωπικά του δεινὰ καὶ γιὰ τὰ δεινὰ τῶν γύρω του. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τονίζει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς ἀφοσιωμένος καὶ στὸ μαμωνᾶ καὶ στὸ Θεό.[1] Πρέπει νὰ ἀπομακρύνει ὁποιαδήποτε ἐπιθυμία ἀμέσως, ἀφήνοντας τὴ ζωή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ[2] ὅπως ἄλλωστε λέμε καὶ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία: “πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα”. Αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀπευθύνεται μόνο σὲ μοναχοὺς ἀλλὰ σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως, ὅπως καὶ ὅλα τὰ λόγια τῶν Πατέρων.[3]

Εἶναι ἀπόλυτη ἡ συμφωνία τῶν Πατέρων καὶ τῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι τὰ πάθη, ποὺ ταλανίζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἱστορία, σὲ ὅλη τὴν ἔκταση καὶ ἔκφρασή τους, δὲν ἀνήκουν στὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὁλόκληρη ἡ πατερικὴ παράδοση καὶ διδασκαλία βλέπει τὰ πάθη ὡς κινήσεις καὶ πράξεις ξένες πρὸς τὴν ἔνθεο ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τά πάθη σχετίζονται ὀντολογικὰ μὲ τὴν ἀνυπαρξία διότι μέσα στὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δημιουργήματος τοῦ Θεοῦ, δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει τίποτα κακό. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι ἡ φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀρετὴ καὶ ὄχι ἡ κακία, ἐννοῶντας ὡς κακία ὅλα τὰ πάθη.[4] Ὁ ἅγιος Κλήμης Ἀλεξανδρείας θεωρεῖ κάθε πονηρὸ πάθος, κάθε κακία, ὡς “ἀλαζονεία τῆς ψυχῆς”.[5]

Ἡ πτώση δὲν εἶναι πρόβλημα ὀντολογικὸ ἀλλὰ αὐστηρὰ ἀνθρωπολογικό. Γι΄ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε γιὰ ὀντολογία ἀλλὰ μόνο γιὰ φαινομενολογία τοῦ πάθους. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη γιὰ τὴν διαστροφὴ τῆς τάξεως, ποὺ παραμορφώνεται ἀπὸ τὰ πάθη εἶναι διαδεδομένη καὶ κοινὴ σὲ ὅλους τοὺς μεγάλους Πατέρες καὶ γενικὰ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς.[6] Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναφέρει ὅτι τὰ πάθη εἶναι “ὁδοὶ διεστραμμέναι πάντως καὶ σκολιαί[7] καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι γιὰ τὴν δημιουργία τους εὐθύνονται ἡ “ἀμετρία” καὶ ἡ “παράχρηση”.[8] Ἡ ξένη πρὸς τὸ μέτρο τῆς φύσεως ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ σώματος γεννᾷ τὰ πάθη καὶ ὑποκινεῖ τὴν σαρκικὴ ἀκολασία.

Ὁ ἄνθρωπος προβαίνει στὸ «παρὰ φύσιν» καὶ στὰ πάθη μὲ τὴν ἄρνηση τῆς «κατὰ φύσιν» ζωῆς καὶ ἀναφορᾶς του, δηλαδὴ μὲ τὴν ἄρνηση τῆς σχέσεώς του μὲ τὸ Θεό. Αὐτὴ ἡ ἄρνηση ὁδηγεῖ σὲ καταστροφικὲς συνέπειες σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ζωῆς του διότι ὁ ἴδιος ἐπέλεξε τὴν ἀπομόνωσή του ἀπὸ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κατὰ Θεὸν βιοτή. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ὑποδουλωμένος στὰ χειρότερα ψυχικὰ πάθη γιατὶ ὁ ἴδιος ἐπιτρέπει νὰ ἀναπτυχθοῦν μέσα του διάφορες ἐπιθυμίες. Μ΄ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ ἑκούσια ἄγνοια τοῦ Θεοῦ καὶ προσκολλᾶται νοσηρά στὶς αἰσθήσεις, ζῶντας μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει ὡς «τὸ φρόνημα τῆς σαρκός».[9]

Πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ ἔννοια τῆς ἐπιθυμίας, ὅταν βρίσκεται στὰ κατὰ φύσιν πλαίσια, δὲν ἀποτελεῖ ἁμαρτωλὸ πάθος. Ἡ ἐπιθυμία εἶναι βασικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς ποὺ μπορεῖ ὄχι μόνο νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ ζεῖ «κατὰ φύσιν» ἀλλὰ καὶ νὰ ζεῖ «κατὰ Θεόν». Ἡ ἐπιθυμία μπορεῖ νὰ εἶναι ἔλλογη γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ἢ νὰ εἶναι θανατηφόρος πνευματικὰ ὅταν μετατρέπεται στὸ ἀντίστοιχο πάθος.

Παρατηροῦμε ὅτι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀρέσκεται στὸ νὰ ρέπει καὶ νὰ προσκολλᾶται στὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες ποὺ τὸν χωρίζουν ἀπὸ τὸ Θεό. Κατὰ συνέπεια τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη ἔχουν τὴν ρίζα τους στὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι στὴ φύση του καθὼς ἡ ἁμαρτία διαπράττεται μόνο μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὴ θέλησή του. Ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου δίνει ὑπόσταση στὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία.[10] Ὅπως ἀναφέρει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος: “ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξέλκεται καὶ δελεάζεται ὁ ἄνθρωπος. Ἡ γὰρ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία τελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον”.[11]

Εἶναι σημαντικὸ νὰ τονισθεῖ ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅπως καὶ ὅλη η Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας δὲν ταυτίζει τὸν πειρασμὸ μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸ πάθος, ὅπως ἔκαναν οἱ Μεσσαλιανοί, διότι γιὰ νὰ συντελεσθεῖ ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου.[12] Μὲ τὴ συγκατάθεσή του πιστεύει μόνο στὸν ἑαυτό του καὶ χάνει τὴ «μνήμη Θεοῦ». Ὅταν δὲν συγκατατεθεῖ στὴν τέλεση τῆς ἁμαρτίας, τότε δέχεται εὐλογία ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος δοκίμασε ἔτσι τὴ γνησιότητα τῆς πίστης του. Ἡ ἀρχὴ τῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται ἄλλωστε, σύμφωνα μὲ τὴν ἁγιογραφικὴ καὶ πατερικὴ Παράδοση, στὸ γεγονὸς τῆς πτώσεώς του. Αὐτὴ ὁδήγησε τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ σὲ πνευματικὴ διαφθορά.[13]

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἀναφέρει ὅτι τὰ πάθη εἶναι οἱ γνήσιοι καρποὶ τῆς ψυχικῆς διαστροφῆς. Ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση ὁδηγήθηκε σὲ ψυχικὴ ἀνισορροπία, ἀφοῦ οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἐκτελοῦσαν ἀφύσικες λειτουργίες.[14] Ἡ πατερικὴ Παράδοση τονίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπιδιώκοντας καὶ ἀκολουθῶντας μὲ ἄμετρο καὶ ἀκόρεστο τρόπο τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου ποὺ γεννιοῦνται ἀπὸ τὴ φιλία πρὸς τὸ σῶμα, καλύπτει τὴν ψυχή του μὲ ὅλα τὰ ἄσχημα πάθη. Ἐπειδὴ ἡ ἡδονὴ τοῦ κόσμου τούτου ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο διὰ τῶν αἰσθήσεων, ὅσο περισσότερα εἶναι τὰ ἐρεθίσματα  στὶς  ἀνθρώπινες αἰσθήσεις τόσο διαφορετικὰ εἶναι καὶ τὰ πάθη ποὺ προκύπτουν ἀπ΄ αὐτές.[15] Μόλις ὁ ἄνθρωπος ἀνοίξει τὴ θύρα τοῦ νοῦ στὰ πάθη, ὁ νοῦς σκορπίζεται καὶ περιπλανᾶται συνεχῶς σὲ σαρκικά, γήινα καὶ ἐμπαθῆ πράγματα.[16]

Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὅλα τὰ πάθη ἔχουν σύνδεση μεταξύ τους. Ἀποτελοῦν μιά ἁλυσίδα ἀπὸ κρίκους ποὺ ὁ ἕνας ἑνώνεται μὲ τὸν ἄλλον. Ἕνα παράδειγμα εἶναι τό πάθος τῆς ὀργῆς ποὺ προκαλεῖ τὴν λοιδορία, τὴν αἰσχρολογία, τὴν ἀπάτη, τὴν μεγαλαυχία, τὴν ὕβρη, ἀκόμη καὶ τὸν φόνο. Ἕνα ἄλλο παράδειγμα εἶναι ἐκεῖνο τοῦ ἐγωισμοῦ ποὺ συνδέεται μὲ τὴν οἴηση καὶ τὴν ὑπερηφάνεια οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦν στὴν ὑποκρισία.[17]  Ὅπως ἤδη σημειώθηκε παραπάνω δὲν ὑπάρχει τὸ κακὸ πρὶν τὸ πάθος. Τὸ κακὸ ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄνθρωπος θὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ πλαίσια τοῦ «κατὰ φύσιν» καὶ θὰ περάσει στὸ «παρὰ φύσιν», δηλαδὴ στὴν ἐφάμαρτη κατάσταση. Ὅταν τὰ σαρκικὰ πάθη ὑποδουλώσουν τὴν ἀκοή, τὴν ὅραση, τὴ γεύση, τὴν ἁφὴ καὶ τὴν ὄσφρηση, τότε ἕλκουν ὅ,τι βδελυρότερο ὑπάρχει.

Αὐτὴ ἡ κατάφαση στὴν ἁμαρτία ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ τὴν ἄρνηση πρὸς τὸν Θεό. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ Γραφὴ χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη «ἄφρων» γιὰ νὰ παρουσιάσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀρνεῖται τὸν Θεό.[18] Ἡ ἀφροσύνη δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ κατάσταση. Εἶναι ἡ ὅλη τοποθέτηση τῆς σκέψεως τοῦ ἀνθρώπου. Προσανατολίζει τὴν ὕπαρξή του μακρὰν τοῦ Θεοῦ κατ΄ ἐπιλογήν.[19] Στὴν πτώση καὶ στὴν ἀλλοτρίωση τοῦ ἀνθρώπου δέν ὑπάρχουν στεγανὰ ποὺ χωρίζουν τὸ ἕνα πάθος ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ σύγχυση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνει π.χ. ποῦ ἀρχίζει ἡ ἀνάγκη καὶ ποῦ ἡ πλεονεξία. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τότε ἀνοίγει τὴν πόρτα στὸν ἐγωισμὸ καὶ ὁ ἐγωισμὸς σὲ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα πάθη. Ὑπάρχουν ἀκόμη τὰ πάθη ἐκεῖνα πού, ἐνῷ φαίνονται ἀσήμαντα, κυοφοροῦν ἄλλα πολὺ σοβαρότερα πάθη. Αὐτὰ τὰ πάθη ἐπιτίθενται στὸν ἄνθρωπο σὰν θηρία, τὸν καιρὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς νηστείας.[20]

Τὸ πάθος καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι πρόξενοι θανάτου, διότι δὲν ἀφήνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ πραγματοποιήσει τὸ καθ΄ ὁμοίωσιν.[21] Ὁ πνευματικὸς θάνατος εἶναι ἡ στέρηση τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἡ συζυγία μὲ τὴν ἁμαρτία.[22] Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ θέλησή του ἐγκαταλείπει τὸν Θεό, ἀφοῦ μὲ τὴ θέλησή του ἁμαρτάνει. Ἡ βούλησή του δὲν παραβιάζεται ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι πάντοτε ἐλεύθερη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὑπεύθυνος γιὰ τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ εἶναι μόνο ὁ ἄνθρωπος.[23] Ἡ αὐτονόμηση τῆς ἀτομικῆς θέλησης καὶ φύσης ἀλλοιώνει τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁδηγεῖ σὲ ἔκπτωση τοῦ “εἶναι” του, σὲ κρίση καὶ σὲ θάνατο. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἔλεγε ὅτι: “αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τὸ φῶς ἐλήλυθεν εἰς τὸν κόσμον, καὶ ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς”.[24] Ὁ ἄνθρωπος καθιστᾶ νεκρὴ τὴν «κατὰ φύσιν» ἀθάνατη ψυχή του. Αὐτὴ τὴ νέκρωση ἐννοεῖ ὁ Χριστός ὅταν λέει στὸν μαθητή του ποὺ θέλει νὰ θάψει τὸν πατέρα του: “ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς”.[25]

Ἡ φθορὰ καὶ ἡ ἁμαρτία δημιουργοῦν στὸν ἄνθρωπο τὸ φόβο, τὴν ἀγωνία, τὴν ἰδιοτέλεια καὶ κατὰ συνέπεια, τὴν παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση εὑρισκόμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πάθη του, ποὺ γιγαντώνονται, παρακινεῖται μόνο στὴν ἁμαρτία καὶ μετατρέπει τὴ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο σὲ ἰδιοτέλεια καὶ τίποτε περισσότερο. Ἔτσι “ἡ λογικὴ ψυχὴ μὴ μόνον ἀργίαν πάσχει τῆς πρὸς ἀγαθὸν ἐνεργείας χωρισθεῖσα Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐνεργὸς καθ΄ ἑαυτῆς γίνεται τῇ πρὸς τὰ χείρῳ ροπῇ, μέχρις ἂν οὕτως ἀνεπιστρόφως ἡ ἀθλία βιοῦσα, νῦν μὲν τῷ τοῦ σώματος χωρισμῷ, ἐν τῷ καιρῷ δὲ τῆς κρίσεως μετὰ σώματος τῷ ἀλύτῳ καὶ ἀφορήτῳ δεσμῷ παραδοθῇ τῆς αἰωνίου κολάσεως”.[26] Ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς ἔχει ἀμέσως συνέπειες καὶ στὸ σῶμα. Δὲν ἐξαχρειώνει μόνο τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμά του, μετατρέποντάς το ἀπὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος σὲ πολυπαθὲς καὶ πολύμοχθο, παγιδευμένο στὸ πάθος.[27]

Εἶναι ἐξάλλου κοινὸ σημεῖο στὴ διδασκαλία ὅλων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲν ζεῖ ἀλλὰ ἁπλῶς ἐπιβιώνει, χρησιμοποιῶντας γι΄ αὐτὸ σὰν στηρίγματα τὰ ἀδιάβλητα πάθη, ποὺ εἶναι οἱ βιολογικὲς ἀνθρώπινες λειτουργίες.[28] Ὁ ἄνθρωπος ἐπιβιώνει μὲ τὸν Νόμο, ὅμως ὁ Νόμος κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι ἡ δύναμις τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ “κέντρον τοῦ θανάτου”.[29] Σωματικὰ ἐπιβιώνει μὲ τὴν τροφὴ ποὺ καὶ αὐτὴ εἶναι θνητή, γι΄ αὐτὸ μετὰ τὴν πτώση τὸ ἀνθρώπινο σῶμα ὑπόκειται στὸ θάνατο. Ὡς γένος, ἐπίσης, ὁ ἄνθρωπος ἐπιβιώνει μὲ τὴν ἀναπαραγωγὴ τοῦ εἴδους του ἔχοντας τὶς αἰσθήσεις καὶ τὶς δυνάμεις τῆς βιολογικῆς ζωῆς.[30]

Μόλις ἐνδώσει ἡ ψυχὴ στὰ πάθη, πρῶτος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ ὁ νοῦς, ὁ ὁποῖος σκορπίζεται καὶ περιπλανᾶται στὶς πολύμορφες ἡδονὲς καὶ στοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς καὶ γίνεται ἢ κτηνώδης ἢ δαιμονιώδης. Μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς κανόνες τοῦ «κατὰ φύσιν» ἀρχίζει νὰ γεννᾶται στὸν ἄνθρωπο ἡ ἐπιθυμία γιὰ ἀπόκτηση ἀγαθῶν καὶ προοδευτικὰ αὐτὴ καταντᾷ ἀκόρεστη. Δὲν γνωρίζει κανένα φραγμὸ καὶ κανένα μέτρο.[31]Ἐλάβομεν νοῦν καθηγεμόνα καὶ αὐτοκράτορα” ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸν μετατρέψαμε σὲ “δοῦλον τῶν ἀλόγων παθῶν” μας, ἐπισημαίνει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, καὶ συνεχίζει: “Ἐτιμήθημεν λόγῳ παρὰ πάντα τὰ ζῶα, καὶ ὑπηρέτην αὐτὸν ἡμεῖς τῶν τοιούτων παθῶν ἀποδείξαντες ἀτιμότεροι καὶ τῶν ἀλόγων ζώων γεγόναμεν”.[32] Κάθε ἀπογοήτευση ἢ ἐπίτευξη κακῶν ἐπιθυμιῶν ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀκηδία, ποὺ αἰχμαλωτίζει ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ἡ ἐπιδίωξη τῶν ἡδονῶν τοῦ κόσμου τούτου προκαλεῖ ἐξάλλου τὸν φθόνο στὴν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καὶ καταστρέφει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον.

Ὅταν νοσεῖ ἡ ψυχή, ἡ θεραπεία πρέπει νὰ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς. Ἂν δὲν θεραπευθεῖ πρῶτα ἡ ἐπιθυμία, τὸ θυμικό τῆς ψυχῆς θὰ νοσεῖ διαρκῶς, διότι ἐξάπτεται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία.[33] Ἡ βασικὴ πατερικὴ ἄποψη σχετικὰ μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή, θεωρεῖ τὴν ἄσκηση ὡς μέσο θεραπείας τῆς ψυχῆς. Ἡ κακοπάθεια τοῦ σώματος καὶ ἡ σύμμετρη ἐγκράτεια ἀπὸ τὶς τροφὲς γιὰ νὰ μὴν γίνεται τὸ σῶμα ἰσχυρότερο ἀπὸ τὴν διάνοια εἶναι ἀπὸ τὶς ἀφετηριακὲς προϋποθέσεις τῆς θεραπείας. Τότε μόνο ὁ νοῦς θὰ ταπεινωθεῖ καὶ θὰ ἐλέγχει τὴν ἐπιθυμία.

Μετὰ ἀπὸ τὴν σύντομη προσέγγιση τῆς ἐννοίας τοῦ πάθους στὴν πατερικὴ σκέψη, ἐρχόμαστε στὴν ἀνάλυση τῆς προσευχῆς τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου : εἶναι ἡ εὐχὴ στὴν ὁποία ἐκφράζεται μὲ πληρότητα τὸ ἀσκητικὸ πνεῦμα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.[34]

Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς.

Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ Σῷ δούλῳ.

Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ἡ προσευχὴ ἀρχίζει μὲ τὴ φράση: “Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...”. Ἡ φράση αὐτὴ εἶναι εἰλημμένη ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Σοφίας Σειράχ (23,1) τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀρχίζει μὲ τὴν προσφώνηση τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐπίκλησή Του, ἀποκαλῶντάς Τον “Κύριον” δηλαδὴ κυρίαρχο τῆς ζωῆς του. Ἡ φράση αὐτὴ δηλώνει ἐπίσης τὴ σχέση τῆς ἐλεύθερης ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς πρὸς τὸν Θεό.  Ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Κύριος τῆς ζωῆς, ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου Τοῦ ἀνήκει. Ἐκεῖνος ἀποφασίζει γιὰ ὅλα χωρὶς νὰ καταλύει τὸ αὐτεξούσιο καὶ τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία ποὺ χορήγησε ἀμέσως μὲ τὴν δημιουργία στὸν ἄνθρωπο, ἀποδεχόμενος καὶ τὴν ἐπιλογή του γιὰ χωρισμὸ ἀπὸ Αὐτόν. Ἡ δεσποτεία εἶναι μία ὁμολογία ἀφοσίωσης, ἀφιέρωσης καὶ πλήρους ἐμπιστοσύνης στὸ Θεό. Ὑποδηλώνει τὴν εὐεργετικὴ ταπεινοφροσύνη τοῦ προσευχομένου ποὺ εἶναι βασικὴ προϋπόθεση γιὰ μιὰ καθαρὴ προσευχὴ καὶ βέβαια ἀποτελεῖ ὁμολογία πίστεως.

Μετὰ τὴν ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπὸ μόνη της ἀποτελεῖ τὸ πρῶτο μέρος αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ προβαίνει στὴν ἔκφραση τῶν αἰτημάτων του πρὸς τὸ Θεό, τὰ ὁποῖα εἶναι πνευματικῆς φύσεως.“Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῷς” εὔχεται ὁ Ὅσιος. Ἀμέσως γεννᾶται τὸ ἐρώτημα ἂν εἶναι ὁ Θεὸς Ἐκεῖνος ποὺ δίνει τὸν πειρασμὸ τῶν παθῶν στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀπάντηση βεβαίως, ὅπως προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι κατηγορηματικὰ ἀρνητική. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐντοπίζει τὴν πτώση στὸν πειρασμὸ καὶ τὸν ψυχικὸ θάνατο, στὴν ἐγκατάλειψη τοῦ πιστοῦ ἀπὸ τὸ Θεό.[35] Οἱ πειρασμοὶ παραχωροῦνται ἀπὸ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος μπορεῖ ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ προβεῖ σὲ κατάλυση τῆς ἐλευθερίας ποὺ ὁ ἴδιος ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο. Στὴν οὐσία ὁ ἄνθρωπος ἐγκαταλείπει τὸ Θεό ὅταν μὲ τὴ θέλησή του ἁμαρτάνει. Εἶναι λοιπὸν ὁ ἴδιος ὑπεύθυνος γιὰ τὴν κατάστασή του. Ὁ ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητὴς λέγει ὅτι μὲ ὑπομονὴ πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ διέρχεται τὸ στάδιο τοῦ πειρασμοῦ καὶ νὰ μὴν ἀναζητεῖ αἰτίες, ἀλλὰ νὰ εὐχαριστεῖ τὸ Θεὸ γιὰ ὅ,τι τοῦ συνέβη. Ἀναφέρει ὡς αἰτία παραχωρήσεως τοῦ πειρασμοῦ ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸν ἔλεγχο τῆς πνευματικῆς καταστάσεως τοῦ πιστοῦ.[36] Ἄρα οἱ πειρασμοὶ στόχο ἔχουν τὴν τελείωση τοῦ πιστοῦ καὶ τὴν ἀποκατάστασή του, μέσῳ τῆς μετανοίας, τῆς σχέσεώς του μὲ τὸν Θεό.

Κατὰ τὸν Ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, τὰ λυπηρὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν γίνονται γιὰ τὴν παιδαγώγησή μας ἢ τὴν ἐξάλειψη παλαιῶν ἁμαρτιῶν ἢ γιὰ τὴν διόρθωση τῆς παρούσης ἀμελείας μας καὶ γιὰ τὴν ἀποτροπὴ μελλοντικῶν ἁμαρτιῶν. Καθὼς ὁ ἄνθρωπος συναισθάνεται τὴν κατάστασή του, ἀποβλέπει στὸ Θεὸ καὶ Τὸν εὐχαριστεῖ, ἀκόμη καὶ γιὰ ὅ,τι δὲν εἶναι ὅπως ὁ ἴδιος τὸ ἤθελε ἀλλὰ ὅπως ἔκρινε ὁ Θεὸς ὅτι εἶναι τὸ συμφέρον. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει ὅτι ὁ συνετὸς ἄνθρωπος, καθὼς ἀναλογίζεται τὸ θεραπευτικὸ ἀποτέλεσμα τῶν κρίσεων τοῦ Θεοῦ, ὑπομένει μὲ εὐχαριστία τοὺς πειρασμοὺς ποὺ αὐτὲς ἐπιτρέπουν νὰ τοῦ συμβοῦν, θεωρῶντας αἰτία τους τὶς ἁμαρτίες του καὶ ὄχι ἄλλον. Ὁ ἀσύνετος, ἀντίθετα, ἐπειδὴ ἀγνοεῖ τὴν πάνσοφη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἁμαρτάνει καὶ παιδαγωγεῖται μὲ πειρασμούς, θεωρεῖ αἰτία αὐτῶν τὸ Θεὸ ἢ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει πραγματικὰ νὰ σωθεῖ, τονίζει ὁ Ἅγιος, δὲν ἀντιστέκεται στὰ θεραπευτικὰ φάρμακα, τὶς θλίψεις ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τοὺς πειρασμούς.[37]

Τὸ πρῶτο πάθος στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ εἶναι ἐκεῖνο τῆς ἀργίας. Ἀργία ὀνομάζεται ἡ ψυχόλεθρος ὀκνηρία καὶ ἡ παθητικότητα τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἀργία εἶναι ἡ ἀπραξία καὶ ἡ ράθυμη κατάσταση γιὰ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς εἶπε ὅτι “ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγὼ ἐργάζομαι”(Ἰω.5,17). Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο καὶ συνεχίζει νὰ τὸν φροντίζει καὶ νὰ τὸν συντηρεῖ χωρὶς νὰ τὸν ἐγκαταλείπει. Ἡ ἐργασία κατανοεῖται, μέσα στὸ πλαίσιο αὐτό, ὡς συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἡ πνευματικὴ ἐργασία ἔχει πολὺ περισσότερο αὐτὴ τὴ σημασία. Οἱ Πατέρες ἀναφέρουν ὅτι ἡ ὀκνηρία φέρνει ἄκοπα τὰ πάθη, ἐνῷ ὁ κόπος εἶναι μῖσος πρὸς αὐτά.[38] Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σὲ κατάσταση ὀκνηρίας εἶναι ἐπικατάρατος, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ. Δὲν εἶναι γιὰ τίποτα χρήσιμος καὶ προκαλεῖ τὸ γογγυσμὸ σὲ ὅσους τὸν βλέπουν σὲ μιὰ τέτοια κατάσταση.[39] Ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι ἡ ὀκνηρία, μαζὶ μὲ τὸ πάθος τῆς ἀμελείας, προκαλεῖ συσκότιση στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν μετατρέπει σὲ πειθήνιο ὄργανο, σὲ δοῦλο, τῶν σκοτεινῶν ἐπιθυμιῶν του.[40]

περιέργεια εἶναι τὸ πάθος ποὺ συνδέεται ἄμεσα μὲ ἐκεῖνο τῆς ἀργίας. Πρόκειται πράγματι γιὰ μιὰ νοσηρὴ πνευματικὴ διάθεση στὴν ὁποία περιέχεται ὑπεροψία ἀπὸ ἔλλειψη ἐπιγνώσεως καὶ ἀπουσία μετανοίας.  Ἀποτελέσματα τῆς περιεργείας, ἐξωτερικὰ μὲν εἶναι ἡ πρόκληση τῆς ἀντιπαθείας καὶ ἀποστροφῆς τῶν ἐνοχλουμένων συνανθρώπων καὶ ἐσωτερικὰ ὁ ψυχικὸς ὄλεθρος. Πῶς θεραπεύεται τὸ πάθος τῆς περιεργείας; Μὲ ταπείνωση καὶ συντριβὴ καρδίας, δηλαδὴ μὲ ἐπανάκτηση τῆς δυνατότητας προσβάσεως στὸν ἐσώτερο ἑαυτό του, ὁ περίεργος συγκεντρώνει τὴν προσοχή του στὸν ἑαυτό του. Ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι ἡ περιέργεια ὁδηγεῖ συχνὰ καὶ κυρίως νέους ἀνθρώπους σὲ ἐφάμαρτες καταστάσεις μὲ φοβερὲς ἐπιπτώσεις. Ἡ περιέργεια ἀναφέρεται ὡς ἀρρώστια ἀπὸ τοὺς Πατέρες: Μία ἀσθένεια ποὺ χαρακτηρίζει ἐκείνους ποὺ θέλουν νὰ περιεργάζονται τὴν ἀπόρρητο σοφία τοῦ Θεοῦ, νὰ ἐλέγχουν τὰ πάντα ἀκόμη καὶ τὴν πρόνοια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ἀναφέρεται μάλιστα τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Χριστὸ ὄχι μόνο μὲ τὸ ἀποστολικὸ χάρισμα ἀλλὰ καὶ μὲ μεγάλες ἀποκαλύψεις. Ὅταν ὁ κορυφαῖος Ἀπόστολος ἔπεφτε στὸ σφάλμα νὰ περιεργαστεῖ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἀμέσως ὀπισθοχωροῦσε ἀναλογιζόμενος ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν γιὰ τὸ πλάσμα νὰ ἐπεξεργάζεται τὸν Πλάστη του.[41] Οἱ Πατέρες συμβουλεύουν τὸν ἄνθρωπο, ἂν θέλει νὰ ἔχει περιέργεια, νὰ τὴν στρέψει πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς πράξεις του, πρὸς τὸ βίο του, καὶ νὰ ἐξετάσει τὶς εὐθύνες ποὺ ἔχει γιὰ τοὺς λόγους καὶ τὶς ἐνέργειές του, ὥστε νὰ μὴν ὁδηγηθεῖ σὲ αἰώνιο χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό.[42]

Στὴν συνέχεια τῆς εὐχῆς παρατηροῦμε ὅτι ἀμέσως μετὰ τὴν περιέργεια, ὁ Ὅσιος ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴν ἐπιτρέψει νὰ πέσει στὸ πάθος τῆς φιλαρχίας. Κατατάσσει μάλιστα  τὴ φιλαρχία ἀνάμεσα στὰ τέσσερα φοβερώτερα πάθη ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος. Ἀναφέρει μαζὶ μὲ τὴ φιλαρχία, τὴ φιλαργυρία, τὴν κενοδοξία καὶ τὴ φιλαυτία, ὅλα ἄμεσα συνδεόμενα μεταξύ τους. Θεωρεῖ ὅτι ἡ φιλαρχία εἶναι πάθος ποὺ δύσκολα θεραπεύεται ἂν καὶ γιὰ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι τίποτα ἀδύνατο. Ἡ φιλαρχία ἐκριζώνεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐμφανίσεώς της μόνον μὲ τὴν ἔντονη προσευχή. Σέ ἀντίθετη περίπτωση ὁ ἄνθρωπος γίνεται πολὺ εὐάλωτος ἀπὸ τὸ πάθος αὐτὸ καὶ τὶς ἐπιθυμίες ποὺ τὸ συνοδεύουν.[43] Δὲν πρέπει νὰ παραβλέπουμε ὅτι τὸ πάθος τῆς φιλαρχίας παρ΄ ὀλίγο νὰ κυριεύσει καὶ τοὺς Μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ὅταν ἔριζαν γιὰ τὸ ποιός θὰ εἶναι πρῶτος καὶ ποιός θὰ ἀπολαμβάνει περισσότερα ἀξιώματα. Ὁ Χριστὸς ὅμως ἔσπευσε ἀμέσως νὰ διορθώσει τοὺς λογισμοὺς τῶν Ἀποστόλων.[44] Ἡ φιλαρχία εἶναι πάθος ἰδιαίτερα σφοδρό, ἱκανὸ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὸ νὰ χάσει τὴν ψυχή του, ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: “Δεινὸν γὰρ ἡ φιλαρχία, δεινὸν καὶ ψυχὴν ἱκανὸν ἀπολέσαι”.[45] Τὰ αἴτια αὐτοῦ τοῦ πάθους ἀνάγει ὁ ἱερὸς Πατὴρ στὴν ἐπιθυμία τὴν ὁποία θεωρεῖ μητέρα ὅλων τῶν αἱρέσεων: “...ὅτι φιλονεικία, καὶ στάσις καὶ φιλαρχία καὶ ἀπόνοια ταύτης τῆς πλάνης αἴτιαι αὐτῆς ἐγένοντο. Ἡ γὰρ τῶν αἱρέσεων μήτηρ ἡ τῆς φιλαρχίας ἐστὶν ἐπιθυμία”.[46] Ἡ φιλαρχία εἶναι πάθος ἰδιαίτερα καταστροφικὸ καὶ ὅταν ἐμφανίζεται στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ προκαλέσει πολὺ μεγάλα προβλήματα. Οἱ συνέπειές της ἔχουν ἀφήσει ἔντονα ἴχνη στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία καθὼς αἱρεσιάρχες καὶ σχισματικοί, μὲ τὶς δοξασίες τους, ταλάνισαν τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.[47]

Ἡ φιλαρχία χαρακτηρίζεται ἐπίσης ὡς μέθη ποὺ μαζὶ μὲ τὴν φιλοδοξία ὁδηγεῖ στὸν φθόνο πρὸς τὸν συνάνθρωπο, τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν καταλαλιά. Κάνει τὴν ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ νὰ ξεχνᾷ τὸ ὁποιοδήποτε εἶδος σοφίας καὶ συνέσεως[48] καὶ νὰ παρουσιάζει στοιχεῖα ποὺ δὲν τὰ συναντᾷ κανείς πολλές φορές οὔτε στοὺς ἀθέους, ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.[49] Καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ μισήσει τὴν φιλαρχία, ὡς μέγα θάνατο, ὡς ἀπώλεια τῆς ψυχῆς του καὶ ὡς αἰωνία κόλαση. Γι αὐτὸ τὸ λόγο καλεῖται νὰ ἀποφύγει τὶς τιμές, τὶς δόξες καὶ τοὺς ἐπαίνους ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.[50] Ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος  θεωρεῖ τὴν φιλαρχία ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ βίαια καὶ κρυφὰ πάθη, συνοδευόμενο ἀπὸ πλῆθος ἄλλων καταστροφικῶν παθῶν ὅπως π.χ. τὸ  δόλο, τὴν κακοήθεια, τὸ μῖσος κτλ.[51]

Τὸ τελευταῖο πάθος κατὰ τοῦ ὁποίου παρακαλεῖ ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ τὸ Θεό εἶναι ἡ ἀργολογία. Τίποτε δὲν ἀφανίζει περισσότερο τὴν ἀρετή ὅσον ἡ ἀργολογία. Ἀντίθετα ἡ ψυχὴ ἀνακαινίζεται ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.[52] Ἂν πραγματικὰ σκεφτόμασταν, λένε οἱ Πατέρες, τὶς συνέπειες  γιὰ κάθε ἀργὸ “ρῆμα”ποὺ ἐξέρχεται τοῦ στόματός μας, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, δὲν θὰ τολμούσαμε νὰ συγκατανεύσουμε σὲ αὐτὸ τὸ πάθος.[53] Ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ κατατάσσει τὴν ἀργολογία στὰ ἔργα τοῦ σατανᾶ καὶ τὴ βάζει μετὰ τὴ μέθη, γιὰ νὰ τονίσει τὰ φοβερὰ ἀποτελέσματα ποὺ ἔχει.[54] Δὲν πρέπει νὰ παραβλέψουμε ὅτι ἡ λέξη “ἀργολογία”προκύπτει ἀπὸ τὸ ἐπίθετο ἀργὸς καὶ τὸ ρῆμα λέγω. Δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ μιλᾷ εὑρισκόμενος σὲ κατάσταση ἀργίας, πάθος φοβερὸ καὶ στὸ ὁποῖο ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ.

Πότε ὅμως τὰ λόγια ποὺ ἐκστομίζει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀργολογία καὶ πότε ὠφελοῦν τὸν ἴδιο καὶ τὸν πλησίον; Ποιά εἶναι τὰ ὅρια τῆς ἀργολογίας; Ὁ Μ. Βασίλειος στὰ Ἀσκητικά του τονίζει ὅτι κάθε λόγος ποὺ δὲ στρέφει τὸν ἄνθρωπο πρὸς τὸν Κύριο εἶναι “ἀργός”. Ὁ κίνδυνος ἀπὸ τὸν ἀργὸ λόγο, τὸν περιττὸ λόγο, βρίσκεται στὸ ὅτι φαινομενικὰ εἶναι καλὸ αὐτὸ ποὺ συζητεῖται ἀλλὰ ὄχι πρὸς οἰκοδομὴν τῆς πίστεως γι΄ αὐτὸ καὶ γίνεται αἰτία νὰ λυπήσει ὁ ἄνθρωπος τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ ἴδιο προτρέπει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας ὅτι “πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν μὴ ἐκπορευέσθω”,[55] ἀλλὰ μόνον ἂν εἶναι ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομὴ καὶ ἐνίσχυση ἐκείνου ποὺ τὸν ἀκούει.[56]

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ ἐξετασθεῖ γιὰ τὸ πάθος αὐτὸ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θὰ βρεθεῖ σίγουρα ἔνοχος καὶ θὰ χάσει τὴν ψυχή του.[57] Γι΄ αὐτὸ πρέπει πάντα νὰ προσέχει καὶ νὰ μὴν παρασύρεται σὲ ἀνώφελες καὶ ψυχοκτόνες συζητήσεις.

Μετὰ ἀπὸ τὴν παράκληση ποὺ κάνει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ πρὸς τὸ Θεό, γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῶν παθῶν ποὺ ἀναφέραμε, ζητεῖ ἀπὸ Ἐκεῖνον νὰ τοῦ δώσει τὶς ἀρετὲς μὲ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ κοσμεῖται ὡς χριστιανός: “Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ”. Δὲν εἶναι τυχαία ἡ σειρὰ μὲ τὴν ὁποία ὁ ὅσιος παραθέτει τὶς ἀρετές, ἀφοῦ τὰ πάντα ξεκινοῦν ἀπὸ τὴν σωφροσύνη, περνοῦν μέσα ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ὑπομονὴ γιὰ νὰ καταλήξουν στὴν ἀγάπη, χωρὶς τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ τὸ οἰκοδόμημα τῶν ἀρετῶν καὶ κάθε ἀσκητικὸς ἀγῶνας καθίσταται μάταιος. Τὶς ἀρετὲς τὶς χαρίζει μόνο ὁ Κύριος καὶ ἐμεῖς, ὡς συνετοὶ δοῦλοι, περιμένουμε ζητῶντας τὸ ἔλεός Του νὰ τὶς λάβουμε. Δὲν εἶναι δικό μας ἀπόκτημα οἱ ἀρετές, ὅπως τίποτα ἐξάλλου δὲν μᾶς ἀνήκει.

Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ σωφροσύνη τῆς Ἐκκλησίας δὲ σχετίζεται μὲ τὴν κοσμικὴ σωφροσύνη. Σώφρων γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει σώας τὰς φρένας πνευματικά. Ἐκεῖνος ποὺ φρονεῖ σωστά. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ὑπακούει στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ στὶς ἐντολές του. Στὴν ἀντίθετη θέση εἶναι ὁ ἄφρων ποὺ νομίζει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει καὶ μπορεῖ ὁ ἴδιος ἀσύδοτα νὰ πράττει ὅπως νομίζει. Ἡ σωφροσύνη, κατὰ τὸν ὅσιο Ἐφραὶμ τὸ Σῦρο, ἀνήκει στὶς τέσσερις μεγάλες ἀρετὲς ἐκ τῶν ὁποίων ἀπορρέουν ἄλλες καταλυτικὲς γιὰ τὴν πνευματικὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ βασικώτερες, κατὰ τὸν ὅσιο, εἶναι ἡ ἀνδρεία, ἡ φρόνηση καὶ ἡ δικαιοσύνη. Ἀπὸ αὐτὲς ὁδηγεῖται ὁ πιστὸς στὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα, τὴν ἀγάπη, τὴν προσευχή, τὴν ταπείνωση, τὴν πραότητα, τὴ μακροθυμία, τὴν ἀνεξικακία. Μόνο μὲ τὴν κατάκτηση τῶν ψυχικῶν ἀρετῶν ὁ ἄνθρωπος θὰ μπορέσει νὰ ἀποκτήσει καὶ τὰ λοιπὰ χαρίσματα.[58] Μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὀνομάζει τὴν σωφροσύνη ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ πολλά χρώματα τῆς ἀρετῆς: “Καλλώπισον τοίνυν τὴν ὄψιν σωφροσύνῃ, σεμνότητι, ἐλεημοσύνῃ, φιλανθρωπίᾳ, ἀγάπῃ... ἐπιεικείᾳ, πραότητι, ἀνεξικακίᾳ· ταῦτα τῆς ἀρετῆς τὰ χρώματα”.[59] Ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει σωφροσύνη, σεμνότητα καὶ ἄλλες ἀρετές, ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος· γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἐπιδιώκει τὴν εἰρήνη καὶ τὸν ἁγιασμὸ γιὰ νὰ καθαρθεῖ ὁ λογισμὸς ἀπὸ κάθε ρυπαρὴ ἔννοια.[60] Τονίζει, τέλος, ὅτι χωρὶς τὴν σωφροσύνη κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ δεῖ τὸν Κύριο: “Πάλιν ἡ σωφροσύνη καὶ αὐτὴ μέρός ἐστι (ἐνν. τῆς ἀρετῆς), ἀλλ΄ ὅμως χωρὶς ταύτης οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον”.[61]

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ὁρίζει τὴ σωφροσύνη ὡς τὴν ὀνομασία ὅλων τῶν ἀρετῶν: “Σωφροσύνη ἐστὶν καθολικὴ πασῶν τῶν ἀρετῶν ἐπωνυμία. Σώφρων ἐστὶν ὁ ἐν αὐτοῖς τοῖς ὕπνοις μηδεμίαν κίνησιν τῆς προσούσης αὐτῷ καταστάσεως αἰσθόμενος· σώφρων ἐστὶν ὁ τελείαν ἀναισθησίαν ἐπὶ διαφορᾷ σωμάτων διὰ παντὸς κτησάμενος”.[62]

Ἡ ταπεινοφροσύνη τὴν ὁποία ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ οἰκοδομεῖ ὅλες τὶς πνευματικές ἀρετὲς τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ὑπομονή, ἡ ὁποία εἶναι καὶ αὐτὴ δωρεὰ τοῦ Κυρίου.[63] Δεῖγμα ταπεινοφροσύνης εἶναι κατὰ τὸν ὅσιο ἡ προσφορὰ καὶ ἡ θυσία πρὸς τὸν ἀδελφό μας.[64] Ἡ ταπεινοφροσύνη πρέπει νὰ εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο τόσο ἀπαραίτητη ὅσο τὰ ἐνδύματα μὲ τὰ ὁποῖα κρύβει τὴν γύμνια του καὶ νὰ εἶναι φανερὴ σὲ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς του καὶ σὲ κάθε πράξη του.[65] Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας, προτρέπει νὰ μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά του:“Μάθετε ἀπ΄ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ”.[66] Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ διακατέχεται ἀπὸ ταπεινοφροσύνη ἔχει καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἐπιεικείας καὶ θὰ λάβει τὴν αἰώνιον ζωὴ ἀπὸ τὸν Κύριο.[67]

Πῶς ὅμως ἀποκτᾷ κανεὶς τὴν ταπεινοφροσύνη; Ἡ ἀρχὴ τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὸν Κύριο, σύμφωνα μὲ τὸν ὅσιο Ἐφραίμ. Ὁ καρπὸς τῆς ὑπακοῆς εἶναι ἡ μακροθυμία καὶ ἐκείνης ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν τελειότητα ποὺ εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.[68] Ἡ ταπεινοφροσύνη δὲν εἶναι ἀρετὴ ποὺ ἀποκτᾶται εὔκολα. Ἀνήκει στὴ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό, «τὴν ἀπάγουσα εἰς τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».[69] Ταπεινοφροσύνη δὲν εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν ὅσιο Ἐφραὶμ, τὸ νὰ νομίζει ὁ ἁμαρτωλὸς ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός. Ταπεινοφροσύνη εἶναι ὅταν κατανοεῖ κανεὶς σπουδαία πράγματα γιὰ τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὅμως στὰ μέτρα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ δὲν φαντάζεται τίποτα ἔνδοξο ἀλλὰ ὁμολογεῖ, ὅπως ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν.[70] Εἶναι κοινὸς τόπος αὐτὸς ὁ ὁρισμὸς τῆς ταπεινοφροσύνης στὴν πατερικὴ παράδοση: ταπεινὸς δηλαδὴ θεωρεῖται ὁ ἄνθρωπος ποὺ μὲ τὴν διάνοιά του ταπεινώνει τὰ κατορθώματά του.[71]

ὑπομονὴ εἶναι, κατὰ τὴ ρήση τοῦ Κυρίου, ἐκείνη ποὺ θὰ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία τὸν ἄνθρωπο: “ὁ ὑπομείνας ἕως τέλους σωθήσεται”.[72] Ἡ ὑπομονὴ δὲν σχετίζεται με συμπλέγματα φόβου καὶ κατωτερότητας ποὺ μερικὲς φορὲς κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀνέχεται κάποιον ἄλλον ἐνῷ μέσα του βρίσκεται σὲ κατάσταση θυμοῦ. Ἡ ὑπομονὴ συνοδεύεται ἀπὸ εἰρήνη ἐσωτερικὴ καὶ βέβαια ἀπὸ ἀγάπη ποὺ, ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, εἶναι τὸ ἐπιστέγασμα τῶν ἀρετῶν. Δίνει ἀντοχὴ στὸν ἄνθρωπο σὲ συνθῆκες θλίψης, ὄχι γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ κάνει κάτι ἄλλο καὶ ἁπλῶς ὑπομένει. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσει καὶ ἕνας ἄθεος ἢ κάποιος ποὺ ἀνήκει σὲ ἄλλη θρησκεία. Ὁ Χριστιανὸς ὑπομένει γιατὶ ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Κύριος ἔχει τὸν πρῶτο καὶ τὸν τελευταῖο λόγο στὴ ζωή του, Αὐτὸς εἶναι ὁ ρυθμιστής, Αὐτὸς τὸν ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη καὶ Αὐτὸς ξέρει πολὺ καλύτερα τί εἶναι τὸ σωστό. Ἄρα ὁ ἄνθρωπος ὑπομένει ἐπειδὴ Τὸν ἐμπιστεύεται ἀπόλυτα, χωρὶς ταραχή, μὲ ἀπόλυτη ἠρεμία καὶ δέχεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ σωστό.

Ἡ ὑπομονὴ τελειοποιεῖ τὴ μετάνοια. Εἶναι τὸ κεφάλαιο τῶν ἀγαθῶν. Ὅπως ἕνας μονόπτερος ἀετὸς δὲν φτάνει σὲ ὕψη ἔτσι καὶ ἡ μετάνοια χωρὶς ὑπομονὴ δὲν μπορεῖ νὰ δώσει καρπούς.[73]

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἀναφέρει ὅτι  “ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῶ μένει, καὶ ὁ Θεός ἐν αὐτῷ”.[74] Καὶ ποιός εἶναι ὁ τρόπος γιὰ νὰ γνωρίσει κανεὶς τὸ Θεό; Εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ποὺ ἐκφράζεται ὄχι μόνο μὲ τὶς ἐνέργειές μας πρὸς τὸν πλησίον ἀλλὰ ἐπίσης μέσα ἀπὸ τὴν Θεία Εὐχαριστία, τὸ ἴδιο τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη μᾶς τὸ δίνει κάθε φορὰ ποὺ συμμετέχουμε στὴ Θεία Κοινωνία. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δὲν ἔχει ὅριο. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν τελώνη, τὴν πόρνη καὶ τὸν κάθε μετανοοῦντα ἁμαρτωλὸ δὲν ἔχει ὅριο. Ἐκεῖνος  περιμένει πάντα τὸν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Πατέρας τῆς παραβολῆς περίμενε τὸν ἄσωτο υἱὸ νὰ γυρίσει. Ὅταν γύρισε ἁπλῶς τὸν δέχτηκε, χωρὶς ἐξηγήσεις, τιμωρίες καὶ προσβολές. Ἀρκοῦσε ἡ μετάνοια τοῦ ἀσώτου καὶ οἱ ταλαιπωρίες ποὺ πέρασε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ποὺ ὁ ἴδιος ἐπέλεξε.

Ὁ « ὕμνος τῆς ἀγάπης »,  ὅπως συνηθίζεται νὰ ἀποκαλεῖται στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ στὸν χριστιανικὸ κόσμο γενικά  τὸ ΙΓ΄ κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι τὰ πάντα εἶναι ἄνευ σημασίας χωρὶς τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν κοσμικὴ ἀγάπη ποὺ ἐμπεριέχει τὸ στοιχεῖο τῆς ζήλειας ἢ τῆς ἐκδίκησης. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη μακροθυμεῖ πάντα ὅπως μακροθύμησε ὁ Χριστὸς στὰ Πάθη του καὶ ὅπως μακροθυμεῖ πάντα μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων.[75]

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ κλείνει μὲ μιὰ ἀνακεφαλαίωση ὅλων ὅσων ἀνέφερε προηγουμένως: “δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου”. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ ποῦμε ὅτι στὴν ἀρετὴ τῆς αὐτομεμψίας καὶ τῆς αὐτοεξέτασης ἐμπεριέχονται ὅλες οἱ ἀρετὲς ποὺ ἀνέφερε ὁ ὅσιος καθὼς φέρνει στὴν ἐπιφάνεια τὴν ἐλλιπῆ πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ εἶναι σώφρων, ταπεινόφρων, νὰ ἔχει ὑπομονὴ καὶ νὰ θυμᾶται συνέχεια ὅτι πρέπει νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴ διόρθωση τῆς δικῆς του πνευματικῆς κατάστασης καὶ ὄχι τῶν γύρω του.

Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν κατάκριση. Ἡ ἀποφυγὴ τῆς κατακρίσεως μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ μόνο μέσα ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Τί εἶναι ὅμως ἡ κατάκριση, τί εἶναι ἡ καταλαλιὰ καὶ τί ἡ ἐξουδένωση ποὺ ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς Πατέρες; Καταλαλιὰ εἶναι ἡ ἔκφραση, ἡ διατύπωση τοῦ κακοῦ ἐναντίον ἑνός συνανθρώπου. Κατάκριση γίνεται ὅταν κάποιος ἐκφράζει τὴ δικὴ του ἀρνητικὴ ἄποψη γιὰ τὴ διάθεση τῆς καρδίας ἄλλου, ἐνῷ ἡ ἐξουδένωση δὲν περιέχει μόνον κατάκριση ἀλλὰ μῖσος καὶ βδελυγμία ἐναντίον τοῦ ἄλλου.[76] Ἡ κρίση καὶ ἡ δικαίωση εἶναι προνόμιο μόνο τοῦ Θεοῦ ποὺ γνωρίζει τὴν κατάσταση, τὶς δυνάμεις, τὴν καρδία καὶ τὸ λογισμό τοῦ ἀνθρώπου.[77] Αὐτὸ πρέπει πάντοτε νὰ τὸ θυμᾶται ὁ χριστιανὸς ὥστε νὰ μὴν ὀλισθαίνει σὲ αὐτὸ τὸ πάθος.

Ἀνακεφαλαιώνοντας τὰ ὅσα ἡ λιτὴ καὶ κατανυκτικὴ Εὐχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου μᾶς ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἀναλογισθοῦμε ἀξίζει νὰ προσέξομε τὸ προσωπικό της ὕφος. Εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ καλούμεθα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ ἐπαναλαμβάνουμε καθημερινὰ τὴν περίοδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Στὰ χείλη μας φθάνει τό «Κύριε καὶ Δέσποτα...» ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδίας μας. Ἀπευθυνόμεθα μὲ ταπείνωση πρὸς Ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ἀναγνωρίζομε τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω στὴ ζωή μας καὶ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς δώσει τὴ δύναμη νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ ψυχοφθόρα πάθη τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀργολογίας ποὺ, ὅπως εἴδαμε, γεννοῦν καὶ πολλαπλασιάζουν τὰ προβλήματα στὸν κόσμο. Ζητοῦμε νὰ πνεύσει στὴν ψυχή μας ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ καλλιεργήσομε τὶς ἀρετὲς τῆς σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ἀγάπης γιατὶ ἀπ΄ αὐτὲς ἀπορρέουν τὰ χαρίσματα ποὺ πλουτίζουν τὴν ψυχὴ καὶ ὁδηγοῦν στὸν ἁγιασμό της. Τελειώνοντας τὴν προσευχή μας μὲ τὰ λόγια τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ, ἀναγνωρίζομε ὅτι βασικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀγῶνα μας εἶναι ἡ θεία δωρεὰ γιὰ ἀνακάλυψη τῶν προσωπικῶν μας ἐλλείψεων καὶ σφαλμάτων καὶ ἀποφυγὴ τῆς ἐξωστρεφοῦς κατακρίσεως. Ἔτσι μέσα στὴ σύνοψη τῶν προσωπικῶν αἰτημάτων τῆς προσευχῆς μας περιλαμβάνομε τὴν ἀποδοχὴ κάθε συνανθρώπου, τὴν ἐλπίδα τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἀληθοῦς εἰρήνης καὶ τῆς κοινωνίας μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ «ἐν καινῇ κτίσει».

 

[1] Μτθ. 6,24: “Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν. Ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ”.

[2] Μτθ. 6,25: “Διά τοῦτο λέγω ὑμῖν μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε...Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ. Οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρήζετε τούτων ἁπάντων. Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν”.

[3] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρὸς πιστὸν πατέρα (15), PG 47, 372: “Σφόδρα ἀπατᾷς σαυτὸν καὶ σφάλλεις, εἰ ἄλλα μὲν οἴει τὸν βιωτικόν, ἕτερα δὲ ἀπαιτεῖσθαι τὸν μοναχόν. Ἡ γὰρ διαφορὰ τούτοις ἐν τῷ γαμῆσαι καὶ μή, τῶν δὲ ἄλλων ἕνεκεν ἁπάντων κοινὰς ὑπέχουσι τὰς εὐθύνας...Τὸ γὰρ αὐτὸ πάντας ἀνθρώπους ἀναβῆναι δεῖ. Καὶ τὸ πᾶσαν ἀνατρέψαν τὴν οἰκουμένην, τοῦτό ἐστιν, ὅτι μείζονος οἰόμεθα δεῖν ἀκριβείας τῷ μονάζοντι μόνῳ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐξεῖναι ραθύμως ζῆν...”.

[4] Τοῦ ἰδίου, Εἰς Ἐφεσίους, Ὁμιλία 2,4, PG 62, 21: “Ὁρᾷς ὅτι κατὰ φύσιν μὲν ἡ ἀρετὴ παρὰ φύσιν  δὲ ἡ κακία ”.

[5] Ἀγ. Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Στρωματείς, (2,19), PG 8, 1040Β-1041Α: “ἀλαζονεία γὰρ ψυχῆς ἐστὶ κακία, ἀφ΄ ἧς καὶ τῶν ἄλλων κακιῶν μετανοεῖν κελεύει ἁρμοζομένοις τὸν βίον ἐξ ἀναρμοστίας πρὸς τὴν ἀμείνω μεταβολὴν διὰ τῶν τριῶν τούτων, στόματος, καρδίας, χειρῶν”.

[6]  Ἀββᾶ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου Λόγοι ἀσκητικοί, Κριτικὴ ἔκδοσι Μάρκελλος Πιράρ, Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων, Ἅγιον Ὄρος, 2012, (Λόγος Γ΄93-99), σ. 242 : “Εἰ οὖν ἡ ἀρετὴ ὑγεία ἐστὶ τῆς ψυχῆς φυσικῶς, λοιπὸν τὰ πάθη ἀρρωστία ἐστὶ τῆς ψυχῆς, ἐπισυμβάντα καὶ ἐπεισελθόντα τῇ φύσει καὶ ἐξαγαγόντα τῆς ἰδίας ὑγείας. Φανερὸν οὖν ὅτι ἡ ὑγεία προϋπάρχει ἐν τῇ φύσει τοῦ συμβεβηκότος ἀρρωστήματος. Καὶ εἰ ταῦτα οὕτως, ὡς καὶ ἀληθῆ ἐστι, λοιπὸν ἡ ἀρετὴ φυσικῶς ἐστίν ἐν τῇ ψυχῇ. Τὰ δὲ συμβεβηκότα, ἔξωθεν τῆς φύσεως ἐστίν”.

[7] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 20, PG 151, 273Α.

[8] Τοῦ ἰδίου, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων..., 2,2,19, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Συγγράμματα, ἔκδ. Π. Χρήστου κ. ἄ., τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 527: «Παράχρησις γάρ ἐστι τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς ἡ τὰ τῶν παθῶν ἀποτρόπαια φύουσα...».

[9]  Ρωμ. 8,7.

[10] Vladimir Losky, Ἡ Μυστικὴ Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 150.

[11]  Ἰακ. 1, 14.

[12] Γ.Μαντζαρίδου, “Ἡ περὶ θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ”, Παλαμικά, (3η ἔκδ.), Θεσσαλονίκη, Πουρναρᾶς Π. Σ., 1998, σ. 201.

[13] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 14, PG 151, 169Α: “Καθάπερ γὰρ τοὺς ἀπὸ κορυφῆς ὄρους ἐκπεσόντας λίθους, καὶ μέχρι τῶν ἐσχάτων τῆς ὑπωρείας κινουμένους, πολλοὶ διαδέχονται κριμνοί, οὕτω ἡμᾶς ἀπὸ τῆς ἐν τῷ παραδείσῳ θείας ἐντολῆς, καὶ τῆς κατ΄ αὐτὸν μακαρίας διαίτης ἐκπεσόντας, καὶ μέχρις ᾅδου καταφερομένους, πολλὰ διεδέξαντο δεινά. Οὐ γὰρ ἀκάνθας καὶ τριβόλους μόνον αἰσθητὰς ἀνέτειλεν ἡ γῆ κατὰ τὴν εἰς τὸν προπάτοραν κατάραν, ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον ταῖς πολυειδέσι τῶν πονηρῶν παθῶν ἀκάνθαις καὶ ταῖς δειναῖς τριβόλοις τῆς ἁμαρτίας”.

[14] Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον 16, PG 90, 628ΑΒ: “Ταύτην τὴν δύναμιν (λέγω δὲ τὴν κατὰ φύσιν πρὸς τὸν Θεὸν ἔφεσιν) ἅμα τῷ γενέσθαι τῇ αἰσθήσει δοὺς ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πρὸς τὰ αἰσθητὰ κατ΄ αὐτὴν τὴν πρώτην κίνησιν διὰ μέσης τῆς αἰσθήσεως, ἔσχε παρὰ φύσιν ἐνεργουμένην τὴν ἡδονήν...”.

[15] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 33, PG 151, 417Β-D: “Πῶς δὲ διὰ τῆς τοῦ σώματος ἀγάπης ἡ πρὸς τὸν κόσμον γίνεται φιλία, καὶ διὰ τῆς φιλίας ταύτης τὰ πονηρὰ πάθη, καὶ ἡ πληθὺς τῶν ἁμαρτημάτων φύεται; Ὥσπερ ἡ ψυχὴ τῆς μελλούσης ἡδονῆς ἐφίεται καθ΄ ἑαυτήν, οὕτω τό σῶμα τῆς παρούσης καὶ παραρρεούσης. Ἡ δὲ τοιαύτη ἡδονὴ αἰσθητή τε ἐστί, καὶ διὰ τῶν ἡμετέρων αἰσθήσεων ἐνεργεῖται, καὶ ἐκ τῶν αἰσθητῶν προσγίνεται, ἃ ἐστίν ὁ κόσμος. Διὰ τοῦτο φιλόκοσμος ὁ φιλοσώματος. Ἐκ δὴ τῆς πρὸς τὸ σῶμα φιλίας ταύτης ἀμέτρως τὰς κατὰ κόσμον ἡδονὰς ποθοῦντες καὶ διώκοντες καὶ περιέποντες, τὴν πολύμορφον τῶν παθῶν ἑαυτοῖς περιτίθεμεν ἀσχημοσύνην. Ἐπεὶ γὰρ ἡ κατὰ κόσμον ἡδονὴ δι΄ αἰσθήσεων ἐνεργεῖται, πολλῶν οὐσῶν καὶ διαφόρων τῶν ἡμετέρων αἰσθήσεων, πολλαί τε καὶ διάφοροι καὶ αἱ κατ΄ αὐτὰς ἡδοναί, καὶ τὰ κατὰ ταύτας πάθη”.

[16] Τοῦ ἰδίου, Ὁμιλία 3, PG 151, 40Β: ”Ἡνίκα δ΄ ἂν τοῖς πάθεσι θύραν ἀνοίξωμεν, εὐθὺς σκορπίζεται ὁ νοῦς, πλανώμενος πᾶσαν ὥραν περὶ τὰ σαρκικά τε καὶ γήινα περὶ τὰς πολυμόρφους ἡδονάς, καὶ τοὺς ἐπὶ ταύταις ἐμπαθεῖς λογισμούς”.

[17] Τοῦ ἰδίου, Πρὸς Ξένην, PG 150, 1060D.

[18] Βλ. Λκ 11:40, 12:20, Ρωμ. 2:20, Α΄ Κορ. 15:36, Β΄ Κορ. 11:16, 12:6.12, Ἐφ. 5:17, Α΄ Πετρ. 2:15.

[19] Δαμ. Δόϊκου, Συνοπτικὴ Εἰσαγωγὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 314-315. Ἀνέστη Κεσελοπούλου, Πάθη καὶ ἀρετὲς στὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1982, σ. 39.

[20] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 13, PG 151, 157BC : “...καὶ μάλιστα κατὰ τὸν νηστείας καιρόν, ᾧ φανερὰ καὶ ἀφανῆ θηρία δεινῶς ἐπιτίθενται. Φανερὰ μὲν γαστριμαργία καὶ μέθη καὶ τὰ τοιαῦτα. Ἕτερα δὲ ἀφανῶς ὑφεδρεύοντα, κενοδοξία καὶ ὑπερηφανία καὶ οἴησις καὶ ὑπόκρισις...”.

[21]  Ρωμ. 8,13: ”εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζεῖτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε”.

[22] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 32, PG 151, 409CD: “Τίνα θάνατον; Τὸν αἰώνιον, ὅς ἐστιν ὁ διὰ τὴν ἁμαρτίαν ἀπὸ τῆς ψυχῆς τοῦ Θεοῦ χωρισμός. Ὃν νῦν μὲν ἐπηκολούθησεν ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι συντελείας καὶ ὁ τοῦ σώματος θάνατος τότε δὲ ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι ἕψεται τοῖς μὴ ἐνταῦθα μετανοήσασιν ἡ ἀφόρητος καὶ ἀτελεύτητος τῆς ψυχῆς  καὶ τοῦ σώματος κόλασις”.

[23] Μ. Βασιλείου, Ὅτι οὔκ ἐστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός, 7, PG 31, 345A: “Ὥστε ἑαυτῷ τὸν θάνατον ὁ Ἀδάμ διὰ τῆς ἀναχωρήσεως τοῦ Θεοῦ κατεσκεύασε κατὰ τὸ γεγραμμένον, ὅτι ἰδοὺ οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ σοῦ ἀπολοῦνται. Οὕτως οὐχὶ Θεὸς ἔκτισε θάνατον, ἀλλ΄ ἡμεῖς ἑαυτοῖς ἐκ πονηρᾶς γνώμης ἐπεσπασάμεθα”. Βλ. καὶ Ἰω. Καρμίρη, Σύνοψις τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν Ἀθήναις 1957, σ. 39, καὶ Ἰω. Ρωμανίδου, “Ἡ προπατορικὴ ἁμαρτία κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον”, Ν. Σιών, 51 (1956), σ. 138.

[24]  Ἰω. 3,19.

[25]  Μτθ, 8,22. Λκ. 9,60.

[26]  Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 16, PG 151, 196ΑΒ.

[27] Τοῦ ἰδίου, Πρὸς Ξένην, PG 150, 1048CD: “Ἀλλ΄ ὁ διὰ τὴν παράβασιν τῇ ψυχῇ προσγενόμενος θάνατος, οὐ τὴν ψυχὴν ἀχρειοῖ μόνον καὶ ἐπικατάρατον ποιεῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα πολύμοχθον, καὶ πολυπαθές, καὶ φθαρτὸν ἀπεργασάμενος, τέλος τῷ θανάτῳ παραδίδωσι...”.

[28] Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τὴν προσευχήν, Λόγος 5, PG 44, 1184Β: “Τὰ πρόσκαιρα φύλλα τῆς ὑλικῆς ταύτης ζωῆς ἅπερ, τῶν λαμπρῶν καὶ ἰδίων τε ἐνδυμάτων γυμνωθέντες κακῶς ἑαυτοῖς συνερράψαμεν, τρυφὰς καὶ δόξας καὶ τὰς ἐφημέρους τιμὰς καὶ τὰς ὠκυμόρους τῆς σαρκὸς πληροφορίας ἀντὶ τῶν θείων περιβολῶν μετενδυσάμενοι...”. Τοῦ ἰδίου, Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, PG 46, 148C-149A: ”Ἔστι δὲ ἃ προσέλαβεν (ὁ Ἀδάμ) ἀπὸ τοῦ ἀλόγου δέρματος, ἡ μῖξις, ἡ σύλληψις, ὁ τόκος, ὁ ρύπος, ἡ θηλή, ἡ τροφή, ἡ ἐκποίησις, ἡ κατ΄ ὀλίγον ἐπὶ τὸ τέλειον αὔξησις, ἡ ἀκμή, τό γῆρας, ἡ νόσος, ὁ θάνατος”.

[29] Α΄ Κορ. 15,56.

[30] Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τό Ἅγιον Βάπτισμα, Λόγος 40, PG 36, 360C-361A: ”Τρισσὴν γέννησιν ἡμῖν οἷδεν ὁ Λόγος· τὴν ἐκ σωμάτων, τὴν ἐκ βαπτίσματος, καὶ τὴν ἐξ ἀναστάσεως. Τούτων δέ, ἡ μὲν νυκτερινή τέ ἐστι, καὶ δούλη καὶ ἐμπαθής·ἡ δὲ ἡμερινή, καὶ ἐλευθέρα, καὶ λυτικὴ παθῶν, πᾶν τὸ ἀπὸ γενέσεως κάλυμμα περιτέμνουσα καὶ πρὸς τὴν ἄνω ζωὴν ἐπανάγουσα· ἡ δὲ φοβερωτέρα καὶ συντομωτέρα, πᾶν τὸ πλάσμα συνάγουσα ἐν βραχεῖ τῷ πλάστῃ παραστησόμενον καὶ λόγον ὑφέξον τῆς ἐνταῦθα δουλείας καὶ πολιτείας, εἴτε τῇ σαρκὶ μόνον ἐπηκολούθησεν, εἴτε τῷ Πνεύματι συνανῆλθε, καὶ τὴν Χάριν ᾐδέσθη τῆς ἀναπλάσεως”.

[31] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 3, PG 151, 40Β: Βλ. σημ. 16.

[32] Τοῦ ἰδίου, Ὁμιλία 43,10, Π.Κ.Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἅπαντα τὰ  ἔργα, Τόμ. 11, Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας 79, Θεσσαλονίκη: Πατερικαὶ Ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, 1986, σ. 36.

[33] Τοῦ ἰδίου, Πρὸς Ξένην, PG 150, 1061Α, 1069D.

[34] Ἁγ. Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Εὐχαὶ συλλεχθεῖσαι ἀπὸ τῶν θείων Γραφῶν...,9Κ.Γ.Φρατζολᾶ, Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου ἔργα, Τόμ. ΣΤ΄, ἐκδ. Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 353.

[35] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 31, PG 151, 389ΑΒ: “Ἀλλὰ τίς ἐστιν ὁ τῆς ψυχῆς θάνατος; ἡ τοῦ Θεοῦ ἐγκατάλειψις. Ὥσπερ γὰρ φωτὸς παρόντος οὐκ ἔστιν ἐν ταυτῷ παρεῖναι καὶ σκότος, ἀλλ΄ ἐπιλιπόντος τοῦ φωτὸς τὸν τόπον, σκότος ἐπιγίνεται, οὐκ ἐκ τοῦ φωτὸς ἔχον τὴν γένεσιν, ἀλλ΄ ἐκ τοῦ διαφράττοντος ἐκ τῆς σκιᾶς. Οὕτω καὶ τοῦ Θεοῦ αὐτοζωῆς ὄντος καὶ ζωῆς τῶν ζώντων πάντων, καὶ μάλιστα τῶν θείως ζώντων, παρόντος τῇ καθ΄ ἡμᾶς ψυχῇ, ἀδύνατον καὶ τὸν θάνατον παρεῖναι ταύτῃ. Ἐγκαταλιπόντος δὲ ταύτην τοῦ Θεοῦ, ὁ θάνατος αὐτῇ προσγίνεται, οὐκ ἐκ τοῦ Θεοῦ τὴν γένεσιν ἔχων, ἀλλ΄ ἐκ τοῦ αἰτίου τῆς θείας ἐγκαταλείψεως, ὅπερ ἐστὶν ἡ ἁμαρτία”.

[36] G.-M. de Durand, Marc le Moine. Traités I, SC 445, Éditions du Cerf, Paris, 1999, σσ. 188-190 : “185. Πειρασμοῦ ἐπελθόντος, μὴ ζήτει διὰ τί, διὰ τίνος ἐλήλυθεν, ἀλλὅπως αὐτὸν εὐχαρίστως καὶ ἀλύπως καὶ ἀμνησικάκως ὑπομείνης... 187. Εἰ οὐκ ἔστιν ρᾳδίως εὑρεῖν τὸν ἐκτὸς πειρασμῶν εὐαρεστήσαντα, εὐχαριστεῖν δεῖ τῷ Θεῷ ἐπὶ πάσῃ συμβάσει...189. Ὥσπερ κατὰ Θεὸν ἐργασία ἀρετὴ λέγεται, οὕτως καὶ παρὰ προσδοκίαν θλῖψις πειρασμὸς ὀνομάζεται... 191. Πᾶσα θλῖψις ἐλέγχει τὴν ροπὴν τοῦ θελήματος, εἴτε δεξιὰ ρέπει, εἴτε εἰς  ἀριστερά. Διὰ τοῦτο ἡ συμβατικὴ θλῖψις πειρασμὸς ὀνομάζεται, τῷ μετόχῳ, πεῖραν τῶν κεκρυμμένων θελημάτων παρέχουσα”.

[37]  Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Λόγος Ἀσκητικός, 11-12, PG 90, 928Β/D - 929A.

[38] Ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ, Λόγος Β΄, “Περὶ τῆς χαρᾶς τῆς ψυχῆς τοῦ ἀρξαμένου δουλεῦσαι τῷ Θεῷ”, ΒΕΠΕΣ 40, σ.69: “Τὸ ἀγαπᾶν τὸν κόπον μῖσος ἐστὶ πρὸς τὰ πάθη. Ἡ δὲ ὀκνηρία φέρει αὐτὰ ἀκόπως. Μὴ δήσῃς σεαυτὸν ἐν πολιτείᾳ καὶ ὁ λογισμός σου ἡσυχάσει ἐν σοί...”.

[39] Ἁγ. Ἐφραὶμ Σύρου, Περὶ ἀνυποταξίας καὶ γογγυσμοῦ, 17, Κ.Γ. Φρατζολᾶ,...ἔργα, Τόμ. Α΄, σ. 59: “ἐν ἔργῳ ἐστὶν ἀχρήσιμος, οὐδέποτε ἔχει χάριν ὁ τοιοῦτος. Ὁ αὐτὸς γάρ ἐστι καὶ ὁ ὀκνηρός,ἡ γὰρ ὀκνηρία τῷ γογγυσμῷ συνέζευκται. Πᾶς οὖν ὀκνηρὸς ἐμπεσεῖται εἰς κακά, ἡ ἱερὰ Γραφὴ εἴρηκεν.”

[40] Τοῦ ἰδίου, Λόγος ἕτερος κατανυκτικός, Κ.Γ.  Φρατζολᾶ,...ἔργα, ὅ.π., σ. 391: “... ἡ γὰρ ἀμέλειά μου καὶ ἡ ὀκνηρία τὴν παρρησίαν τῆς καρδίας μου ἐσκότισαν. Ἡ πονηρὰ ἐπιθυμία, ὡς δεσπότης δούλῳ, ἐπιτάσσει μοι, κἀγὼ εὐθὺς μετὰ φόβου ὡς νήπιον ὑπακούω”.

[41] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Πρὸς τοὺς σκανδαλιζομένους ἐπὶ ταῖς παρανομίαις ταῖς γινομέναις καὶ τῇ τοῦ λαοῦ καὶ πολλῶν ἱερέων διώξει καὶ διαστροφῇ καὶ περὶ τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας καὶ περὶ ἀκαταλήπτου, 2,1, SC 81, σ. 52: “Τίς οὖν ἡ αἰτία τῆς ἀρρωστίας τῆς τοσαύτης ἐστίν; Ἡ πολυπράγμων καὶ περίεργος γνώμη, καὶ τὸ βούλεσθαι πάντων τῶν γινομένων εἰδέναι τὰς αἰτίας ἁπάσας, καὶ φιλονικεῖν τὴν ἀκατάληπτον καὶ ἄρρητον τοῦ Θεοῦ πρόνοιαν, τὴν ἀπέραντον καὶ ἀνεξιχνίαστον περιεργάζεσθαι ἀναισχύντως καὶ πολυπραγμονεῖν. Καὶ τίς τοῦ Παύλου σοφώτερος γέγονεν; ....ἀλλ΄ ὅμως ὁ τοσοῦτος καὶ τηλικοῦτος, ὁ σοφὸς οὕτω καὶ δυνατὸς πνευματικὸς ἀνήρ...ὅταν εἰς τὴν ἐξέτασιν τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας ἐμπέσῃ...ἀποπηδᾷ ταχέως, τῷ ἀκαταλήπτῳ παραχωρῶν”.

[42] Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν Δ΄ Ψαλμόν, PG 55, 196: “...οὐδέ... τὴν περιεργίαν ταύτην ἐπὶ τὸν βίον στρέφεις τὸν σόν; Διάκυψον εἰς τὰ πεπραγμένα σοι, εἰς τὸ πέλαγος τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ εἰ περίεργος εἶ καὶ πολυπράγμων, ἀπαίτησον ἑαυτὸν εὐθύνας τῶν ρημάτων, τῶν πραγμάτων, ὧν κακῶς εἶπες, ὧν κακῶς ἐποίησας· νῦν δὲ σαυτὸν μὲν ἀνεξέταστον ἀφείς, καίτοι γε τῆς ραθυμίας ταύτης κόλασιν φερούσης, τῆς δὲ πολυπραγμοσύνης σωτηρίαν, τῷ Θεῷ κάθῃ δικάζων...”. Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν ἀπόστολον καὶ εὐαγγελιστήν, PG 59, 147: “ὁ γὰρ περίεργος καὶ πολυπράγμων κερδαίνει μὲν οὐδέν, πρὸς δὲ τῷ τὸ ζητούμενον μὴ εὑρεῖν καὶ δίκην δώσει τὴν ἐσχάτην”.

[43] Ἁγ.Ἐφραὶμ Σύρου, Κατὰ μίμησιν τῶν Παροιμιῶν, Κ. Γ. Φραντζολᾶ ... Τ. Α΄, σσ.227-228 : “Τέσσαρα πάθη εἰσίν, ἃ δυσκόλως δέχεται θεραπείαν· ἅτινά ἐστι, φιλαυτία, φιλαργυρία, κενοδοξία καὶ ἡ φιλαρχία· οὐ λέγει γὰρ ἀρκεῖ· ἀλλ’ οὐδὲν τούτων ἀδυνατεῖ τῷ Θεῷ ἰάσασθαι. Πρὸ τοῦ ριζῶσαι τὸ πάθος ἐν σοί, ἒκτιλον αὐτό· ... Ὁ προσευχόμενος νηφόντως καίει τοὺς δαίμονας, ὁ δὲ μετεωριζόμενος ἐμπαιχθήσεται ὑπ΄ αὐτῶν. Ὁ συναπαγόμενος ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ καί ἡδοναῖς λογισμῶν εὐάλωτος ἔσται, ὁ δὲ ἐγκρατευόμενος σωθήσεται”.

[44] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον καὶ Εὐαγγελιστήν, PG 58, 670: “... ὃ δὲ πάντων αἴτιον ἦν τῶν κακῶν, ἡ φιλαρχία, καὶ τὸ τὸν θρόνον ἁρπάζειν τὸν διδασκαλικόν, τοῦτο εἰς μέσον ἀγαγὼν διορθοῦται σπουδαίως, ὑπὲρ τούτου σφόδρα καί αὐτοῖς εὐτόνως ἐπισκήπτων...οὐδὲν ἕτερος ἑτέρου πλέον ἔχει κατὰ τὸ μὴ εἰδέναι παρ΄ἑαυτοῦ”.

[45] Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ἰωάννην τὸν Ἀπόστολον καὶ Εὐαγγελιστήν, PG 59, 457.

[46] Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολήν, PG 61, 670.

[47] Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολήν, PG 62, 85: “Οὐδὲν οὕτως Ἐκκλησίαν δυνήσεται διαιρεῖν, ὡς φιλαρχία· οὐδὲν οὕτω παροξύνει τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι”.

[48] Ἁγ. Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Εἰς τὸν Προφήτην Ἡσαΐαν προοίμιον, ed. P. Trevisan, San Basilio. Commento al profeta Isaia, 2 vols. Turin: Società Editrice Internazionale, 1939, 5, 178: “Μέθη γὰρ δεινὴ φιλοδοξία καὶ φιλαρχία· δεινὸν μέθυσμα φθόνος, δεινὸν ἡ ὑπόκρισις, καὶ ἡ τοῦ πλησίον καταλαλιά·οἷς μεθυσθεῖσα ἡ ψυχὴ ἐπιλανθάνεται τῆς σοφίας”.

[49] Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΚΒ΄, PG 35, 1136C : “Καὶ τὸ αἴτιον τί; Φιλαρχία τυχὸν ἢ φιλοχρηματία, ἢ φθόνος, ἢ μῖσος, ἢ ὑπεροψία, ἤ τι τῶν ὅσα μηδὲ τοὺς ἀθέους ὁρῶμεν πάσχοντας”.

[50] Ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ, Κεφάλαια παραινετικά, Κεφ. Γ΄, ΒΕΠΕΣ 40, σ.62: “Τήρει σεαυτὸν ἀκριβῶς, ἵνα ὥσπερ μέγα θάνατον καὶ ἀπώλειαν τῆς ψυχῆς σου καὶ κόλασιν αἰωνίαν, οὕτω μισήσῃς καὶ βδελύξῃ πᾶσαν φιλαρχίαν καὶ φιλοδοξίαν, καὶ τὸ θέλειν δόξας ἢ τιμὰς ἢ ἐπαίνους παρὰ ἀνθρώπων”.

[51] Ὁσίου Μακαρίου Αἰγυπτίου, Ἐπιστολὴ Α΄, Πρὸς μοναχούς,   PG 34, 441. Βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Περὶ ἀρετῶν καὶ κακιῶν, ψυχικῶν καὶ σωματικῶν, PG 95, 88Β, ὅπου ὁ ἅγιος κατατάσσει τὴν φιλαρχία στὰ σοβαρὰ καὶ θανατηφόρα ψυχικὰ πάθη καὶ κακίες. Βλ. καὶ Γρηγ. Νύσσης, Περὶ παρθενίας, Έπιστολὴ Προτρεπτικὴ εἰς τὸν κατ' ἀρετὴν βίον, M. Aubineau, SC 119, Paris, Cerf, 1966, σσ. 246-560.

[52] Ἀντιόχου Πανδέκτου, Λόγος ΙΣΤ΄, Περὶ παρρησίας, PG 89, 1476D-1477Α: “οὐδὲν οὕτως ἐξαφανίζειν τὴν ἀρετὴν πέφυκεν ὡς ἡ εὐτραπελία καὶ τὸ παίζειν, καὶ ἡ ἀργολογία. Καὶ πάλιν οὕτως τὴν πεπαλαιωμένην ψυχὴν ἀνακαινίζει, ὡς ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ καλὴ προσευχή, καὶ τὸ μελετᾶν ἀπαύστως τὰ Κυρίου λόγια...”.

[53] Τοῦ ἰδίου, Λόγος ΛΓ΄, Περὶ ἀργολογίας, PG 89, 1540 D: “Ἡ ἀργολογία ἐκ τοῦ σχολὴν ἄγειν γεννᾶται, καὶ μὴ προσδοκᾶν τὰ μέλλοντα. Εἰ γὰρ τὴν κόλασιν ἐδεδοίκειμεν, καὶ τῆς βασιλείας ὠρεγόμεθα, οὐκ ἂν ἀργολογοῦμεν ποτέ, μάλιστα ὅτι τοῦ Κυρίου ἐντολή ἐστιν λόγον ὑφέξειν ἡμᾶς ἐν καιρῷ κρίσεως περὶ ἀργοῦ ρήματος· ὅσα δὲ ὄνησιν τῇ ψυχῇ οὐ φέρει, ἀργὰ ρήματα ὑπάρχουσιν”.

[54] Ἁγ. Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Λόγος εἰς τὴν Δευτέραν Παρουσίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Κ.Γ. Φραντζολᾶ ... Τ. Δ΄, σ. 17: “ἀποτάσσομαι τῷ σατανᾶ καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ. Ποίοις ἔργοις; Ἄκουσον! ...Ἀποτάσσομαι μέθῃ, ἀργολογίᾳ, ὑπερηφανίᾳ, βλακείᾳ”.

[55] Πρὸς Ἐφεσίους, 4,29.

[56] Ἁγ. Βασιλείου Μεγάλου, Κεφάλαια τῶν ὅρων τῶν κατὰ ἐπιτομήν, PG 31, 1097D-1100A: Ἐρώτησις ΚΓ΄ Ἕως ποίων ρημάτων ἡ ἀργολογία κρίνεται. Ἀπόκρισις. Καθόλου πᾶν ρῆμα, τὸ μὴ συντελοῦν πρὸς τὴν προκειμένην ἐν Κυρίῳ χρείαν, ἀργόν ἐστι. Καὶ τοσοῦτός ἐστι τοῦ τοιούτου ρήματος ὁ κίνδυνος, ὅτι, κἂν ἀγαθὸν ᾖ τὸ λεγόμενον, μὴ πρὸς οἰκοδομὴν δὲ τῆς πίστεως οἰκονομῆται, οὐκ ἐν τῇ ἀγαθότητι τοῦ ρήματος ὁ λαλήσας ἒχει τὸ ἀκίνδυνον, ἀλλ΄ ἐν τῷ μὴ πρὸς οἰκοδομὴν οἰκονομῆσαι τὸ ρηθέν, λυπεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον τοῦ Θεοῦ. Τοῦτο γάρ σαφῶς ἐδίδαξεν ὁ Ἀπόστολος εἰπών· Πᾶς λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω· ἀλλ΄ εἴ τις ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομὴν τῆς πίστεως, ἵνα δῷ χάριν τοῖς ἀκούουσι”.

[57] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἑρμηνεία εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολήν, PG 63, 153: “Δεῖσον οὖν μὴ καὶ ὑπὲρ τῆς φλυαρίας ἐξετασθῇς. Ἐνταῦθα γὰρ οὐκ ἔχεις εἰπεῖν, ὅτι Μή με ἐξετάσῃ ὁ Θεὸς ὑπὲρ τῆς φλυαρίας. Τὸ γὰρ πρᾶγμα φλυαρία ἐστί...Τοῦτο ἡμᾶς ἀπολέσαι ἔχει”.

[58] Ἁγ. Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ ἀρετῶν καὶ παθῶν ψυχικῶν, Κ.Γ. Φραντζολᾶ ... Τ. Ε΄, σ. 393: “Καὶ ψυχικὰς ἀρετὰς λέγομεν εἶναι προηγουμένως τὰς γενικωτάτας τέσσαρας ταύτας, αἵτινές εἰσιν, ἀνδρεία, φρόνησις, σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη· καὶ ἐκ τούτων ἀποτικτόμεναι ψυχικαὶ ἀρεταί, πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, προσευχή, ταπείνωσις, πρᾳότης, μακροθυμία, ἀνεξικακία, χρηστότης, ἀοργησία, γνῶσις θεία, τὸ ἂθυμον, τὸ ἁπλοῦν, τὸ ἀτάραχον, τὸ ἀνυπόκριτον, τὸ φιλάληθες καὶ ἐλευθέριον, τὸ ἀκατάκριτον, τὸ ἀκενόδοξον, τὸ ἂτυφον, τὸ ἀνυπερήφανον, τὸ ἄφθονον, τὸ ἄδολον, τὸ ἀφιλάργυρον, τὸ συμπαθές, τὸ ἐλεημονητικόν, τὸ μεταδοτικόν, τὸ αἰδεστικόν, ἡ εὐλάβεια, ἡ τῶν μελλόντων καὶ ἀθανάτων ἀγαθῶν ἔφεσις, ἡ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ὄρεξις, ἡ τῆς υἱοθεσίας ἐπιθυμία”.

[59] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Κατήχησις πρώτη, PG 49, 238.

[60] Τοῦ ἰδίου, Λόγος Παραινετικὸς εἰς τὴν εἴσοδον τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, PG 54, 413: “Ἔνθα γὰρ ἂν ᾖ ἡ σωφροσύνη, καὶ σεμνότης, καὶ πολλὴ τῶν ἄλλων ἀρετῶν ἡ σύνοδος, ἐκεῖ καὶ ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις μετὰ δαψιλείας ἐφίπταται. Διὰ τοῦτο καὶ Παῦλος ἔλεγεν. Εἰρήνην διώκετε μετὰ πάντων, καὶ τὸν ἁγιασμόν. Ἐκκαθάρωμεν τοίνυν ἑαυτῶν, παρακαλῶ, τὸ συνειδός, καὶ ἀποσμήξωμεν ἡμῶν τὸν λογισμὸν ἵνα πάσης ρυπαρᾶς ἐννοίας ἀπηλλαγμένοι, τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν ἐπισπασώμεθα...”.

[61] Τοῦ ἰδίου, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν εὐαγγελιστήν, PG 58, 614.

[62] Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος ΙΕ΄, Περὶ ἁγνείας καὶ σωφροσύνης, PG 88, 880D.

[63] Ἁγ. Ἐφραὶμ Σύρου, Κατὰ μίμησιν τῶν Παροιμιῶν, Κ.Γ. Φραντζολᾶ ... Τ. Α΄, σ. 197: “Ἄτερ ὑπομονῆς οὐκ οἰκοδομηθήσεται πύργος, καὶ δίχα γνώσεως οὐ κατορθοῦται ἡ ἀρετή. Οὐκ ἔστι σταθμὸς τῇ ὑπομονῇ, ἐὰν συγκεκέρασται τῇ ταπεινοφροσύνη. Χάρισμα ὑπομονῆς παρὰ Κυρίου...”.

[64] Τοῦ ἰδίου, ὅ.π. σ. 235: “Σημεῖον ταπεινοφροσύνης, τὸ ταῖς δυσὶ χερσὶν ἐπιδιδόναι ἐν παντὶ εἰς χρείαν ἀδελφοῦ...”.

[65] Τοῦ ἰδίου, Συμβουλία περὶ πνευματικοῦ βίου, κεφ. 65, Κ.Γ. Φραντζολᾶ ... Τ. Β΄, σσ. 240-241: “Παρέστω σοι ἡ ταπεινοφροσύνη ἐν παντὶ τόπῳ καὶ ἐν πᾶσιν οἷς διαπράττῃ· καθάπερ γὰρ τὸ σῶμα ἐπιδέεται ἱματίου, κἂν θάλπος ᾖ, κἂν κρυμὸς ἐνέστηκεν, οὕτω καὶ ἡ ψυχὴ ἐπιδέεται ἀνελλιπῶς τῆς ἐν ταπεινοφροσύνῃ περιστολῆς. Κτῆμα καλὸν καὶ ἐξαίρετον ἡ ταπεινοφροσύνη· καὶ ἴσασι πάντες οἱ ἀνεπαισχύντως ἑλκύσαντες τὸν ταύτης ζυγόν”.

[66] Μτθ. 11, 29.

[67] Ἁγ. Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Πῶς κτᾶταί τις τὴν ταπεινοφροσύνην, κεφ.1, ὅ.π. σ. 280-281: “Ἔστω οὖν σοι ἡ ταπεινοφροσύνη καθέδρα καὶ περίβλημα ἀποκρίσεως...Ἡ δὲ ταπεινοφροσύνη ὑπήκοός ἐστιν, εὐπειθής, ἐπιεικής, ἀπονέμουσα τιμὴν μικροῖς τε καὶ μεγάλοις. Ὁ ταύτην κεκτημένος, πιστεύω ὅτι τὸν μισθὸν λήψεται παρὰ Κυρίου μετὰ ζωῆς αἰωνίου”.

[68] Τοῦ ἰδίου, ὅ.π., σ.280: “Ἀρχὴ καρποφορίας, ἄνθος καὶ ἀρχὴ ταπεινοφροσύνης ὑποταγὴ ἐν Κυρίῳ. Καρπὸς δὲ ὑπακοῆς μακροθυμία, μακροθυμία δέ ἐστι τῆς ἀγάπης καρπός· ἀγάπη δέ ἐστι σύνδεσμος τῆς τελειότητος, τελειότης δέ ἐστιν τήρησις ἐντολῶν Θεοῦ”.·

[69]  Τοῦ ἰδίου, Λόγοι παραινετικοὶ πρὸς τοὺς κατ΄ Αἴγυπτον μοναχούς, παραίνεσις 16, Κ.Γ. Φραντζολᾶ ... Τ. Γ΄, σσ.78-79: “Ἐν δὲ τῇ στενῇ καὶ τεθλιμμένῃ ὁδῷ ἔστι ταῦτα· ἡσυχία, ἐγκράτεια, σωφροσύνη, ἀγάπη, ὑπομονή, χαρά, εἰρήνη, ταπεινοφροσύνη, καὶ τὰ ὅμοια τούτοις· οἷς ἐξακολουθεῖ ἡ ἀθάνατος ζωή”.

[70] Τοῦ ἰδίου, Περὶ προσευχῆς, ὅ.π., Τ. Ε΄, σ. 421: “καίτοι τοῦτο οὐδὲ ταπεινοφροσύνης ἐστί, τὸ ὄντα ἁμαρτωλὸν νομίζειν εἶναι ἁμαρτωλόν. Ταπεινοφροσύνη γάρ ἐστιν, ὅταν τις πολλὰ καὶ μεγάλα συνειδὼς ἑαυτῷ, μηδὲν μέγα περὶ ἑαυτοῦ φαντάζεται· ὅταν τις κατὰ Παῦλον ὢν καὶ δυνάμενος λέγειν, οὐδὲν ἐμαυτῷ σύνοιδα, καὶ λέγῃ πάλιν,  Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ”.

[71] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Περὶ ἀκαταλήπτου, πρὸς τοὺς Ἀνομοίους, Λόγος Ε΄, PG 48, 745 : “τοῦτο ἐστὶ ταπεινοφροσύνη, τὸ ὑψηλὸν ὄντα ἀπὸ τῶν κατορθωμάτων, ταπεινοῦν ἑαυτὸν ἀπὸ διανοίας”.

[72] Ματθ. 10, 20.

[73] Ὅσιος Ἀντίοχος Πανδέκτης, Λόγος ΟΗ΄, Περὶ ὑπομονῆς, PG 89, 1665ΑΒ: “Χρήζει ἡ μετάνοια τῆς ὑπομονῆς, καὶ χωρίς αὐτῆς τελειωθῆναι οὐ δύναται. Μονόπτερος γὰρ ἀετὸς οὐ δύναται εἰς ὕψος ἀναπτῆναι. Καὶ ὑπομονὴ τελειοῖ τὴν μετάνοιαν καὶ στεφανηφοροῦσαν αὐτὴν ἀναδείκνυσιν. Οὐ μόνον δέ ἐστι χρήσιμος ἡ ὑπομονὴ ἀλλ΄ οὐδ΄ ὅλως ἀρετὴν ἢ ἐντολὴν Θεοῦ δυνάμεθα χωρὶς αὐτῆς κατορθῶσαι. Τὸ κεφάλαιον οὖν τῶν ἐν ἡμῖν ἀγαθῶν ἡ ὑπομονὴ τυγχάνει”.

[74] Α΄ Ἰω. 4,16.

[75]  Ἁγ.Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόθεσις τῆς πρός Κορινθίους πρώτης ἐπιστολῆς, PG 61, 278: “Ὁ γὰρ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἐνεπτύετο καὶ ἐρραπίζετο παρὰ ἀνδραπόδων οἰκτρῶν· καὶ οὐ μόνον οὐκ ἐνόμιζεν ἀσχημονεῖν ἀλλὰ καὶ ἠγάλλετο καὶ δόξαν τὸ πρᾶγμα ἐκάλει”.

[76] Ἀββᾶ Δωροθέου, Διδασκαλία ΣΤ΄, Περὶ τοῦ μὴ κρίνειν τὸν πλησίον, Β΄, PG 88, 1685CD: “Ἄλλο γάρ ἐστι τὸ καταλαλῆσαι, καὶ ἄλλο τὸ κατακρῖναι, καὶ ἄλλο τὸ ἐξουδενῶσαι. Τὸ καταλαλῆσαί ἐστι τὸ εἰπεῖν κατά τινος, ὅτι Ἐψεύσατο ὁ δεῖνα, ἢ ὅτι ὠργίσθη, ἢ ὅτι ἐπόρνευσεν ἤ τι τοιοῦτον. Ἤδη γὰρ κατελάλησεν αὐτοῦ, οἰονεί, ἐλάλησε κατ΄ αὐτοῦ ἐμπαθῶς τὸ ἁμάρτημα αὐτοῦ. Τὸ δὲ κατακρῖναι ἐστὶ τὸ εἰπεῖν· ὅτι Ὁ δεῖνα ψεύστης ἐστίν, ὀργίλος ἐστίν, πόρνος ἐστίν. Ἰδοὺ γὰρ κατέκρινεν αὐτὴν τὴν διάθεσιν τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, καὶ ἀπεφήνατο κατὰ ὅλου τοῦ βίου αὐτοῦ, λέγων ὅτι τοῖόσδε ἐστι, καὶ κατέκρινεν αὐτὸν ὡς τοιοῦτον. Καὶ ἐστὶ πρᾶγμα βαρύ...Βλ. καὶ ὅ. π. 1692Α: Ἄλλο γὰρ ἐστὶν ὡς εἶπον τὸ κατακρῖναι καὶ ἄλλο τὸ ἐξουδενῶσαι. Ἡ ἐξουδένωσις ἐστὶν ὅτι οὐ μόνον κατακρίνει τις, ἀλλὰ καί ἐξουδενεῖ· οἰονεὶ βδελύσσεται τὸν πλησίον, σιχαίνεται αὐτόν, ὡς ἀηδίαν τινά, καὶ ἔστι τοῦτο χεῖρον τοῦ κατακρῖναι, καὶ ὀλεθριώτερον πάνυ”.

[77]  Τοῦ ἰδίου, Δ΄, PG 88, 1688D: “Τί οὖν θέλομεν καὶ ἡμεῖς ἀπὸ τοῦ πλησίον; Τί θέλομεν ἀπὸ ἀλλοτρίου βάρους; Ἔχομέν τι μεριμνῆσαι, ἀδελφοί, ἕκαστος ἑαυτῷ πρόσχῃ, καὶ τοῖς ἰδίοις κακοῖς. Θεοῦ μόνου ἐστὶ τὸ δικαιῶσαι καὶ τὸ κατακρῖναι, τοῦ εἰδότος καὶ τὴν κατάστασιν ἑκάστου, καὶ τὴν δύναμιν, καὶ τὰς ἀναστροφάς, καὶ τὰ χαρίσματα, καὶ τὴν κρᾶσιν, καὶ τὴν ἐπιτηδειότητα πρὸς ἕνα ἕκαστον τούτων κρίνοντος καθὼς οἷδεν Αὐτὸς μόνος”.

Previous MonthNext Month
Μάρτιος 2024
Δευ Τρι Τετ Πεμ Παρ Σαβ Κυρ
17
Ημερομηνία : 17/3/2024

Ἐπὶ τὰς πηγάς /
Zu den Quellen


17. März 2024: Sonntag des Käseverzichts

Schriftlesungsarchiv

Previous MonthNext Month
Μάρτιος 2024
Δευ Τρι Τετ Πεμ Παρ Σαβ Κυρ
1
Ημερομηνία : 1/3/2024
2
3
4
5
6
Ημερομηνία : 6/3/2024
7
8
Ημερομηνία : 8/3/2024
9
10
18
Ημερομηνία : 18/3/2024
19
Ημερομηνία : 19/3/2024
20
Ημερομηνία : 20/3/2024
21
Ημερομηνία : 21/3/2024
22
Ημερομηνία : 22/3/2024
27
Ημερομηνία : 27/3/2024
28
Ημερομηνία : 28/3/2024
29
Ημερομηνία : 29/3/2024

Ἡ συμβολή σας


Μέ τήν ἱστορική γιά τόν Ἑλληνισμό στήν Αὐστρία σημασία καί τή πλούσια δραστηριότητα στό φιλαν-θρωπικό, ἀνθρωπιστικό καί πολιτιστικό ἐπίπεδο, ἡ Μη- τρόπολη Αὐστρίας στρέφε- ται σέ ἐσᾶς ἀναζητώντας ἐνίσχυση στό ἔργο της. 

Ἐνημερωθεῖτε!

Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογεῖ

Legetøj og BørnetøjTurtle